Του Δημήτρη Καραπατά*
Είναι παγκοίνως γνωστό πως χωρίς το ένζυμο της ηθικής, η
πολιτική και η δημοσιογραφία μετατρέπεται σε αγυρτεία, ενώ τα λόγια θωπείας
τους «τρώνε» σαν φαγέδαινα τη δημοκρατία. Δυστυχώς, σήμερα στον πολιτικό βίο
του τόπου μας έχει εισβάλει ένα συνονθύλευμα κεχηναίων πολιτικών και χασκόντων «φυτευτών
εξωνημένων δημοσιογράφων», που αποτελούν ένα επικίνδυνο αμάρευμα (κατακάθι), το
οποίο και διακονεί τον τυχοδιωκτισμό του καταστρέφοντας συστηματικά τον τόπο.
Οι προαναφερόμενοι έχουν καταστεί πλέον και καταγέλαστοι,
τουτέστιν ...ποντέστας, ενώ αποτελούν κλασσική περίπτωση καβαφικών ανθρώπων με
τα λόγια του ποιητή να αποτυπώνουν την περίπτωση τους:
«Θα απευθυνθώ προς τον Ζαβίνα
πρώτα κι αν μωρός αυτός δεν μ’ εκτιμήσει
θα πάω στον αντίπαλο του, τον Γρυπό.
Κι αν ο ηλίθιος κι αυτός δεν με προσλάβει
πηγαίνω παρευθύς στον Υρκανό.
Θα με θελήσει πάντως ένας από τους τρεις.
Κι ειν’ η συνείδηση μου ήσυχη για το αψήφιστο της εκλογή.
Βλάπτουν κι οι τρεις τη Συρία το ίδιο,
αλλά κατεστραμμένος άνθρωπος τι φταίω εγώ;
Ζητώ ο ταλαίπωρος να μπαλωθώ.
Ας φρόντιζαν οι κραταιοί θεοί να δημιουργήσουν ένα τέταρτο
καλό.
Μετά χαράς θα πήγαινα σ’ αυτόν.»
Τα πράγματα, όμως, γίνονται ακόμη χειρότερα όταν αυτός ο
εσμός παρασίτων που δεν διαθέτει ίχνος πολιτικής και ιδεολογικής ανθοφορίας,
εκτός από την απομύθευση των αρχών πασχίζει να ιδεολογικοποιήσει την πολιτική
ανηθικότητα, η οποία παραγκωνίζει όλες τις ηθικές αξίες όπως το πάθος της
ανιδιοτελούς προσφοράς στον τόπο. Γι’ αυτούς η προτροπή του Σεπτιμίου la
boremus (ας εργαζόμαστε) είναι φράση κακόηχη, αφού όχι μόνο απομυζούν τον κόπο
των άλλων με βάναυσες και εμβόλιμες παρεμβολές, αλλά συνεχίζουν τις υπερπαροχές
σε ημετέρους που προκαλούν αηδία στις τάξεις των άσπιλων, άμεμπτων και
αμόλυντων πολιτών. Η πανάθλια και αποκρουστική τους εικόνα, μεταλλάχθηκε και
μεταφέρθηκε και στις συνεδριάσεις του ανωτάτου θεσμικού οργάνου του δήμου μας,
αποδεικνύοντας πως το ένζυμο της ηθικής έχει εξατμιστεί προ πολλού και ίσως δια
παντός, με αποτέλεσμα να χρειάζεται όλο και πιο συχνά να κάνουμε λόγο για
πολιτικό αμοραλισμό. Οι εν λόγω ακραίοι πολιτικά ερμαφρόδιτοι, όλο και πιο συχνά
πλέον δεν χαλιναγωγούν τη γλώσσα τους, ξεφεύγουν από τα πλαίσια της τάξης και
με την λεκτική τους ακράτεια φανερώνουν πως βρίσκονται σε μια αδιάκοπη κυνοβασία
ανάμεσα στην ύβρη και την συκοφαντία. Οι οποίοι με αυτό τον τρόπο, αλλά και με
τους αλαλαγμούς τους, προσπαθούν να κάνουν αισθητή την παρουσία τους, μιας και δεν
μπορούν να το πετύχουν με γόνιμες προτάσεις και προσπάθειες, αφού λειτουργούν
σαν βαρίδια του τόπου φέρνοντας τα πράγματα πίσω.
Η ατμόσφαιρα αυτή της οχλαγωγίας και των αντεγκλήσεων
αποτελεί τη μεγαλύτερη μειωτική για το χώρο που πρέπει να αποτελεί για τον
πολίτη τον ναό της δημοκρατίας και του πολιτικού πολιτισμού. Στις ύβρεις, τους
αλαλαγμούς και τις συκοφαντίες, δεν μπορεί να απαντά κανείς με επιχειρήματα,
αλλά ούτε μπορεί να κατεβεί στο επίπεδο του υβριστή. Κι έτσι δημιουργούνται
συνθήκες βόθρου, οι οποίες γίνονται υποφερτές μόνο για τους μικροοργανισμούς
που ζουν μέσα εκεί, ενώ παράλληλα προκαλείται ο αναχωριτισμός των ευγενών και
πολιτισμένων ανθρώπων οι οποίοι θα αναζητήσουν καθαρότερο περιβάλλον για να
αναπνεύσουν. Φυσικά, ο γράφων δεν αναφέρεται στο διαγκωνισμό αιχμών που μπορεί
να λειτουργήσει ευεργετικά για τον τόπο. Οι συγκεκριμένοι ταγοί, που εμφανώς
συνεννοούνται με ένα πενιχρό λεξιλόγια των 1000 το πολύ λέξεων, είναι σχεδόν
βέβαιο πως με αυτά τα κάκιστα δείγματα γραφής, στις μεταξύ τους συζητήσεις
χρησιμοποιούν την λέξη με τα τρία άλφα. Γεγονός, που τους έχει γίνει πλέον
ταυτότητα και που τους καθιστά συνώνυμους, με επιτακτική την ανάγκη της μεταφοράς
της έδρας τους στην… Μαλακάσα. Μάταια, ίσως κάποιοι ανυποψίαστοι, θα περίμεναν επιτέλους
να υψωθεί ο ασπόνδυλος σαν μαλάκιο δήμαρχος, (για πολλά προβλήματα του τόπου)
και να αντιδράσει μπροστά σ’ αυτή την εικόνα ντροπής, αλλά και για αυτόν οι
παλιές συμβουλές του τύπου «Εν οργή μήτε τι λέγειν, μήτε τι πράττειν», μάλλον
είναι «ντεμοντέ». Έτσι, ματαίως, οι πολίτες προσδοκούν την ανάσταση του
φιλότιμου τους ή μάλλον θα λέγαμε καλύτερα δεν την προσδοκά ουδείς, με
αποτέλεσμα να χανόμαστε όλοι μαζί... άμποτε, ως την ημέρα του που θα φέρει τον
μισεμό τους από την πολιτική ζωή του τόπου μας, οι πολίτες δεν πρέπει επ’
ουδενί να δεχτούν να εισέλθουν στο πολιτικό τους αρχιτεκτόνημα που μέσα του
ζουν και κυκλοφορούν ελεύθερα ερπετά και τρωκτικά.
Υ.Γ.: Το κείμενο αυτό είναι αφιερωμένο, σε όλα τα
τσογλανοειδή (συγχωρήστε μου τον όρο του συρμού αλλά μόνοι τους με τις επιλογές
τους κάνουν συρμό τον διασυρμό τους) που θεωρούν τον τόπο μας ξέφραγο αμπέλι!
* Ο Δημήτρης Καραπατάς,
είναι επιχειρηματίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου