Η χώρα μας μαζί με την Λετονία μπλοκάρουν τα γενετικά
μεταλλαγμένα προϊόντα και θορυβούν εταιρείες, όπως η Monsanto, που
επιθυμούν διακαώς να μπουν βαθύτερα στην ευρωπαϊκή αγορά.
Πριν από λίγες ημέρες ο αμερικανικός κολοσσός
βιοτεχνολογίας Monsanto ανακοίνωσε ότι δεν μπορεί παρά να συμμορφωθεί με
το αίτημα της Λετονίας και της Ελλάδας να εξαιρεθούν από οποιαδήποτε
αίτηση της εταιρείας για καλλιέργεια γενετικώς μεταλλαγμένων προϊόντων
στο έδαφός τους. Φυσικά, αυτό δεν χαροποίησε την Monsanto, δηλώνοντας στο ηλεκτρονικό της ημερολόγιο:
«Θα θέλαμε πολύ να δούμε όλες τις χώρες στην Ευρώπη και αλλού, να
ξεπερνούν τα μη επιστημονικά βασισμένα, εμπόδια στην υιοθέτηση των
γενετικά μεταλλαγμένων σπόρων». Η νέα ευρωπαϊκή νομοθεσία που πέρασε τον
Μάρτιο του φετινού έτους μετά από πέντε χρόνια συζητήσεων στο
Ευρωκοινοβούλιο και η οποία εξόργισε τις ΗΠΑ – σημειώνεται ότι οι
Αμερικανοί πιέζουν έντονα την Ευρώπη στο πλαίσιο της Διατλαντικής
Εμπορικής Συμφωνίας για την εξάπλωση των γενετικώς μεταλλαγμένων
προϊόντων- προβλέπει ότι κάθε κράτος-μέλος έχει το δικαίωμα να
αποφασίσει το ίδιο εάν θα επιτρέψει ή όχι την καλλιέργεια αυτών των
προϊόντων στα εδάφη του. Έτσι, λοιπόν, η χώρα μας και η Λετονία ήταν τα
πρώτα ηχηρά και επίσημα «όχι» στον γίγαντα με το όνομα Monsanto, μια
εταιρία που είτε έχει φανατικούς υποστηρικτές ή ορκισμένους εχθρούς…
Η Γαλλία και η Γερμανία έχουν δηλώσει προς ώρας
ότι αντιτίθενται στην καλλιέργεια γενετικώς μεταλλαγμένων σπόρων. Ο
Γερμανός υπουργός Αγροτικής Παραγωγής, Κρίστιαν Σμιτ, διεμήνυσε στις
κυβερνήσεις των ομόσπονδων κρατιδίων ότι θα επιδιώξει την χρήση του
κανόνα της «εξαίρεσης» έτσι ώστε να σταματήσει η καλλιέργεια γενετικά
μεταλλαγμένων σπόρων στην χώρα, περιλαμβανομένων και των 19
αμφιλεγόμενων ποικιλιών που η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ενέκρινε την εισαγωγή
τους τον περασμένο Απρίλιο και που προστίθενται σε 58 ακόμη γενετικά
μεταλλαγμένα προϊόντα με έγκριση πώλησης στην ΕΕ. Οι γερμανικές τοπικές
κυβερνήσεις έχουν προθεσμία έως τις 11 Σεπτεμβρίου προκειμένου να
δηλώσουν εάν θέλουν να εξαιρεθούν ή όχι. Στην Γερμανία καλλιεργείται
γενετικά μεταλλαγμένος αραβόσιτος από το 2004. Οι Ούγγροι φαίνεται ότι
εξετάζουν και αυτοί το ενδεχόμενο χρήσης της εξαίρεσης.
Αναλυτές τονίζουν ότι ο συγκεκριμένος νόμος
ήταν η καλύτερη δυνατή συμβιβαστική λύση πάνω στο «καυτό θέμα» των
γενετικά μεταλλαγμένων προϊόντων στην Ευρώπη. Αρκετές μη κυβερνητικές
οργανώσεις, όμως, δηλώνουν ότι υπάρχουν σοβαρά κενά. Στελέχη της
Greenpeace τονίζουν ότι το μεγαλύτερο λάθος είναι ότι δίδεται στις
εταιρίες γενετικά μεταλλαγμένων προϊόντων, όπως η Monsanto, η δυνατότητα
να διαπραγματευτούν με τις εκλεγμένες κυβερνήσεις την πώληση ή μη των
προϊόντων τους.
Πάντως, η ελληνική και λετονική εξαίρεση από
την πανευρωπαϊκή αδειοδότηση της ποικιλίας καλαμποκιού Mon810 μάλλον
θορύβησε την Monsanto, έστω και αν δεν το παραδέχεται επισήμως, διότι
είναι το μόνο γενετικά τροποποιημένο φυτό που καλλιεργείται σήμερα στην
ΕΕ. Η ίδια η εταιρία μίλησε στο WE του news247.gr για το ζήτημα αυτό,
υπογραμμίζοντας δια στόματος του στελέχους της Μαρκ Μπάκινχαμ :
«Λίγες ευρωπαϊκές χώρες έχουν καλλιεργήσει
γενετικά μεταλλαγμένους σπόρους εμπορικά. Η Ισπανία και η Πορτογαλία
είναι οι μόνες δύο με σημαντικές ποσότητες αυτού του συγκεκριμένου τύπου
καλαμποκιού. Και τούτο διότι οι αγρότες σε αυτές τις χώρες επιλέγουν
τροφές γενετικά μεταλλαγμένου καλαμποκιού και οι κυβερνήσεις τους
επιτρέπουν αυτή την επιλογή. Η Monsanto πουλά μη γενετικά μεταλλαγμένους
σπόρους στην Γαλλία, την Γερμανία και την Βρετανία και οι σοδειές μας
είναι διάσημες μεταξύ των αγροτών σε αυτές τις χώρες. Για πολλά χρόνια η
Monsanto έχει αναγνωρίσει ότι το πολιτικό περιβάλλον στην Ευρώπη δεν
υποστηρίζει την τεχνολογία των γενετικά μεταλλαγμένων για τους
περισσότερους Ευρωπαίους αγρότες.
Η απόφαση της Ελλάδας και της Λετονίας να μην
επιτρέψουν στους αγρότες τους να χρησιμοποιήσουν γενετικά μεταλλαγμένες
σοδειές που μπορεί να είναι διαθέσιμες στους αγρότες άλλων χωρών της ΕΕ,
είναι κάτι συνηθισμένο και αναμενόμενο. Ωστόσο, απογοητευτήκαμε που οι
κυβερνήσεις δεν αφήνουν τους αγρότες να αποφασίσουν αυτοί για τους
ίδιους και το πώς θα καλλιεργήσουν. Με εργαλεία που θεωρούνται ασφαλή σε
ευρωπαϊκό επίπεδο».
Στο blog της η Monsanto αναφέρει ότι ο νέος
ευρωπαϊκός νόμος δεν προσφέρει ένα σταθερό κανονιστικό πλαίσιο για
επενδύσεις λόγω του κανόνα της εξαίρεσης. Η αναφορά στις επενδύσεις
σαφώς και δεν είναι τυχαία εν μέσω της οικονομικής κρίσης που πλήττει
αρκετά κράτη-μέλη της Ε.Ε. Το όνομα Monsanto, όμως, υποφέρει από αυτό
που λέμε «όχι καλή φήμη».
Βάσει εγγράφου που δημοσίευσε ο ελβετικός κολοσσός σπόρων, αγροχημικών προϊόντων κ.λ.π.,Syngenta, στις αρχές του καλοκαιριού,
έγινε γνωστό ότι η διοίκηση της Monsanto σκέφτεται την αλλαγή της
επωνυμίας της. «Η Monsanto θέλει να ξεφύγει από την άσχημη ιστορία που
συνοδεύει το όνομά της. Αυτό δείχνει πόσο απελπισμένα θέλει να αποφύγει
την κριτική για τα προϊόντα της που εγείρουν ανησυχίες για την υγεία και
το περιβάλλον, αλλά και για τον εταιρικό έλεγχο πάνω στο σύστημα
τροφίμων» δηλώνει ο ένας εκ των δύο διευθυντών της αμερικανικής
οργάνωσης καταναλωτών Right to Know (Δικαιούμαι να Γνωρίζω). Στην
σχετική ερώτηση που κάναμε στην Monsanto, η απάντηση ήταν ότι η αλλαγή
ονόματος παίζει ως ενδεχόμενο μόνο σε μια αλλαγή της εταιρικής δομής,
μέσω μιας εξαγοράς για παράδειγμα, και αυτό δεν προβλέπεται για το
κοντινό μέλλον.
Σε έρευνα της ιστοσελίδας δημοσκοπήσεων Harris Poll
που έγινε πέρσι για την φήμη των μεγάλων αμερικανικών επιχειρήσεων, η
Monsanto είχε καταταχθεί ως 3 πιο μισητή εταιρεία. Και αυτά δεν είναι
καλά νέα για μια εταιρεία που μοιάζει να διανύει μια πτωτική φάση.
Αφενός μεν, λόγω των περιορισμών στην Ευρώπη και της υποχρέωσης σήμανσης
των προϊόντων από γενετικά μεταλλαγμένες εσοδείες, αφετέρου λόγω της
αντίστοιχης πτώσης των πωλήσεων των αλυσίδων γρήγορου φαγητού και ειδικά
της «αδελφής ψυχής» McDonald’s, αλλά και από νέες εκθέσεις επιστημόνων
και περιβαλλοντικών οργανώσεων για τον κίνδυνο των γενετικά
μεταλλαγμένων προϊόντων και των φυτοφαρμάκων εν γένει. Ακόμα και ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας δημοσίευσε πρόσφατα μελέτη
όπου ομάδα επιστημόνων υποστηρίζει πως η γλυφοσάτη – βασικό συστατικό
του διάσημου ζιζανιοκτόνου Roundup της Monsanto- είναι «πιθανώς
καρκινογόνα».
Αλλά ποια είναι η ιστορία αυτής της πολυεθνικής
στον κλάδο της αγροτικής βιοτεχνολογίας; Η Monsanto ιδρύθηκε το 1901
από τον Τζον Φράνσις Κίνι, βετεράνο της φαρμακοβιομηχανίας, και αρχικά
παρήγαγε πρόσθετα τροφίμων, όπως ζαχαρίνη, βανιλλίνη και καφεϊνη. Ο Κίνι
ξεκίνησε την εταιρεία με δικά του χρήματα και κεφάλαιο από μια εταιρία
αναψυκτικών. Της έδωσε το πατρικό όνομα της γυναίκας του, μιας και ο
πεθερός του ήταν ο Εμανουέλ Μέντες ντε Μονσάντο, ένας πλούσιος μέτοχος
μιας εταιρείας παραγωγής ζάχαρης στο Πουέρτο Ρίκο με έδρα στης δανέζικες
Δυτικές Ινδίες.
Την δεκαετία του 1920 η Monsanto επεκτάθηκε στα
χημικά όπως το θειικό οξύ και το σαλικυλικό οξύ, ενώ μετέφερε την έδρα
της στο Ιλινόις λόγω του ευνοϊκού φορολογικού καθεστώτος. Το 1936 ο γιος
του Κίνι που έχει αναλάβει τα ηνία, εξαγοράζει την Thomas &
Hochwalt Laboratories. Στόχος, να αξιοποιηθεί η τεχνογνωσία του διάσημου
χημικού και επιχειρηματία Τσαρλς Άλεν Τομας, και του Δρ. Κάρολ Χόβαλτ.
Έως τις αρχές της δεκαετίας του 1940 η Monsanto είχε γίνει κορυφαία
παραγωγός πλαστικών, περιλαμβάνοντας, μεταξύ άλλων, συνθετικές ίνες και
πολυστυρένιο. Το 1943, ο Τόμας καλείται από την Ουάσινγκτον μαζί με τον
τότε πρόεδρο του Πανεπιστημίου του Χάρβαρντ, τον διοικητή του Manhattan
Project και τον πρόεδρο της Εθνικής Αμυντικής Ερευνητικής Επιτροπής
(NDRC) για να διευθύνουν τις έρευνες για την ανάπτυξη και παραγωγή
πυρηνικών όπλων. Ο Τόμας δίστασε να αφήσει την Monsanto αλλά μπήκε στην
NDRC και τα κεντρικά ερευνητικά εργαστήρια της Monsanto άρχισαν μελέτες
πάνω στο γνωστό Manhattan Project υπό τις εντολές της τότε αμερικανικής κυβέρνησης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου