όλα τα επίπεδα και φυσικά των συνανθρώπων μας, τόσο κατά την διάρκειά
τους όσο και στα κατοπινά χρόνια. Ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος και η
εμπλοκή της Ελλάδας σε αυτόν, με τα θρυλικά αλλά και μαυροντυμένα,
σκοτεινά και σε πολλές περιπτώσεις θλιβερά επακόλουθά του έχουν
αφήσει έντονα χνάρια στις ζωές μας, ορισμένα εκ των οποίων,
θα τολμούσα να πω ότι δεν έχουν σβήσει ολοσδιόλου
Μην ξεχνάμε τον Εμφύλιο πόλεμο που θα ξεσπάσει μετά την απελευθέρωση από τον γερμανικό ζυγό και που οι συνέπειες του μάτωσαν τον τόπο και τους ανθρώπους για δεκαετίες μετά τη λήξη του, φτάνοντας μέχρι και τις μέρες μας Τα γεγονότα αυτά, επηρέασαν όπως είναι φυσικό το τραγούδι και τους δημιουργούς του που αντλούσαν την θεματολογία τους μέσα από την καθημερινότητα και τον μικρόκοσμό τους.
- ΠΑΙΔΙΑ, ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΠΑΙΔΙΑ
Η Σοφία Βέμπο χρίζεται ως "Η Τραγουδίστρια Της Νίκης" εμψυχώνοντας με την βροντερή και ευαίσθητη συνάμα ερμηνεία της έναν ολόκληρο λαό που αγωνίζεται με σθένος και ομοψυχία σε μια άνιση δοκιμασία στην οποία παραδόξως, ως νέος Δαυίδ ενάντια στον Γολιάθ, βγαίνει αρχικά νικητής. Η 28η Οκτωβρίου φέρνει ραγδαίες αλλαγές στο τραγούδι, που στην περίπτωση του "ελαφρού" σχετίζεται άμεσα με την Επιθεώρηση. Η Βέμπο είναι είδη μια βασίλισσα του μουσικού θεάματος και της δισκογραφίας.
Ο Ανδρέας Μαμάης συγγραφέας του βιβλίου "Σοφία Βέμπο - Η Φωνή Της Ελλάδας" (εκδόσεις Κέδρος, 2001) μας μεταφέρει με παραστατικό τρόπο στο πως η Βέμπο, με το αισθητήριο, το ένστικτο, την προσωπικότητα και τις επιλογές της σε συνδυασμό με τις συγκυρίες των καιρών αναδείχθηκε σε πρότυπο κουράγιου και αντίστασης στις ταραγμένες εκείνες στιγμές που βίωνε ο τόπος μας αλλά και όλη η υφήλιος:
Το πρωινό της 28ης Οκτωβρίου, η Σοφία, όπως και όλη οι Αθηναίοι, ξύπνησε από τον θόρυβο των σειρήνων. "Πόλεμος, Σοφία μου!" φώναξε με δέος ο πατέρας της μόλις την αντίκρισε. "Οι Ιταλοί μας κήρυξαν τον πόλεμο!" Αναστατωμένη η Σοφία φόρεσε τη ρόμπα της και βγήκε στο μπαλκόνι. Η πλατεία Εξαρχείων ήταν πλημμυρισμένη από κόσμο που ξεφώνιζε από ενθουσιασμό. Η καρδιά της άρχισε να χτυπάει με γοργούς ρυθμούς. Τα' χε χαμένα. Δεν ήξερε πως να αντιδράσει. Τα αδέρφια της απουσίαζαν. Ο μικρός υπηρετούσε τη θητεία του και ο Τζώρτζης βρισκόταν στη Θεσσαλονίκη για δουλειές. Ήταν τρεις γυναίκες ολομόναχες στο σπίτι κι ένας γέρος σακάτης από την ημιπληγία. Το θέατρο Μοντιάλ, καθώς και όλα τα θέατρα της Αθήνας, έκλεισαν την ίδια μέρα.
Στις αρχές Νοεμβρίου κάλεσε ο Μακέδος τη Σοφία και συζήτησε μαζί της την απόφασή του να δημιουργήσει στο Μοντιάλ ένα είδος βαριετέ, με επικεφαλής την ίδια, και το πρόγραμμα της Όασης του Ζαππείου που παρουσίαζε ο Μίμης Τραϊφόρος. Η Σοφία συμφώνησε και σε λίγες μέρες ξεκίνησαν. Ο τίτλος της επιθεώρησης ήταν Πολεμική Αθήνα. Ο θίασος αποτελούνταν από τα πιο λαμπερά ονόματα του μουσικού θεάτρου: Άννα και Μαρία Καλουτά, Μίμη Κοκκίνη, Μάνο Φιλιππίδη, Μαρίκα Νέζερ, Λίτσα λαζαρίδου, Νανά Σκιαδά, Γεωργία βασιλειάδου, Αλίκη Βέμπο, και το βαρύ πυροβολικό Σοφία Βέμπο, που χαλούσε κόσμο με το τραγούδι της "Στη Λαρ' σα βγαίν' ο Αυγερινός". Μαζί τους κια το βαριετέ της Όασης, με τους Μίμη Τραϊφόρο, Μητσάρα, Τρίο Βάμπαρη, Ντούο Σουλς. Χορευτής - χορογράφος ο Άγγελος Γριμάνης. Η επιτυχία ήταν πολύ μεγάλη. Στο θέατρο γινόταν το αδιαχώρητο κάθε βράδυ…
Το Μοντιάλ γρήγορα μιμήθηκαν και άλλα θέατρα. Η Μαρίκα Κοτοπούλη στο Ρεξ ανέβασε τα Πολεμικά Παναθήναια. Η Κατερίνα στο Κεντρικόν τις Πολεμικές Καντρίλιες. Ο Κώστας Μουσούρης στο θέατρό του την επιθεώρηση Μπράβο Κολονέλο. Στο Αλάμπρα το Πολεμικό Τσαρούχι. Ο Αργυρόπουλος το Φινίτο Μπενίτο, και στο Βρετάνια το Κορόιδο Μουσολίνι.
Ένα βράδυ, η Βέμπο άκουσε τη Βλαχοπούλου να τραγουδάει στη σκηνή μια παρωδία γραμμένη πάνω στη "Διαμάντω" του Βέλλα, το "Πατρίδα, πατρίδα". Ρώτησε και έμαθε πως την είχε γράψει ο Τραϊφόρος. Τον Τραϊφόρο όμως δεν τον συμπαθούσε και τον απέφευγε συστηματικά. Παρ' όλα αυτά η επιτακτική ανάγκη να έχει κι αυτή ένα παρόμοιο τραγούδι την έκανε να βάλει στη μπάντα τους εγωισμούς και να τον πλησιάσει. “Κύριε Τραϊφόρε”, του είπε το ίδιο βράδυ, “μ' αρέσει πολύ η παρωδία σας που τραγουδάει η Βλαχοπούλου. Θα μπορούσατε να μου γράψετε και μένα μια παρόμοια πάνω στο τραγούδι μου Ζεχρά”. Ο Τραϊφόρος, που τη θαύμαζε από χρόνια αλλά την έβλεπε και σαν φρούριο απόρθητο, πέταξε από τη χαρά του. Το να τραγουδήσει στίχους του η Βέμπο ήταν γι' αυτόν η ευκαιρία της ζωής του. Χωρίς να χάσει χρόνο, το ίδιο βράδυ στο θέατρο σκάρωσε την παρωδία της "Ζεχράς". Για το μεγάλο ταλέντο του ήταν κάτι πολύ απλό. Της την έδωσε γραμμένη, κι η Σοφία μόλις την διάβασε, ενθουσιάστηκε τόσο πολύ που αυθόρμητα τού' δωσε ένα φιλί στο μάγουλο. Το μεγάλο του ταλέντο και η ταχύτητα με την οποία είχε γράψει το τραγούδι την έκαναν να νοιώσει ένα δυνατό σκίρτημα στην καρδιά της. Θαύμαζε τους ανθρώπους που έγραφαν ωραίους στίχους, γιατί έδινε μεγαλύτερη σημασία στο στίχο απ' ότι στη μουσική ενός τραγουδιού. Διαφώνησε μόνο για την τελευταία στροφή, που έλεγε: " Ανδεν βγείτε νικηταί, να μην έρθετε ποτέ", κάτι αντίστοιχο του σπαρτιάτικου "Ή ταν ή επί τας" δηλαδή. Ο Τραϊφόρος χωρίς να φέρει αντίρρηση, το πήρε και σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα της το επέστρεψε διορθωμένο: "Με της Νίκης τα κλαδιά, σας προσμένουμε παιδιά". Το ίδιο βράδυ η Σοφία, στη βραδινή παράσταση, το τραγούδησε από το χαρτί και έγινε αλαλαγμός στην πλατεία από την συγκίνηση. Την επόμενη κιόλας μέρα το γραμμοφώνησε μαζί με το "Πατρίδα, πατριδα".
Ο ραδιοφωνικός σταθμός Αθηνών την κάλεσε και της ζήτησε συνεργασία, παραχωρώντας της μια ώρα την ημέρα να τραγουδάει ζωντανά με το συγκρότημά της. Έτσι η Σοφία δημιούργησε μια μικρή ορχήστρα με τον Μουσχούτη στο πιάνο, τον Μένιο M ανωλιτσάκη στο ακορντεόν και τον Αβατάγγελο στο βιολί, και μαζί με τον Τραϊφόρο, σαν κονφερασιέ, και την Αλίκη γυρνούσαν κάθε μέρα από νοσοκομείο σε νοσοκομείο ψυχαγωγώντας τους τραυματίες που επέστρεφαν από το μέτωπο. Ο συγγραφέας και στιχουργός Γιώργος Θίσβιος παρώδησε τη μεγάλη επιτυχία της "Στη Λαρ' σα βγαίν' ο Αυγερινός" σε "Στον πόλεμο βγαίν' ο Ιταλός" και το "Πλέκει η Μάρω το προικιό της" σε "Βάζει ο Ντούτσε τη στολή του". Ο Γιώργος Οικονομίδης που υπηρετούσε φαντάρος, το ιταλικό "Καμπανιόλα Μπέλα" σε "Κορόιδο Μουσολίνι". Της τα πήγαινε και η Σοφία τα λανσάρισε στο ραδιόφωνο καισ τη συνέχεια από τη σκηνή του Μοντιάλ. Τα τραγουδούσε μπροστά σ' ένα έξαλλο από ενθουσιασμό ακροατήριο. Τραγουδούσε για ώρες κάθε μέρα από το ραδιόφωνο, ενώ ο εκφωνητής ανακοίνωνε τη μια νίκη μετά την άλλη του ελληνικού στρατού, ο οποίος προχωρούσε ακάθεκτος μέσα στο αλβανικό έδαφος και μέχρι το Δεκέμβριο είχε καταλάβει τις πόλεις Αργυρόκαστρο, Δελβίνο, Πόγραδετς, Μοσχούπολη, Πρεμετή, Κορυτσά. Ο ενθουσιασμός στα μετόπισθεν είχε φτάσει στο αποκορύφωμα. Η Βέμπο, με το πάθος που διέκρινε την ερμηνεία της και το σκώμμα που έβγαινε απ' τη φωνή της μετέτρεπε το δέος για τους γκλοριόζους Μουσολίνι και Κόντε - Τσιάνο, καθώς και για τον "φοβερό" και "τρομερό" Γκράτσι, σε καγχασμό, καζούρα και γελιοποίηση:
Πού' σαι, ωρέ Μπενίτο;
Κρυμμένος στη σπηλιά!
Ωρέ, κατέβα παρακάτω!
Φοβάμαι τον τσολιά!
Σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα ολόκληρη η Ελλάδα τραγουδούσε μαζί της το "Βάζει ο Ντούτσε τη στολή του" και το "Κορόϊδο Μουσολίνι". Τα τηλέφωνα του σταθμού ανάβουν κατά την διάρκεια των εκπομπών. Της ζητούν να επαναλάβει τα τραγούδια, και η Σοφία, αδιαμαρτύρητα, τραγουδάει με τις ώρες. Το ΓΕΣ στέλνει τους δίσκους της σ' όλες τις μονάδες, και ο ελληνικός στρατός πολεμάει συντροφιά με τη φωνή της:
Παιδιά, της Ελλάδος παιδιά,
που σκληρά πολεμάτε πάνω στα βουνά.
Όλοι οι τραγουδιστές της εποχής εκείνης τραγούδησαν σατυρικά και πατριωτικά τραγούδια. Τα παθητικά ταγκό και οι ρούμπες είχαν παρωδηθεί με στίχους που γελοιοποιούσαν το Μουσολίνι και τον περιβόητο στρατό του. Η δύναμη της ερμηνείας της Βέμπο, το μεγάλο υποκριτικό της ταλέντο και το σκώμμα που έβγαινε από την ερμηνεία της, μαζί με το γεγονός ότι εκείνη την εποχή ήταν το πρώτο αστέρι του ελληνικού τραγουδιού, την έκαναν να ξεχωρίζει. Το πάθος με το οποίο τραγουδούσε τα ερωτικά ταγκό είχε μετατραπεί σε επική έξαρση, σε δυνατή ειρωνεία και σαρκασμό, που γκρεμίζουν αυτοκρατορίες και γελοιοποιούν στρατούς και έθνη. Τους δίσκους της τους μετέδιδε συνεχώς ο ραδιοφωνικός σταθμός του BBC. Η Σοφία ζούσε τις συγκλονιστικότερες μέρες της ζωής της. Ένας λαός ολόκληρος κρεμόταν από τα χείλη της. Η φωνή της, πότε επική, πότε αιχμηρή σαν ξιφολόγχη, πότε γεμάτη καγχασμό και ειρωνεία, άναβε φλόγες στις καρδιές και τις γέμιζε με ελπίδα για τη νίκη.
- ΕΞΩΤΕΡΙΚΟ, ΕΠΙΤΥΧΙΕΣ, ΑΥΛΑΙΑ
Οι απειλές που θα δεχθεί η Βέμπο από θιασώτες τους φασιστικού κινήματος, η μετέπειτα σύλληψη της από τους Γερμανούς, η επίσημη απαγόρευση του Ιταλικού Φρουραρχείου σχετικά με τις εμφανίσεις στο θέατρο, η φυγή της στη Μέση Ανατολή και η δυναμική παρουσία της στη Αίγυπτο, στο Κάιρο και την Αλεξάνδρεια, όπου βρίσκεται ένας σημαντικό κομμάτι ελληνικού πληθυσμού αλλά και τμήματα του ελληνικού στρατού, από παραστάσεις που συχνά έχουν φιλανθρωπικό χαρακτήρα και σκοπό την ανύψωση του ηθικού, εμψύχωση και ψυχαγωγία των διαφόρων στρατιωτικών μονάδων, και η ανάλογη δράση της κατά την επιστροφή της, το Φλεβάρη του 1946 στα πάτρια εδάφη, θα μεγεθύνουν την αίγλη μύθου της.
Η Βέμπο το Μάη του 1947 αναχωρεί για την Αμερική όπου πραγματοποιεί περιοδεία δύο ετών, ταξιδεύει σε Παρίσι, Κάιρο κα Αλεξάνδρεια και στη συνέχεια πραγματοποιεί τουρνέ στην Αφρική. Γυρίζει στην Ελλάδα την άνοιξη του 1950 με τα απαραίτητα υλικά εφόδια για την πραγματοποίηση του μεγάλου ονείρου της: να φτιάξει το δικό της θέατρο, στην οδό Καρόλου στο Μεταξουργείο, σημείο όπου αποτελούσε εκείνη την εποχή θεατρική πιάτσα. Το 1955 συμμετέχει στην ταινία «Στέλλα» του Μιχάλη Κακογιάννη τραγουδώντας συνθέσεις του Μάνου Χατζιδάκι σε στίχους του συνθέτη: “Το φεγγάρι είναι κόκκινο”, “Ο μήνας έχει δεκατρείς”.
Μέχρι εκείνη τουλάχιστον την στιγμή ο θρύλος της καλά κρατεί και η ίδια φροντίζει να τον συντηρεί με την παρουσία της στο σανίδι και τις επιδόσεις της. Στο διάβα των καιρών τα σημάδια του χρόνου θ' αρχίσουν να βαραίνουν την γυναίκα και ερμηνεύτρια, η φωνή της θα γίνει λιγότερο βροντερή και εύκαμπτη, και οι εμφανίσεις στο θέατρο και την δισκογραφία θα αραιώσουν. Οι σποραδικές επιστροφές της πάντα όμως θα έχουν από τους πιστούς της την υποδοχή που αρμόζει σε μια κυρία που ορισμένοι χαρακτήρισαν ως "Η Φωνή Της Ελλάδας".
Το Νοέμβρη του 1973, την βραδιά των θλιβερών αλλά και ηρωικών γεγονότων του Πολυτεχνείου η Βέμπο θα περιθάλψει στην οικία της, Πατησίων και Στουρνάρη, πολλούς τραυματισμένους φοιτητές αγνοώντας κάθε κίνδυνο και συνέπεια. Για μια ακόμη φορά θα στρέψει πάνω τα φώτα των διεθνών ΜΜΕ που θα μιλήσουν για μια ακόμη φορά για τον ανυπότακτο, ατρόμητο και ακέραιο χαρακτήρα της, για την ερμηνεύτρια που ταύτισε την παρουσία της με τα γενναίο "Παιδιά της Ελλάδος".
Η Σοφία Βέμπο έφυγε από την ζωή στις 11 Μαρτίου του 1978. Την επομένη, στην κηδεία της στο Ά Νεκροταφείο -τελευταία Κυριακή της Αποκριάς, μια μέρα κρύα και βροχερή - σημειώθηκε λαϊκό προσκύνημα από χιλιάδες κόσμου που απέδειξαν με τον πιο θαυμαστό τρόπο ότι δεν ξεχνούν αυτούς που μίλησαν με τρόπο μοναδικό και απαράμιλλο στον ενικό της καρδιάς τους.
τους όσο και στα κατοπινά χρόνια. Ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος και η
εμπλοκή της Ελλάδας σε αυτόν, με τα θρυλικά αλλά και μαυροντυμένα,
σκοτεινά και σε πολλές περιπτώσεις θλιβερά επακόλουθά του έχουν
αφήσει έντονα χνάρια στις ζωές μας, ορισμένα εκ των οποίων,
θα τολμούσα να πω ότι δεν έχουν σβήσει ολοσδιόλου
Μην ξεχνάμε τον Εμφύλιο πόλεμο που θα ξεσπάσει μετά την απελευθέρωση από τον γερμανικό ζυγό και που οι συνέπειες του μάτωσαν τον τόπο και τους ανθρώπους για δεκαετίες μετά τη λήξη του, φτάνοντας μέχρι και τις μέρες μας Τα γεγονότα αυτά, επηρέασαν όπως είναι φυσικό το τραγούδι και τους δημιουργούς του που αντλούσαν την θεματολογία τους μέσα από την καθημερινότητα και τον μικρόκοσμό τους.
- ΠΑΙΔΙΑ, ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΠΑΙΔΙΑ
Η Σοφία Βέμπο χρίζεται ως "Η Τραγουδίστρια Της Νίκης" εμψυχώνοντας με την βροντερή και ευαίσθητη συνάμα ερμηνεία της έναν ολόκληρο λαό που αγωνίζεται με σθένος και ομοψυχία σε μια άνιση δοκιμασία στην οποία παραδόξως, ως νέος Δαυίδ ενάντια στον Γολιάθ, βγαίνει αρχικά νικητής. Η 28η Οκτωβρίου φέρνει ραγδαίες αλλαγές στο τραγούδι, που στην περίπτωση του "ελαφρού" σχετίζεται άμεσα με την Επιθεώρηση. Η Βέμπο είναι είδη μια βασίλισσα του μουσικού θεάματος και της δισκογραφίας.
Ο Ανδρέας Μαμάης συγγραφέας του βιβλίου "Σοφία Βέμπο - Η Φωνή Της Ελλάδας" (εκδόσεις Κέδρος, 2001) μας μεταφέρει με παραστατικό τρόπο στο πως η Βέμπο, με το αισθητήριο, το ένστικτο, την προσωπικότητα και τις επιλογές της σε συνδυασμό με τις συγκυρίες των καιρών αναδείχθηκε σε πρότυπο κουράγιου και αντίστασης στις ταραγμένες εκείνες στιγμές που βίωνε ο τόπος μας αλλά και όλη η υφήλιος:
Το πρωινό της 28ης Οκτωβρίου, η Σοφία, όπως και όλη οι Αθηναίοι, ξύπνησε από τον θόρυβο των σειρήνων. "Πόλεμος, Σοφία μου!" φώναξε με δέος ο πατέρας της μόλις την αντίκρισε. "Οι Ιταλοί μας κήρυξαν τον πόλεμο!" Αναστατωμένη η Σοφία φόρεσε τη ρόμπα της και βγήκε στο μπαλκόνι. Η πλατεία Εξαρχείων ήταν πλημμυρισμένη από κόσμο που ξεφώνιζε από ενθουσιασμό. Η καρδιά της άρχισε να χτυπάει με γοργούς ρυθμούς. Τα' χε χαμένα. Δεν ήξερε πως να αντιδράσει. Τα αδέρφια της απουσίαζαν. Ο μικρός υπηρετούσε τη θητεία του και ο Τζώρτζης βρισκόταν στη Θεσσαλονίκη για δουλειές. Ήταν τρεις γυναίκες ολομόναχες στο σπίτι κι ένας γέρος σακάτης από την ημιπληγία. Το θέατρο Μοντιάλ, καθώς και όλα τα θέατρα της Αθήνας, έκλεισαν την ίδια μέρα.
Στις αρχές Νοεμβρίου κάλεσε ο Μακέδος τη Σοφία και συζήτησε μαζί της την απόφασή του να δημιουργήσει στο Μοντιάλ ένα είδος βαριετέ, με επικεφαλής την ίδια, και το πρόγραμμα της Όασης του Ζαππείου που παρουσίαζε ο Μίμης Τραϊφόρος. Η Σοφία συμφώνησε και σε λίγες μέρες ξεκίνησαν. Ο τίτλος της επιθεώρησης ήταν Πολεμική Αθήνα. Ο θίασος αποτελούνταν από τα πιο λαμπερά ονόματα του μουσικού θεάτρου: Άννα και Μαρία Καλουτά, Μίμη Κοκκίνη, Μάνο Φιλιππίδη, Μαρίκα Νέζερ, Λίτσα λαζαρίδου, Νανά Σκιαδά, Γεωργία βασιλειάδου, Αλίκη Βέμπο, και το βαρύ πυροβολικό Σοφία Βέμπο, που χαλούσε κόσμο με το τραγούδι της "Στη Λαρ' σα βγαίν' ο Αυγερινός". Μαζί τους κια το βαριετέ της Όασης, με τους Μίμη Τραϊφόρο, Μητσάρα, Τρίο Βάμπαρη, Ντούο Σουλς. Χορευτής - χορογράφος ο Άγγελος Γριμάνης. Η επιτυχία ήταν πολύ μεγάλη. Στο θέατρο γινόταν το αδιαχώρητο κάθε βράδυ…
Το Μοντιάλ γρήγορα μιμήθηκαν και άλλα θέατρα. Η Μαρίκα Κοτοπούλη στο Ρεξ ανέβασε τα Πολεμικά Παναθήναια. Η Κατερίνα στο Κεντρικόν τις Πολεμικές Καντρίλιες. Ο Κώστας Μουσούρης στο θέατρό του την επιθεώρηση Μπράβο Κολονέλο. Στο Αλάμπρα το Πολεμικό Τσαρούχι. Ο Αργυρόπουλος το Φινίτο Μπενίτο, και στο Βρετάνια το Κορόιδο Μουσολίνι.
Ένα βράδυ, η Βέμπο άκουσε τη Βλαχοπούλου να τραγουδάει στη σκηνή μια παρωδία γραμμένη πάνω στη "Διαμάντω" του Βέλλα, το "Πατρίδα, πατρίδα". Ρώτησε και έμαθε πως την είχε γράψει ο Τραϊφόρος. Τον Τραϊφόρο όμως δεν τον συμπαθούσε και τον απέφευγε συστηματικά. Παρ' όλα αυτά η επιτακτική ανάγκη να έχει κι αυτή ένα παρόμοιο τραγούδι την έκανε να βάλει στη μπάντα τους εγωισμούς και να τον πλησιάσει. “Κύριε Τραϊφόρε”, του είπε το ίδιο βράδυ, “μ' αρέσει πολύ η παρωδία σας που τραγουδάει η Βλαχοπούλου. Θα μπορούσατε να μου γράψετε και μένα μια παρόμοια πάνω στο τραγούδι μου Ζεχρά”. Ο Τραϊφόρος, που τη θαύμαζε από χρόνια αλλά την έβλεπε και σαν φρούριο απόρθητο, πέταξε από τη χαρά του. Το να τραγουδήσει στίχους του η Βέμπο ήταν γι' αυτόν η ευκαιρία της ζωής του. Χωρίς να χάσει χρόνο, το ίδιο βράδυ στο θέατρο σκάρωσε την παρωδία της "Ζεχράς". Για το μεγάλο ταλέντο του ήταν κάτι πολύ απλό. Της την έδωσε γραμμένη, κι η Σοφία μόλις την διάβασε, ενθουσιάστηκε τόσο πολύ που αυθόρμητα τού' δωσε ένα φιλί στο μάγουλο. Το μεγάλο του ταλέντο και η ταχύτητα με την οποία είχε γράψει το τραγούδι την έκαναν να νοιώσει ένα δυνατό σκίρτημα στην καρδιά της. Θαύμαζε τους ανθρώπους που έγραφαν ωραίους στίχους, γιατί έδινε μεγαλύτερη σημασία στο στίχο απ' ότι στη μουσική ενός τραγουδιού. Διαφώνησε μόνο για την τελευταία στροφή, που έλεγε: " Ανδεν βγείτε νικηταί, να μην έρθετε ποτέ", κάτι αντίστοιχο του σπαρτιάτικου "Ή ταν ή επί τας" δηλαδή. Ο Τραϊφόρος χωρίς να φέρει αντίρρηση, το πήρε και σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα της το επέστρεψε διορθωμένο: "Με της Νίκης τα κλαδιά, σας προσμένουμε παιδιά". Το ίδιο βράδυ η Σοφία, στη βραδινή παράσταση, το τραγούδησε από το χαρτί και έγινε αλαλαγμός στην πλατεία από την συγκίνηση. Την επόμενη κιόλας μέρα το γραμμοφώνησε μαζί με το "Πατρίδα, πατριδα".
Ο ραδιοφωνικός σταθμός Αθηνών την κάλεσε και της ζήτησε συνεργασία, παραχωρώντας της μια ώρα την ημέρα να τραγουδάει ζωντανά με το συγκρότημά της. Έτσι η Σοφία δημιούργησε μια μικρή ορχήστρα με τον Μουσχούτη στο πιάνο, τον Μένιο M ανωλιτσάκη στο ακορντεόν και τον Αβατάγγελο στο βιολί, και μαζί με τον Τραϊφόρο, σαν κονφερασιέ, και την Αλίκη γυρνούσαν κάθε μέρα από νοσοκομείο σε νοσοκομείο ψυχαγωγώντας τους τραυματίες που επέστρεφαν από το μέτωπο. Ο συγγραφέας και στιχουργός Γιώργος Θίσβιος παρώδησε τη μεγάλη επιτυχία της "Στη Λαρ' σα βγαίν' ο Αυγερινός" σε "Στον πόλεμο βγαίν' ο Ιταλός" και το "Πλέκει η Μάρω το προικιό της" σε "Βάζει ο Ντούτσε τη στολή του". Ο Γιώργος Οικονομίδης που υπηρετούσε φαντάρος, το ιταλικό "Καμπανιόλα Μπέλα" σε "Κορόιδο Μουσολίνι". Της τα πήγαινε και η Σοφία τα λανσάρισε στο ραδιόφωνο καισ τη συνέχεια από τη σκηνή του Μοντιάλ. Τα τραγουδούσε μπροστά σ' ένα έξαλλο από ενθουσιασμό ακροατήριο. Τραγουδούσε για ώρες κάθε μέρα από το ραδιόφωνο, ενώ ο εκφωνητής ανακοίνωνε τη μια νίκη μετά την άλλη του ελληνικού στρατού, ο οποίος προχωρούσε ακάθεκτος μέσα στο αλβανικό έδαφος και μέχρι το Δεκέμβριο είχε καταλάβει τις πόλεις Αργυρόκαστρο, Δελβίνο, Πόγραδετς, Μοσχούπολη, Πρεμετή, Κορυτσά. Ο ενθουσιασμός στα μετόπισθεν είχε φτάσει στο αποκορύφωμα. Η Βέμπο, με το πάθος που διέκρινε την ερμηνεία της και το σκώμμα που έβγαινε απ' τη φωνή της μετέτρεπε το δέος για τους γκλοριόζους Μουσολίνι και Κόντε - Τσιάνο, καθώς και για τον "φοβερό" και "τρομερό" Γκράτσι, σε καγχασμό, καζούρα και γελιοποίηση:
Πού' σαι, ωρέ Μπενίτο;
Κρυμμένος στη σπηλιά!
Ωρέ, κατέβα παρακάτω!
Φοβάμαι τον τσολιά!
Σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα ολόκληρη η Ελλάδα τραγουδούσε μαζί της το "Βάζει ο Ντούτσε τη στολή του" και το "Κορόϊδο Μουσολίνι". Τα τηλέφωνα του σταθμού ανάβουν κατά την διάρκεια των εκπομπών. Της ζητούν να επαναλάβει τα τραγούδια, και η Σοφία, αδιαμαρτύρητα, τραγουδάει με τις ώρες. Το ΓΕΣ στέλνει τους δίσκους της σ' όλες τις μονάδες, και ο ελληνικός στρατός πολεμάει συντροφιά με τη φωνή της:
Παιδιά, της Ελλάδος παιδιά,
που σκληρά πολεμάτε πάνω στα βουνά.
Όλοι οι τραγουδιστές της εποχής εκείνης τραγούδησαν σατυρικά και πατριωτικά τραγούδια. Τα παθητικά ταγκό και οι ρούμπες είχαν παρωδηθεί με στίχους που γελοιοποιούσαν το Μουσολίνι και τον περιβόητο στρατό του. Η δύναμη της ερμηνείας της Βέμπο, το μεγάλο υποκριτικό της ταλέντο και το σκώμμα που έβγαινε από την ερμηνεία της, μαζί με το γεγονός ότι εκείνη την εποχή ήταν το πρώτο αστέρι του ελληνικού τραγουδιού, την έκαναν να ξεχωρίζει. Το πάθος με το οποίο τραγουδούσε τα ερωτικά ταγκό είχε μετατραπεί σε επική έξαρση, σε δυνατή ειρωνεία και σαρκασμό, που γκρεμίζουν αυτοκρατορίες και γελοιοποιούν στρατούς και έθνη. Τους δίσκους της τους μετέδιδε συνεχώς ο ραδιοφωνικός σταθμός του BBC. Η Σοφία ζούσε τις συγκλονιστικότερες μέρες της ζωής της. Ένας λαός ολόκληρος κρεμόταν από τα χείλη της. Η φωνή της, πότε επική, πότε αιχμηρή σαν ξιφολόγχη, πότε γεμάτη καγχασμό και ειρωνεία, άναβε φλόγες στις καρδιές και τις γέμιζε με ελπίδα για τη νίκη.
- ΕΞΩΤΕΡΙΚΟ, ΕΠΙΤΥΧΙΕΣ, ΑΥΛΑΙΑ
Οι απειλές που θα δεχθεί η Βέμπο από θιασώτες τους φασιστικού κινήματος, η μετέπειτα σύλληψη της από τους Γερμανούς, η επίσημη απαγόρευση του Ιταλικού Φρουραρχείου σχετικά με τις εμφανίσεις στο θέατρο, η φυγή της στη Μέση Ανατολή και η δυναμική παρουσία της στη Αίγυπτο, στο Κάιρο και την Αλεξάνδρεια, όπου βρίσκεται ένας σημαντικό κομμάτι ελληνικού πληθυσμού αλλά και τμήματα του ελληνικού στρατού, από παραστάσεις που συχνά έχουν φιλανθρωπικό χαρακτήρα και σκοπό την ανύψωση του ηθικού, εμψύχωση και ψυχαγωγία των διαφόρων στρατιωτικών μονάδων, και η ανάλογη δράση της κατά την επιστροφή της, το Φλεβάρη του 1946 στα πάτρια εδάφη, θα μεγεθύνουν την αίγλη μύθου της.
Η Βέμπο το Μάη του 1947 αναχωρεί για την Αμερική όπου πραγματοποιεί περιοδεία δύο ετών, ταξιδεύει σε Παρίσι, Κάιρο κα Αλεξάνδρεια και στη συνέχεια πραγματοποιεί τουρνέ στην Αφρική. Γυρίζει στην Ελλάδα την άνοιξη του 1950 με τα απαραίτητα υλικά εφόδια για την πραγματοποίηση του μεγάλου ονείρου της: να φτιάξει το δικό της θέατρο, στην οδό Καρόλου στο Μεταξουργείο, σημείο όπου αποτελούσε εκείνη την εποχή θεατρική πιάτσα. Το 1955 συμμετέχει στην ταινία «Στέλλα» του Μιχάλη Κακογιάννη τραγουδώντας συνθέσεις του Μάνου Χατζιδάκι σε στίχους του συνθέτη: “Το φεγγάρι είναι κόκκινο”, “Ο μήνας έχει δεκατρείς”.
Μέχρι εκείνη τουλάχιστον την στιγμή ο θρύλος της καλά κρατεί και η ίδια φροντίζει να τον συντηρεί με την παρουσία της στο σανίδι και τις επιδόσεις της. Στο διάβα των καιρών τα σημάδια του χρόνου θ' αρχίσουν να βαραίνουν την γυναίκα και ερμηνεύτρια, η φωνή της θα γίνει λιγότερο βροντερή και εύκαμπτη, και οι εμφανίσεις στο θέατρο και την δισκογραφία θα αραιώσουν. Οι σποραδικές επιστροφές της πάντα όμως θα έχουν από τους πιστούς της την υποδοχή που αρμόζει σε μια κυρία που ορισμένοι χαρακτήρισαν ως "Η Φωνή Της Ελλάδας".
Η Σοφία Βέμπο έφυγε από την ζωή στις 11 Μαρτίου του 1978. Την επομένη, στην κηδεία της στο Ά Νεκροταφείο -τελευταία Κυριακή της Αποκριάς, μια μέρα κρύα και βροχερή - σημειώθηκε λαϊκό προσκύνημα από χιλιάδες κόσμου που απέδειξαν με τον πιο θαυμαστό τρόπο ότι δεν ξεχνούν αυτούς που μίλησαν με τρόπο μοναδικό και απαράμιλλο στον ενικό της καρδιάς τους.
Η Σοφία Βέμπο (Καλλίπολη Ανατολικής Θράκης, 1910 – Αθήνα, 11 Μαρτίου 1978) ήταν κορυφαία Ελληνίδα ερμηνεύτρια και ηθοποιός της οποίας η καλλιτεχνική πορεία εκτείνεται από το Μεσοπόλεμο έως τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια και τη δεκαετία του ’50.
Χαρακτηρίστηκε “Τραγουδίστρια της Νίκης” εξαιτίας των εθνικών τραγουδιών που ερμήνευσε κατά τη διάρκεια του Ελληνοιταλικού πολέμου του 1940.
Το πραγματικό της όνομα ήταν Έφη Μπέμπο. Γεννήθηκε στην Καλλίπολη της Ανατολικής Θράκης στις 10 Φεβρουαρίου του 1910 όπου ο πατέρας της Θεόδωρος Μπέμπος, καταγόμενος από την Τσαριτσάνη είχε εγκατασταθεί εκεί δουλεύοντας ως καπνεργάτης. Το 1912 η οικογένειά της μετεγκαταστάθηκε στη Κωνσταντινούπολη, όπου εκεί γεννήθηκε ο αδελφός της Γεώργιος, ο επιλεγόμενος Τζώρτζης, η αδελφή της Αλίκη και ο μικρότερος αδελφός της Ανδρέας. Το 1914 με την υπογραφή της ελληνοτουρκικής συμφωνίας ανταλλαγής πληθυσμών που συνομολόγησε η κυβέρνηση Ε. Βενιζέλου, η οικογένειά της αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την Κωνσταντινούπολη, όπου και επέστρεψε στη Τσαριτσάνη και από εκεί εγκαταστάθηκε μόνιμα στο Βόλο.
Στο Βόλο η Έφη Μπέμπο, μετά τις εγκύκλιες σπουδές της αναγκάστηκε λόγω φτώχειας να δουλεύει για να βοηθήσει την οικογένειά της. Έτσι ξεκίνησε να δουλεύει ταμίας στο κατάστημα “Φλωρία” του Βόλου. Παράλληλα της άρεσε η μουσική και αγοράζοντας μία κιθάρα άρχισε να εξασκείται σ’ αυτή με τη βοήθεια της φίλης της Μαρίτσας Χασάπη.
Τον Σεπτέμβριο του 1933 αποφάσισε να πάει στη Θεσσαλονίκη να βρει τον αδελφό της Τζώρτζη που σπούδαζε εκεί που είχε καιρό να στείλει γράμμα. Έτσι παίρνοντας την κιθάρα της επιβιβάστηκε στο Α/Π ΚΕΦΑΛΛΗΝΙΑ όπου στη διάρκεια του ταξιδιού της άρχισε με την κιθάρα της το τραγούδι. Σε ελάχιστο χρόνο όλοι οι επιβάτες του πλοίου και το πλήρωμα βρίσκονταν γύρω της και την χειροκροτούσαν ενθουσιασμένοι από τη φωνή της. Αυτή θεωρητικά ήταν και η πρώτη δημόσια εμφάνιση της Σοφίας.
Μεταξύ των επιβατών ήταν και ένας καλλιτεχνικός διευθυντής που, ακούγοντάς την, ενθουσιάστηκε τόσο πολύ που στο τέλος την πλησίασε και της συστήθηκε, Κωνσταντίνος Τσίμπας, ήταν ο μεγαλύτερος ιμπρεσάριος της Θεσσαλονίκης, (που αργότερα αποδείχθηκε και πράκτορας των Γερμανών), ο οποίος και πρότεινε στη Μπέμπο με την άφιξή της στη Θεσσαλονίκη να δουλέψει στο μεγάλο κοσμικό κέντρο ΑΣΤΟΡΙΑ. Φθάνοντας η Μπέμπο στη Θεσσαλονίκη όπου την περίμενε ο αδελφός της συζήτησε την πρόταση του Τσίμπα όπου και με τη συγκατάθεση εκείνου η Μπέμπο την επομένη ξεκίνησε τις πρώτες καλλιτεχνικές της εμφανίσεις, όπου οι θαμώνες κάθε βράδυ παρέτειναν το πρόγραμμά της με τα συνεχή χειροκροτήματά τους.
Αρχήκαριέρας
Μέσα σε μια μόλις εβδομάδα η φήμη της έχει φθάσει στην Αθήνα όπου και αμέσως της γίνεται πρόταση να εμφανιστεί στο θέατρο του Φώτη Σαμαρτζή. Η Μπέμπο, ενημερώνοντας σχετικά τους γονείς της που δεν έφεραν αντίρρηση, αποδέχθηκε την πρόταση και στις 25 Οκτωβρίου του 1933 βρίσκεται στην αθηναϊκή σκηνή του θεάτρου “Κεντρικόν”, του Φώτη Σαμαρτζή, στη πλατεία Κολοκοτρώνη, συμμετέχοντας στην επιθεώρηση “Παπαγάλος 33”, με τον θίασο Σαμαρτζή – Μηλιάδη.
Στην επιθεώρηση αυτή η Μπέμπο παρουσιαζόταν σαν τσιγγάνα με μια κιθάρα με την οποία και απέδιδε το πρώτο της τραγούδι που ήταν “Μια γυναίκα πέρασε”. Η επιτυχία που είχε ήταν εκπληκτική, όταν στο τέλος υποκλίθηκε και περνώντας την κιθάρα της στον ώμο κατευθύνθηκε προς τα παρασκήνια, οι άλλοι ηθοποιοί της φώναζαν:
Που πας, δεν ακους τον κόσμο που σου φωνάζουν “μπιζ” –
Και τι με νοιάζει εμένα αν φωνάζουν μπιζ;
αποκρίθηκε η Μπέμπο, μη γνωρίζοντας τον όρο που σήμαινε επανάληψη.
Τέσσερις φορές χρειάστηκε η Μπέμπο να επαναλάβει αυτό το τραγούδι κατά τη πρεμιέρα προκειμένου να ικανοποιήσει το κοινό που παραληρούσε και χειροκροτούσε όρθιο. Στο τέλος της παράστασης όλοι οι ηθοποιοί την συνεχάρησαν λέγοντας της “μπράβο ήσουν υπέροχη”, μεταξύ των οποίων ο Ορέστης Μακρής, η Μαρίκα Νέζερ, ο Φώτης Αργυρόπουλος κ.ά.
Τότε υπέγραψε συμβόλαιο 10.000 δραχμών το μήνα, αστρονομικό για την εποχή εκείνη για έναν τραγουδιστή και για μία θεατρική περίοδο. Σημειώνεται μάλιστα ότι στη παράσταση αυτή ο Πολ Νορ την βάφτισε καλλιτεχνικά Σοφία Βέμπο (αντί Έφη Μπέμπο). Από εκείνη την πρώτη παράσταση η καλλιτεχνική εξέλιξη της Σοφίας Βέμπο πλέον, υπήρξε έντονα αλματώδης.
Προπολεμική καριέρα
Η πρώτη αυτή μεγάλη αναγνώριση της Σοφίας Βέμπο στο “αθηναϊκό κοινό” προκάλεσε την ανανέωση του συμβολαίου της και την εμφάνισή της σε δύο θέατρα, στο Κεντρικόν και το Μουντιάλ. Η φήμη της όμως έφθασε στην Αίγυπτο όπου η Βέμπο ανταποκρινόμενη στη πρόσκληση εμφανίζεται στο “Γκραν Τριανόν” της Αλεξάνδρειας με τεράστια και εκεί επιτυχία. Επιστρέφοντας, το 1934 συνεχίζει τις παραστάσεις της στο θερινό θέατρο του Σαμαρτζή επί της οδού Καρόλου με νέα τραγούδια που γράφονται γι΄ αυτήν και που γίνονται αμέσως επιτυχίες όπως τα “Μαύρα μου μάτια”, “Μη ζητάς φιλιά”, ενώ μαζί της εμφανίζεται και η αδελφή της Αλίκη.
Η ταραχώδης ζωή της Σοφίας Βέμπο
<p>Your browser does not support iframes.</p>
Κορυφαία Ελληνίδα τραγουδίστρια και ηθοποιός, δυναμική, ακούραστη, με πείσμα, με φιλοδοξίες και όνειρα, μια ντίβα που λατρεύτηκε, μια γυναίκα που μίλησε στις καρδιές με την φωνή της, που αγάπησε παράφορα, αγαπήθηκε(;), διώχθηκε, τιμήθηκε και αναπαύτηκε με δόξα και τιμή. Κυρίες και κύριοι η "Τραγουδίστρια της Νίκης" Σοφία Βέμπο.
Το ημερολόγιο έδειχνε 10 Φεβρουαρίου 1910. Η Σοφία Μπέμπο, γεννιέται στην Καλλίπολη της Θράκης. Ο πατέρας της Θανάσης, εργάζεται ως καπνεργάτης και κοπιάζει να μεγαλώσει τα παιδιά του, την Σοφία, την Αλίκη, τον Τζώρτζη και τον Ανδρέα, μετά την μετανάστευσή τους στην Πόλη. Το 1914 στα πλαίσια της ανταλλαγής πληθυσμών με την Τουρκία, επί Κυβερνήσεως Ε. Βενιζέλου, η οικογένεια έρχεται στο Βόλο.
Τα χρόνια δύσκολα, φτώχεια και πείνα. Η Σοφία μεγαλώνοντας λίγο, ψάχνει για δουλειά. Ξεκινάει να εργάζεται ως ταμίας σε γνωστό κατάστημα της περιοχής και επειδή της αρέσει η μουσική, αγοράζει μια κιθάρα και μαθαίνει να παίζει τις πρώτες νότες. Έτσι κάπως ξεκινάει η ιστορία της ζωής της.
Το μεγάλο της ταλέντο, ανακάλυψε ένας ιμπρεσάριος, ο Κωνσταντίνος Τσίμπας, όταν την άκουσε να τραγουδά στην πλώρη του πλοίου Α/Π ΚΕΦΑΛΛΗΝΙΑ, με το οποίο η Σοφία ταξίδευε από τον Βόλο προς την Θεσσαλονίκη, για να συναντήσει τον αδελφό της Τζώρτζη.
Η πρώτη της εμφάνιση έγινε στο κοσμικό κέντρο της συμπρωτεύουσας ΑΣΤΟΡΙΑ. Ο κόσμος την αποθεώνει κάθε βράδυ και η φήμη της ταξιδεύει μέχρι την Αθήνα. Με την σύμφωνη γνώμη των γονιών της, η Μπέμπο, αποδέχεται την πρόταση μεγαλοεπιχειρηματία να κατεβεί στην πρωτεύουσα. Ήταν 10 Οκτωβρίου του 1933.
Όλα ήταν έτοιμα για να την υποδεχτεί τον αθηναϊκό κοινό. Ντυμένη τσιγγάνα, η Μπέμπο εμφανιζόταν με την κιθάρα της και ερμήνευε το "Μια γυναίκα πέρασε". Στην πρεμιέρα μάλιστα, όπως αναφέρεται στην βιογραφία της, μόλις ολοκλήρωσε το πρόγραμμά της υποκλίθηκε και χάθηκε πίσω στα παρασκήνια. Στο ενθουσιασμένο κοινό, που την χειροκροτούσε, επίμονα εκείνο το βράδυ, εμφανίσθηκε 4 φορές! Στις πρώτες θέσεις κάθονταν ο Ορέστης Μακρής, ο Φώτης Αργυρόπουλος και η Μαρίκα Νέζερ.
Υπέγραψε το πρώτο της συμβόλαιο, ύψους 10.000 δραχμών! Το καλλιτεχνικό όνομα Βέμπο, της δόθηκε από τον Πόλ Νορ.
Η δισκογραφική εταιρία Κολούμπια, αρνήθηκε να ηχογραφήσει τραγούδια της, επειδή η φωνή της δεν είχε το "στυλ" της εποχής. Δέχτηκε όμως η εταιρία Παρλοφόν και μετά την επιτυχία του δίσκου της "Μη ζητάς φιλιά", η Κολούμπια προσέγγισε την Βέμπο, με συμβόλαιο μεγάλης περιόδου.
Η πρώτη της κινηματογραφική δουλειά, έγινε στην Αίγυπτο το 1937. Προσκεκλημένη να τραγουδήσει στο "Γκράν Τριανόν" ως σούπερ Ελληνίδα ντίβα της εποχής, δέχεται την πρόταση ενός μεγάλου κινηματογραφικού παραγωγού του Τόγκο Μιζράχι, να γίνει η μούσα του στην νέα ταινία που ετοιίμαζε με τίτλο "Η προσφυγοπούλα".
Ακολούθησαν γυρίσματα για λογαριασμό αμερικανικής εταιρίας που ήθελε την Ελληνίδα στάρ, οπωσδήποτε στα πλάνα του. Με θέα
Το ημερολόγιο έδειχνε 10 Φεβρουαρίου 1910. Η Σοφία Μπέμπο, γεννιέται στην Καλλίπολη της Θράκης. Ο πατέρας της Θανάσης, εργάζεται ως καπνεργάτης και κοπιάζει να μεγαλώσει τα παιδιά του, την Σοφία, την Αλίκη, τον Τζώρτζη και τον Ανδρέα, μετά την μετανάστευσή τους στην Πόλη. Το 1914 στα πλαίσια της ανταλλαγής πληθυσμών με την Τουρκία, επί Κυβερνήσεως Ε. Βενιζέλου, η οικογένεια έρχεται στο Βόλο.
Τα χρόνια δύσκολα, φτώχεια και πείνα. Η Σοφία μεγαλώνοντας λίγο, ψάχνει για δουλειά. Ξεκινάει να εργάζεται ως ταμίας σε γνωστό κατάστημα της περιοχής και επειδή της αρέσει η μουσική, αγοράζει μια κιθάρα και μαθαίνει να παίζει τις πρώτες νότες. Έτσι κάπως ξεκινάει η ιστορία της ζωής της.
Το μεγάλο της ταλέντο, ανακάλυψε ένας ιμπρεσάριος, ο Κωνσταντίνος Τσίμπας, όταν την άκουσε να τραγουδά στην πλώρη του πλοίου Α/Π ΚΕΦΑΛΛΗΝΙΑ, με το οποίο η Σοφία ταξίδευε από τον Βόλο προς την Θεσσαλονίκη, για να συναντήσει τον αδελφό της Τζώρτζη.
Η πρώτη της εμφάνιση έγινε στο κοσμικό κέντρο της συμπρωτεύουσας ΑΣΤΟΡΙΑ. Ο κόσμος την αποθεώνει κάθε βράδυ και η φήμη της ταξιδεύει μέχρι την Αθήνα. Με την σύμφωνη γνώμη των γονιών της, η Μπέμπο, αποδέχεται την πρόταση μεγαλοεπιχειρηματία να κατεβεί στην πρωτεύουσα. Ήταν 10 Οκτωβρίου του 1933.
Όλα ήταν έτοιμα για να την υποδεχτεί τον αθηναϊκό κοινό. Ντυμένη τσιγγάνα, η Μπέμπο εμφανιζόταν με την κιθάρα της και ερμήνευε το "Μια γυναίκα πέρασε". Στην πρεμιέρα μάλιστα, όπως αναφέρεται στην βιογραφία της, μόλις ολοκλήρωσε το πρόγραμμά της υποκλίθηκε και χάθηκε πίσω στα παρασκήνια. Στο ενθουσιασμένο κοινό, που την χειροκροτούσε, επίμονα εκείνο το βράδυ, εμφανίσθηκε 4 φορές! Στις πρώτες θέσεις κάθονταν ο Ορέστης Μακρής, ο Φώτης Αργυρόπουλος και η Μαρίκα Νέζερ.
Υπέγραψε το πρώτο της συμβόλαιο, ύψους 10.000 δραχμών! Το καλλιτεχνικό όνομα Βέμπο, της δόθηκε από τον Πόλ Νορ.
Η δισκογραφική εταιρία Κολούμπια, αρνήθηκε να ηχογραφήσει τραγούδια της, επειδή η φωνή της δεν είχε το "στυλ" της εποχής. Δέχτηκε όμως η εταιρία Παρλοφόν και μετά την επιτυχία του δίσκου της "Μη ζητάς φιλιά", η Κολούμπια προσέγγισε την Βέμπο, με συμβόλαιο μεγάλης περιόδου.
Η πρώτη της κινηματογραφική δουλειά, έγινε στην Αίγυπτο το 1937. Προσκεκλημένη να τραγουδήσει στο "Γκράν Τριανόν" ως σούπερ Ελληνίδα ντίβα της εποχής, δέχεται την πρόταση ενός μεγάλου κινηματογραφικού παραγωγού του Τόγκο Μιζράχι, να γίνει η μούσα του στην νέα ταινία που ετοιίμαζε με τίτλο "Η προσφυγοπούλα".
Ακολούθησαν γυρίσματα για λογαριασμό αμερικανικής εταιρίας που ήθελε την Ελληνίδα στάρ, οπωσδήποτε στα πλάνα του. Με θέα
την Ακρόπολη και τον Εθνικό κήπο, η Σοφία Βέμπο έγραφε ιστορία!
Αργότερα, θα παίξει και θα τραγουδήσει, στην ταινία του Μιχάλη Κακογιάννη "Στέλλα". Υποδύεται την Μαρία που έχει τον "Παράδεισο" κι εμφανίζεται εκεί η Στέλλα.
Την 28η Οκτωβρίου 1940 ο εκφωνητής του ραδιοφωνικού προγράμματος του Ζαππείου, Κώστας Σταυρόπουλος, διακόπτει ξαφνικά το τραγούδι της Βέμπο που ερμηνεύει ζωντανά το "Μας χωρίσει ο πόλεμος" και ανακοινώνει την επίθεση του Ιταλικού στρατού εναντίων της Ελλάδας. Ο πόλεμος ξεκινούσε και εκείνη σαν τρελή, βγαίνει στους δρόμους τρέχοντας και βρίσκει καταφύγιο στο σπίτι μιας φίλης της.
Προσφέρει, εκείνη την εποχή, στο Ελληνικό Ναυτικό 2.000 χρυσές λίρες για να στηρίξει τον αγώνα εναντίων των κατακτητών. Η δική της αντίσταση είναι να συνεχίσει
Αργότερα, θα παίξει και θα τραγουδήσει, στην ταινία του Μιχάλη Κακογιάννη "Στέλλα". Υποδύεται την Μαρία που έχει τον "Παράδεισο" κι εμφανίζεται εκεί η Στέλλα.
Την 28η Οκτωβρίου 1940 ο εκφωνητής του ραδιοφωνικού προγράμματος του Ζαππείου, Κώστας Σταυρόπουλος, διακόπτει ξαφνικά το τραγούδι της Βέμπο που ερμηνεύει ζωντανά το "Μας χωρίσει ο πόλεμος" και ανακοινώνει την επίθεση του Ιταλικού στρατού εναντίων της Ελλάδας. Ο πόλεμος ξεκινούσε και εκείνη σαν τρελή, βγαίνει στους δρόμους τρέχοντας και βρίσκει καταφύγιο στο σπίτι μιας φίλης της.
Προσφέρει, εκείνη την εποχή, στο Ελληνικό Ναυτικό 2.000 χρυσές λίρες για να στηρίξει τον αγώνα εναντίων των κατακτητών. Η δική της αντίσταση είναι να συνεχίσει
να τραγουδά. Μόνο που τα νέα της τραγούδια δεν μιλούν για την αγάπη, αλλά κρύβουν ειρωνεία και αστεϊσμούς για τον Ιταλό Μουσολίνι, μιλούν με περηφάνια για τα παιδιά της Ελλάδας.
Φτιάχνει μια μικρή ορχήστρα και τραγουδά στα νοσοκομεία, δίνοντας κουράγιο στους πληγωμένους στρατιώτες. Κάθε μέρα γινόταν αυτό , από τις 11 το πρωί μέχρι την 1 το μεσημέρι. Μετά τον άγριο ξυλοδαρμό της στο δρόμο, μετά από συστάσεις της Κομαντατούρ και έρευνες στο σπίτι της, οι Γερμανοί της αφαιρούν την άδεια εργασίας, για να μην τραγουδά. Η ζωή της πλέον κινδυνεύει. Διαφεύγει στην Μέση Ανατολή, με το υποβρύχιο "Λάμπρος Κατσώνης" με ένα άκρως καλά οργανωμένο σχέδιο, του ταγματάρχη Γιάννη Τσιγόντε.
Στην Συρία, ζητά από την εξόριστη Ελληνική Κυβέρνηση, να εργαστεί άμισθη, ως νοσοκόμα στον Ελληνικό στρατό. Ο υπουργός Π. Κανελλόπουλος, έκανε δεκτό το αίτημα αλλά με την διαφορά να της δίνει έναν μισθό. 28 λίρες τον μήνα. Εκείνη τα αρνήθηκε λέγοντας πως είναι πολλά, την στιγμή που ο κόσμος στην πατρίδα, πεινάει.
Όταν επέστρεψε στην Ελλάδα, δύο χρόνια αφού είχε τελειώσει ο πόλεμος, εκτός από την βαλίτσα με τα προσωπικά της είδη, έφερε μαζί της και άλλες δύο. Μια με αναμνηστικά δώρα και μια άλλη με ευχαριστήριες κάρτες. Αλλά δυστυχώς, χωρίς δραχμή στην τσέπη. Η Σοφία όσο διάστημα έμεινε στο εξωτερικό, εμφανιζόταν αφιλοκερδώς στο ξένο κοινό για να το αφυπνίσει. Για να μην αφήσει ημέρα να περάσει που να μην υπενθυμίσει τον αγώνα της χώρα της για ελευθερία.
Το 1946 κι ενώ βρίσκεται στην Κύπρο, λαμβάνει ένα τηλεγράφημα από το συμμαχικό στρατηγείο " «Ο συμμαχικός αγών σας οφείλει πολλά. Τιμής ένεκεν το συμμαχικό στρατηγείο επιθυμεί να είσθε ο πρώτος επίσημος Έλλην πολίτης που θα υποδεχθούν τα ελεύθερα Δωδεκάνησα. Ελληνικόν πολεμικόν αεροσκάφος θα σας μεταφέρει την 16ην Φεβρουαρίου 1946 και ώραν 8 εις την ελευθέραν Ρόδον». Η υποδοχή της από τον κόσμο, στο νησί, μοναδική!
Τον τίτλο "Η τραγουδίστρια της Νίκης" της τον απένειμε, ο ραδιοφωνικός σταθμός του BBC στην διάρκεια της κατοχής.
Το "Βάζει ο Ντούτσε την στολή του" είναι παρωδία του δημοτικού τραγουδιού "Πλέκει η Μάρω το προικιό της" του Γιώργου Θίσβιου.
Ο αμερικανικός Τύπος της εποχής, είχε συγκρίνει την Σοφία Βέμπο με την Μάρλεν Ντήτριχ. Το 1959 σε μια συνέντευξή της στην ΥΕΝΕΔ και στον δημοσιογράφο Ανδρέα Μαμάκη είχε δηλώσει πως δεν είχε προσφέρει τίποτα σημαντικό στον πόλεμο, αφού συνάνθρωποι της είχαν χάσει χέρια και πόδια. "Δεν έδωσα τίποτα απολύτως. Μια φωνή μόνο που εξακολουθώ να έχω".
Την δεκαετία του '60 κουρασμένη και καταβεβλημένη από τα προβλήματα της υγείας της, αραιώνει τις εμφανίσεις της. Το 1970 βάζει τέλος ακόμα και σε κοινωνικές εμφανίσεις. Το βράδυ των αιματηρών γεγονότων του Πολυτεχνείου, η Σοφία, ανοίγει την πόρτα του διαμερίσματός της σε κυνηγημένους φοιτητές και τους κρύβει. Μένει σε μια πολυκατοικία, στη γωνία Πατησίων και Στουρνάρη. Και δεν την ξανανοίγει, όσο κι αν
Φτιάχνει μια μικρή ορχήστρα και τραγουδά στα νοσοκομεία, δίνοντας κουράγιο στους πληγωμένους στρατιώτες. Κάθε μέρα γινόταν αυτό , από τις 11 το πρωί μέχρι την 1 το μεσημέρι. Μετά τον άγριο ξυλοδαρμό της στο δρόμο, μετά από συστάσεις της Κομαντατούρ και έρευνες στο σπίτι της, οι Γερμανοί της αφαιρούν την άδεια εργασίας, για να μην τραγουδά. Η ζωή της πλέον κινδυνεύει. Διαφεύγει στην Μέση Ανατολή, με το υποβρύχιο "Λάμπρος Κατσώνης" με ένα άκρως καλά οργανωμένο σχέδιο, του ταγματάρχη Γιάννη Τσιγόντε.
Στην Συρία, ζητά από την εξόριστη Ελληνική Κυβέρνηση, να εργαστεί άμισθη, ως νοσοκόμα στον Ελληνικό στρατό. Ο υπουργός Π. Κανελλόπουλος, έκανε δεκτό το αίτημα αλλά με την διαφορά να της δίνει έναν μισθό. 28 λίρες τον μήνα. Εκείνη τα αρνήθηκε λέγοντας πως είναι πολλά, την στιγμή που ο κόσμος στην πατρίδα, πεινάει.
Όταν επέστρεψε στην Ελλάδα, δύο χρόνια αφού είχε τελειώσει ο πόλεμος, εκτός από την βαλίτσα με τα προσωπικά της είδη, έφερε μαζί της και άλλες δύο. Μια με αναμνηστικά δώρα και μια άλλη με ευχαριστήριες κάρτες. Αλλά δυστυχώς, χωρίς δραχμή στην τσέπη. Η Σοφία όσο διάστημα έμεινε στο εξωτερικό, εμφανιζόταν αφιλοκερδώς στο ξένο κοινό για να το αφυπνίσει. Για να μην αφήσει ημέρα να περάσει που να μην υπενθυμίσει τον αγώνα της χώρα της για ελευθερία.
Το 1946 κι ενώ βρίσκεται στην Κύπρο, λαμβάνει ένα τηλεγράφημα από το συμμαχικό στρατηγείο " «Ο συμμαχικός αγών σας οφείλει πολλά. Τιμής ένεκεν το συμμαχικό στρατηγείο επιθυμεί να είσθε ο πρώτος επίσημος Έλλην πολίτης που θα υποδεχθούν τα ελεύθερα Δωδεκάνησα. Ελληνικόν πολεμικόν αεροσκάφος θα σας μεταφέρει την 16ην Φεβρουαρίου 1946 και ώραν 8 εις την ελευθέραν Ρόδον». Η υποδοχή της από τον κόσμο, στο νησί, μοναδική!
Τον τίτλο "Η τραγουδίστρια της Νίκης" της τον απένειμε, ο ραδιοφωνικός σταθμός του BBC στην διάρκεια της κατοχής.
Το "Βάζει ο Ντούτσε την στολή του" είναι παρωδία του δημοτικού τραγουδιού "Πλέκει η Μάρω το προικιό της" του Γιώργου Θίσβιου.
Ο αμερικανικός Τύπος της εποχής, είχε συγκρίνει την Σοφία Βέμπο με την Μάρλεν Ντήτριχ. Το 1959 σε μια συνέντευξή της στην ΥΕΝΕΔ και στον δημοσιογράφο Ανδρέα Μαμάκη είχε δηλώσει πως δεν είχε προσφέρει τίποτα σημαντικό στον πόλεμο, αφού συνάνθρωποι της είχαν χάσει χέρια και πόδια. "Δεν έδωσα τίποτα απολύτως. Μια φωνή μόνο που εξακολουθώ να έχω".
Την δεκαετία του '60 κουρασμένη και καταβεβλημένη από τα προβλήματα της υγείας της, αραιώνει τις εμφανίσεις της. Το 1970 βάζει τέλος ακόμα και σε κοινωνικές εμφανίσεις. Το βράδυ των αιματηρών γεγονότων του Πολυτεχνείου, η Σοφία, ανοίγει την πόρτα του διαμερίσματός της σε κυνηγημένους φοιτητές και τους κρύβει. Μένει σε μια πολυκατοικία, στη γωνία Πατησίων και Στουρνάρη. Και δεν την ξανανοίγει, όσο κι αν
άντρες της Κρατικής Ασφάλειας χτυπούσαν απ΄ έξω μανιασμένα και την απειλούσαν. "Δεν φοβήθηκα τους Ιταλούς, θα φοβόμουν αυτούς;" δήλωνε σε συνέντευξή της, αργότερα.
Έναν άντρα αγάπησε και αυτός ήταν ο Μίμης Τραϊφόρος. Παντρεύτηκαν το 1957, μετά από πολλά χρόνια σχέσης και η Σοφία δήλωνε ερωτευμένη μαζί του, μέχρι το τέλος της ζωής της, όπως την πρώτη ημέρα που τον συνάντησε. Όμως εκείνος, την είχε πληγώσει πολλές φορές με τις… εξωσυζυγικές του ερωτικές περιπέτειες. Αυτή ήταν και η αιτία που η Βέμπο τσακωνόταν πολλές φορές με νεαρές ηθοποιούς του εκάστοτε θιάσου. Γιατί ήξερε …καταλάβαινε...
Η μεγάλη κυρία, πέθανε από εγκεφαλικό στις 11 Μαρτίου του 1978. Ο θάνατος της συγκλόνισε το Πανελλήνιο και τα τηλεοπτικά προγράμματα μετέδωσαν την είδηση με έκτακτα δελτία ειδήσεων. Την ημέρα της κηδείας της, αν και ήταν Καθαρά Δευτέρα, χιλιάδες κόσμου είχαν συγκεντρωθεί στο νεκροταφείο. Και ο τίτλος της εφημερίδας Βραδυνής έγραφε: " Πρέπει να ξέρεις πως το δημόσια δαπάνη το εξασφαλίζουν μόνο οι τίμιοι και οι φτωχοί».
(σ.σ. πληροφορίες από το βιβλίο "Η γυναίκα Θρύλος" του Ανδρέα Μοντέζ)
Έναν άντρα αγάπησε και αυτός ήταν ο Μίμης Τραϊφόρος. Παντρεύτηκαν το 1957, μετά από πολλά χρόνια σχέσης και η Σοφία δήλωνε ερωτευμένη μαζί του, μέχρι το τέλος της ζωής της, όπως την πρώτη ημέρα που τον συνάντησε. Όμως εκείνος, την είχε πληγώσει πολλές φορές με τις… εξωσυζυγικές του ερωτικές περιπέτειες. Αυτή ήταν και η αιτία που η Βέμπο τσακωνόταν πολλές φορές με νεαρές ηθοποιούς του εκάστοτε θιάσου. Γιατί ήξερε …καταλάβαινε...
Η μεγάλη κυρία, πέθανε από εγκεφαλικό στις 11 Μαρτίου του 1978. Ο θάνατος της συγκλόνισε το Πανελλήνιο και τα τηλεοπτικά προγράμματα μετέδωσαν την είδηση με έκτακτα δελτία ειδήσεων. Την ημέρα της κηδείας της, αν και ήταν Καθαρά Δευτέρα, χιλιάδες κόσμου είχαν συγκεντρωθεί στο νεκροταφείο. Και ο τίτλος της εφημερίδας Βραδυνής έγραφε: " Πρέπει να ξέρεις πως το δημόσια δαπάνη το εξασφαλίζουν μόνο οι τίμιοι και οι φτωχοί».
(σ.σ. πληροφορίες από το βιβλίο "Η γυναίκα Θρύλος" του Ανδρέα Μοντέζ)
Οι φωτογραφίες του άρθρου για τη Σοφία Βέμπο είναι από το
βιβλίο της Κατερίνας Κ. Πετρίδου
"Σοφία Βέμπο - Τραγούδαγε την Ελλάδα κι όλη η Ελλάδα τραγουδούσε μαζί
της"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου