Παρασκευή 16 Οκτωβρίου 2020

" Η ΚΟΥΚΛΑ Ν" ΤΑΙΝΙΑ ΜΙΚΡΟΥ ΜΗΚΟΥΣ




"ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΛΟΥΛΟΥΔΙ" ΒΡΑΒΕΥΜΕΝΟ ΣΤΟΝ ΠΑΓΚΟΡΙΝΘΙΑΚΟ
 ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ ΤΟΝ ΜΑΙΟ ΤΟΥ 1991. ΔΙΑΣΚΕΥΗ ΣΕ ΘΕΑΤΡΙΚΟ ΚΑΙ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΤΑΙΝΙΑΣ ΜΙΚΡΟΥ ΜΗΚΟΥΣ ΜΕ ΤΟΝ ΤΙΤΛΟ "Η ΚΟΥΚΛΑ Ν"
                    












ΓΥΝΑΙΚΑ : - Δε βγαίνουμε άντρα μου.... Μ' ένα μισθό μ' ένα ξεροκόμματο κάθε μέρα!... Είμαστε άνθρωποι, επιτέλους, θέλουμε να ζήσουμε, το καταλαβαίνεις; Κάθεσαι και μ' ακούς! Αυτό ξέρεις να κάνεις μόνο... Είναι ότι καλύτερο υπάρχει για σένα, να κάθεσαι και ν' ακούς να ακούς χωρίς ποτέ να με διακόπτεις. Γιατί, γιατί;.... (Όλη αυτή την ώρα που μιλάει γυρίζει διαρκώς γύρω του.) Με τη σιωπή σου, την ατάραχη σιωπή σου που δεν την ενοχλεί τίποτε στον κόσμο. Αεροπλάνα, σειρήνες, ταμπούρλα πάνω από το κεφάλι σου να βαράνε... και συ... τίποτα, τίποτα. Να τι είσαι!... Ενα μεγάλο, μεγάλο τίποτα. Ενα ολοστρόγγυλο μηδενικό χωρίς καμιά γωνίτσα. Τίποτα δε σκαλώνει πάνω στη λεία επιφάνειά σου, τίποτα τίποτα! Και τα μέσα σου όλα ίδια είναι, μηδενικά το ένα κοντά στο άλλο. (Γίνεται μια παύση κι ύστερα συνεχίζει) - Λοιπόν, δεν έχεις τίποτα να πεις; Κάτι, έστω και βλακεία να ΄ναι. Δεν πειράζει, θα την ακούσω. Λοιπόν, τίποτα έ; όπως πάντα πάντα φταιω ’γω που κάθομαι και σου μιλάω. Τουλάχιστον, θέλω να ξέρω, σκέφτεσαι;τεσαι; Τι θα λες για μένα, είμαι τρελή, ναι... πες τοπες το δυνατά να το ακούσω... Είσαι τρελή είσαι θεότρελη, πες το πάλι... πάλι, πάλι έτσι πολλές φορές να το καταλάβω, να το νιώσω βαθιά μέσα στην ψυχή μου.... Το παραδέχομαι, ναι, δε μου το έχει ξαναπεί κανείς άλλος. Είμαι το υπόδειγμα της γειτονιάς τα μυστικά μου όμως μόνο εσύ τα γνωρίζεις. Είμαι η πιο ιδιότροπη γυναίκα που έφτιαξε ο θεός, η ποιο ξεμυαλισμένη η ποιο διεστραμμένη του κόσμου τούτου και άλλη δεν υπάρχει σαν κι εμένα έ; Πες το.... είμαι τρελή και ’γω πιο τρελός που κάθομαι και σ' ακούω.... (Έχει σταματήσει τις βόλτες και τον κοιτάει παράξενα.) Ω,... Μη, μη μου τα γυρίζεις τώρα! Είπαμε μόνο εγώ θα μιλάω εδώ μέσα, εσύ τσιμουδιά. Εσύ δεν έχεις τίποτα να πεις. Δε νομίζω πως έχεις κάτι να μου πεις, έ; Οχι, καλά το κατάλαβα, είπα κι εγώ εσύ να μιλήσεις, αν είναι δυνατόν!.. Το στόμα σου το έχεις μόνο για να τρως. Δεν καταλαβαίνω όμως το κεφάλι σου γιατί το κουβαλάς στους ώμους σου; Μπορεί και να σ' ενοχλεί έτσι; Ισως θα έπρεπε να το ΄χεις στην τσέπη σου, αν υποθέσουμε με τη συχνότητα που το χρησιμοποιείς και να το βγάζεις μόνο όταν θέλεις να φας! (Τον πλησιάζει και τον κοιτά άγρια. Γίνεται μια παύση) - Να σταματήσω, είπες να σταματήσω; Αυτό δεν είπες, το είδα στα μάτια σου. Άσε με θέλω να πω κι άλλα κι άλλα….. (Στο σημείο αυτό σα να συνέβη κάτι παράξενο η φωνή της κόβεται ξαφνικά. Μια μελωδία αρχίζει απαλά, ένα τραγούδι και ενώ εκείνη σα να μην έχει καταλάβει τίποτε συνεχίζει να γυρίζει γύρω του με χορευτικές ανάλαφρες κινήσεις. Στον τελευταίο στίχο έχει πλησιάσει κοντά του και σκυφτή έχει ακουμπήσει τα χέρια της στα πόδια του.) Η σιωπή σου είναι χρυσός τα μάτια σου γιαλός θάλασσα χωρίς κύματα. Ποτέ θολά δεν τα είδα ποτέ να τρεμοπαίζουν γαλήνια σαν τη σιωπή σου βλέμμα. (Μόλις τελειώνει η μουσική πετάγεται ξαφνικά όρθια) Όμως, τώρα κάτι είδα. Ενα κυμάτισμα απαλό. Μήπως θέλεις κάτι να μου πεις, μια λέξη, δυο λέξεις, τρεις λέξεις; Έλα, έλα φοβητσιάρη μόνο μια λεξούλα, ποια είναι; Πες μου, πες μου..... Θα την ακούσω όπως πάντα χωρίς διαμαρτυρίες. (Παύση) Αμάν πια, νομίζω πως αρκετά είπαμε, αρκετά σε ανέχτηκα να σε ακούω. Τώρα θα μιλήσω εγώ. Ελπίζω να μη θυμώσεις; Οχι έ; Εντάξει το ’ξερα πως δε θα 'φερνες αντίρρηση και θα μ' άκουγες σαν μικρό παιδάκι που του λένε παραμύθι. Άκουσε λοιπόν.... (Πάει και κάθεται δίπλα του. Ένας μοναδικός προβολέας φωτίζει και τους δυο.) Μια φορά και ένα καιρό ζούσε σ' αυτό το σπίτι που ζούμε και ’μεις τώρα, ένα νέο ζευγάρι. (Απλώνει τα χέρια της και δείχνει τον χώρο.) Μόλις είχαν παντρευτεί και τα πάντα πήγαιναν πολύ καλά στην αρχή. Όμως τα λιγοστά λεφτά που είχαν μαζέψει γρήγορα τελείωσαν και ο νέος δεν είχε πιάσει ακόμα δουλειά. Ήταν πολύ νέος γύρω στα είκοσι τρία και η γυναίκα του ήταν μόλις είκοσι ετών! Αυτό βέβαια δεν τους είχε ενοχλήσει σοβαρά τότε γιατί ο έρωτας δεν τους άφηνε να δουν τις απαιτήσεις της ζωής. Ύστερα από δυο μήνες όμως άρχισαν να φαίνονται τα πρώτα συννεφάκια στο σπιτικό τους. Ενα διαμέρισμα με ένα δωμάτιο μια κουζίνα ένα λουτρό και ένα μικρό καθιστικό, προίκα του νέου από τη χήρα μητέρα του. (Δείχνει τον χώρο και τον καναπέ που κάθεται ο άντρας.) Όταν κάποτε θα πέθαινε θα το κληρονομούσε με όλα τα υπάρχοντά του. Η μητέρα του ζούσε κοντά τους και κοιμόταν στο καθιστικό σε ένα μικρό ντιβάνι. Για να πούμε την αλήθεια όμως όλη την ημέρα ήταν ξαπλωμένη σ' αυτό. Ήταν παράξενη κι εδώ και αρκετό καιρό είχε αρχίσει και γινόταν επίμονη και εξαιρετικά ανυπόμονη. Πολλές φορές ζητούσε από τη νύφη της τα πιο απίθανα πράγματα για να ικανοποιήσει όπως συχνά έλεγε τις ανθρώπινες αδυναμίες της. Είχε και ένα πολύ μικρό ραδιόφωνο στο κρεβάτι της που έπαιζε συνεχώς μέρα και νύχτα. Μου κρατάει συντροφιά, έτσι έλεγε πάντα όταν την παρακαλούσαν να το χαμηλώσει λίγο για να μπορέσουν να κοιμηθούν. Ο νέος βρήκε δουλειά και μαζί με την πενιχρή σύνταξη της μητέρας του κάτι γινόταν, τ’ έφερναν βόλτα που λέει και ο λαός. Όμως η γριά παραήταν παράξενη τον τελευταίο καιρό και ζητούσε τα πιο αλλοπρόσαλλα πράγματα κάθε φορά που της έμπαινε στο μυαλό της και μια ιδέα. Τώρα τελευταία ήθελε σώνει και καλά να της αγοράσουν τηλεόραση γιατί λεει πως η κυρά Μαρία από απέναντι είχε, και πως την άνοιγε μια ώρα πριν αρχίσει το πρόγραμμα για να στρώσει έλεγε το μηχάνημα γιατί ήταν καινούριο. Αλλά η γριά δεν έλεγε να τα βάλει κάτω και μετά από λίγες μέρες άρχισε τις απειλές. (Την στιγμή εκείνη μπαίνει μια ηλικιωμένη κρατώντας στο δεξί της χέρι ένα μπαστούνι. Κοιτάει γύρω γύρω το δωμάτιο και μονολογεί φωναχτά σχεδόν: ) - Δεν είναι δυνατόν γριά γυναίκα να μ’ αφήνουν μόνη, να φροντίζω όλο το σπίτι και αυτοί να γυρνάνε δεξιά κι αριστερά.. Αν είναι δυνατόν, τρελάθηκαν όλοι εδώ μέσα…. Με ακούει κανείς; (Κοιτάει γύρω γύρω.) - Είναι κανείς εδώ; (Ξαναλέγει δυνατά.) Όπως πάντα το σπίτι άδειο, εγώ μόνη εδώ, δεν έχω που να πω το παράπονό μου, να μιλήσω σε κάποιον, να πω…. (Σταματάει ξαφνικά, φαίνεται να αναρωτιέται.) Αλήθεια να πω τι; Δεν έχει σημασία τι θα πω, όταν έρθει η στιγμή εκείνη… Αλλά θα βρω όμως πολλά.. Και λίγα να είναι θα τα πω δυνατά για να γίνει ντόρος. Θα αρχίσω να φωνάζω τα βράδια και θα μας ακούσει όλη η γειτονιά! (Γελάει σιγά κουνώντας το μικρό μπαστούνι της απειλητικά.) (Θα έρθει κάποια στιγμή δεν θα έρθει; Θα τις τα ψάλω ακόμα μια φορά. Μου κατέστρεψε το παιδί μου, τον άντρα του σπιτιού! Αυτή η στρίγκλα η κακομαθημένη που στράβωσε το παιδί μου, κοτζάμ παλικάρι, του κατέστρεψε την ζωή του τον έκανε ανίκανο, αυτή, του διαβόλου πόρνη, η ξετσίπωτη που όλη μέρα γυρίζει από δω κι από κει και λέει ότι δουλεύει … Ποια, αυτή που δεν είχε στον ήλιο μοίρα. Την μαζέψαμε και την κάναμε άνθρωπο και η αχάριστη μας έκλεισε το σπίτι, το ρήμαξε… Αλλά θα ‘ρθει δεν θα ‘ρθει, που θα πάει… (Με τις λέξεις αυτές βγαίνει από την σκηνή.) ( Η Φανή σηκώνεται από τον καναπέ και συνεχίζει:) ….. Κι άρχισαν οι οικονομίες. Βέβαια τα λεφτά που χρειάζονταν δεν ήταν και λίγα για να αγοράσουν τη συσκευή, αλλά γι ΄αυτούς η οικονομία αυτή σίγουρα θα τους πήγαινε πολύ πίσω. Τα έξοδα της οικογένειας ήταν πάρα πολλά και η σύνταξη της δεν έφτανε πλέον ούτε για τις ενέσεις που έπαιρνε η γριά και τα φάρμακα. Μετά από τρεις μήνες αγόρασαν επιτέλους την τηλεόραση. Την πρώτη κιόλας μέρα που δούλεψαν την τηλεόραση η γριά πέθανε ίσως από συγκίνηση γιατί είχε επιτέλους πραγματοποι- ηθεί το μεγάλο όνειρό της. Για τα έξοδα της κηδείας αναγκάστηκαν να δώσουν πάλι πίσω την τηλεόραση. Ύστερα από λίγο καιρό έμειναν μόνοι. Η μοναξιά τους ωστόσο δεν κράτησε πολύ. Ήδη πριν πεθάνει η γιαγιά στην κοιλιά της Φανής κυοφορούσε μια νέα ζωή. Δεν είχαν περάσει καλά-καλά δυο μήνες από τότε που πέθανε η γιαγιά και η Φανή έφερε στον κόσμο ένα πανέμορφο κοριτσάκι. Ήταν το πρώτο τους παιδί! Τι ευτυχία.... Ήταν κάτι πρωτόγνωρο γι ΄αυτούς, ήταν κάτι το ασύλληπτο αυτό το μικρό μωράκι με τα τόσο γλυκά ματάκια που σε κοιτούσαν τόσο αθώα και γαλήνια. Ήταν το βλέμμα του θεού αυτό εκεί το μωράκι που κουνούσε δειλά τα μικρά του χεράκια του. Ήταν ένας μικρός άνθρωπος. Τι ευτυχία, το γέννησε η Φανή ήταν δικό της παιδί, το σπλάχνο της, το αίμα της, ο δεύτερος εαυτός της, το αύριο, το μέλλον, η ανάσταση της ψυχής της, η αιώνια λύτρωση των επιθυμιών της, η νίκη, το αποτέλεσμα της αγάπης της, η γέννηση του δικού της παιδιού!.. Ο καιρός όμως περνούσε και γαλήνη επικρατούσε στο σπιτικό τους. Όλα πήγαιναν καλά έως ότου μια μέρα.... (Η φωνή της γίνεται δυνατή, βγαίνει με δυσκολία, κομπιάζει.) Όχι, όχι δεν ήταν ψέματα!... Το αγγελούδι της..... Ήταν αλήθεια, η πικρή αλήθεια! Ω θεέ μου, πως άφησες να γίνει ένα τέτοιο κακό;... Το βλαστάρι της, η μικρή Ντινούλα, πάει έφυγε για πάντα!... Όλος ο κόσμος της γύρισε ανάποδα καθώς κοίταξε τα κλειστά της μάτια με την ασύλληπτη την ουράνια εκείνη αγνότητα που ακτινοβολούσε το πρόσωπό της. Είδε τον εαυτό της να παραπατάει και ύστερα να χάνει κάθε επαφή με την πραγματικότητα. Κάποια στιγμή αργότερα όταν συνήλθε, τίποτα δεν είχε αλλάξει. Η μικρή Ντινούλα... τα πάντα κλειστά της μάτια και θρήνος βαρύς που πλάκωνε τις καρδιές των φίλων. (Γίνεται μια παύση, τα φώτα χαμηλώνουν και από τ’ αριστερά της σκηνής, σαν μέσα από μια οπτασία εμφανίζεται η μικρή Ντινούλα. Τα βήματά της είναι αργά. Φοράει ένα κόκκινο φόρεμα. Μοιάζει να εκτελεί κάποιες απαλές χορευτικές φιγούρες.) Φανή: (Με αγωνία) Να την, την βλέπεις πάει κι έρχεται, εδώ είναι ακόμα. Δεν έχει φύγει δεν μπορεί να φύγει, που να πάει……. Εδώ είμαι καλή μου, κοίτα με, εδώ είναι η μανούλα σου… σε περιμένει να έρθεις κοντά της. Δεν έχει άλλη χαρά στη ζωή της εκτός από σένα….. Μη, μη φεύγεις κορούλα μου σε παρακαλώ σε ικετεύω…. Μη…….. (Η φωνή της δυναμώνει καθώς η Ντινούλα σιγά σιγά απομακρύνεται και φτάνει στο ζενίθ όταν εκείνη χάνεται από την άλλη πόρτα. Την πιάνουν τα κλάματα και προσπαθεί να ηρεμήσει. Όταν κάποια στιγμή σταματά να κλαίει συνεχίζει τον μονόλογο.) Αλήθεια πως πέρασε τόσος καιρός; Πέρασε αλλά μόνο στα χαρτιά και στα ημερολόγια. Μια αθεράπευτα μεγάλη πληγή στο στήθος της μάνας δεν έλεγε να κλείσει από την ημέρα εκείνη και αντί για γιατρικό, φαρμάκι έσταζε μέσα της. Παντού στο σπίτι, σε κάθε γωνιά του σε κάθε άκρη του έβλεπε τα μικρά της ματάκια να την παρακαλούν, να την ικετεύουν να την ξυπνήσει, να παίξουν όπως κάθε μέρα, όπως κάθε πρωινό. Να την ντύσει, να την ταΐσει, να τη χαρεί!... Αλλά τίποτα, μάταια!.. Γιατί;... Οι σκέψεις αυτές ταλαιπωρούσαν τον εαυτό της. Σε κάθε σημείο του σώματός της υπήρχε και μια εικόνα της, μια θύμηση γιατί δεν ήταν η μνήμη της που την έφερνε συνεχώς στο μυαλό της, ήταν τα χέρια της ήταν το στόμα της όταν τη φιλούσε, ήταν αυτή η αίσθηση που νιώθει κανείς όταν πλησιάζει ένα αγαπητό πρόσωπο. Ποτέ δεν το παραδέχτηκε, ποτέ δεν πίστεψε αυτό τον άδικο χαμό της κόρης της. Γιατί, έλεγε και ξανάλεγε. Ήταν τόσο μικρή…. (Στο σημείο αυτό η φωνή της γίνεται πιο δυνατή, κοιτάει ψηλά πάνω από τους θεατές.) Γιατί;... Γιατί η κόρη μου, γιατί Ντινούλα, γιατί έφυγες;... (Η φωνή της γίνεται φυσιολογική.) Αυτά τα ερωτηματικά φτερούγιζαν και έπαιρναν άγριες ανθρώπινες μορφές στον ύπνο της και πεταγόταν ξαφνιασμένη δύο η ώρα μετά τα μεσάνυχτα ουρλιάζοντας και ύστερα άρχιζε να κλαίει. Ήταν το ίδιο κλάμα κάθε μέρα, την ίδια ώρα που διαπερνούσε όλα τα σπίτια της γειτονιάς ξεσκίζοντας την ησυχία της νύχτας σαν τη φωτεινή δέσμη ενός γιγάντιου προβολέα που χανόταν στο άπειρο. Ήταν μια διαμαρτυρία στο σκοτάδι που απευθυνόταν στον εαυτό της. Δεν έριχνε τις ευθύνες πουθενά, σε κανέναν. Είχε την εντύπωση πως αυτή η ίδια ήταν υπεύθυνη. Το σοκ της είχε τραντάξει το Είναι της. Είχε γίνει άλλος άνθρωπος, μια εναλλασσόμενη σκοτοδίνη την παρέλυε για πολλές ώρες. Και σα να μην έφταναν όλα αυτά ήρθε ύστερα και το ατύχημα του άντρα της. Μια σπάνια αρρώστια είχε παραλύσει τις φωνητικές του χορδές και δεν μπορούσε να μιλήσει αλλά ούτε και ν' ακούσει αφού είχε αδυνατίσει και η ακουστική του ευαισθησία. Κάθε μέρα λοιπόν μετά τις εφτά το απόγευμα που γύριζε από τη δουλειά της η γυναίκα, μιλούσε με τον άντρα της. Μιλούσε, μιλούσε και αυτός την κοιτούσε με απλανή μάτια. Σχεδόν κάθε μέρα η γυναίκα του έβλεπε τα μάτια του να δακρύζουν. Μέσα του έκρυβαν όλη την πίκρα και τον καημό της ζωή του. Εκείνη συνέχιζε να του μιλά λες και αυτός την άκουγε. Δεν είχε που να πει το παράπονό της. Παραμιλούσε όλη την ώρα. (Από δω και πέρα κάνει ότι ακριβώς λέει) - Πήγαινε στο μικρό χολάκι όπου είχε διαμορφώσει κατάλληλα σε παιδικό δωμάτιο. Πήγαινε κάθε μέρα εκεί. Ταχτοποιούσε τα λιγοστά παιχνιδάκια της, την αγαπημένη της μικρή κουκλίτσα με κείνο το υπέροχο ροζ φόρεμα. Πόσες φορές την είχαν αγγίξει τα μικρά της χεράκια!.. Την ξεσκόνιζε κάθε μέρα... ήθελε να είναι καθαρή όταν έπαιζε μαζί της. Προσπαθούσε να δώσει θάρρος και υπομονή στον εαυτό της αλλά δεν άντεχε άλλο αυτό το αδυσώπητο μαρτύριο!.... (Στο σημείο αυτό σταματά για λίγο και παίρνει μια δυνατή ανάσα. Τον πλησιάζει και γονατίζει κοντά στα πόδια του.) - Έλα, μην αρχίζεις πάλι τις κλάψες. Στο έχω πει χιλιάδες φορές, δε θέλω να δακρύζεις όταν σου μιλώ. Δε σε μάλωσα, δεν είπα ότι φταις εσύ. Εσύ ήσουν στη δουλειά σου δεν είχες καμιά ευθύνη για ότι έγινε. Δεν είμαστε οι μόνοι που τους έχει βρει τέτοιο κακό. Υπάρχουν και χειρότερα. Να ας πούμε τις κουνιάδας μας ο αδελφός είναι πολύ άσχημα. Τουλάχιστον εσύ βλέπεις, αισθάνεσαι, αυτός είναι ένα φυτό!. Εμείς είμαστε καλύτερα, πολύ καλύτερα αγάπη μου κι ας μην ακούς. Εσένα σε βλέπω κάθε μέρα, σε χαίρομαι σε αισθάνομαι. Δε με πειράζει που είσαι έτσι, μου φτάνει που σε βλέπω που ακούω τα βήματά σου, ακούω την ανάσα σου... ... και κάπου στο πρόσωπό σου βλέπω τη γλυκιά μας Ντινούλα!

Δεν υπάρχουν σχόλια: