Η δέκατη τρίτη εντολή
Όλη νύχτα θρηνούσαν το σώμα μου .
Εγώ φώναζα, είμαι ακόμα ζωντανός .
Έβλεπα το φεγγάρι που τρύπωνε από το παράθυρο
και έλουζε με ασήμι την εικόνα των τριών ιεραρχών.
Άκουγα τη θάλασσα που βημάτιζε ήσυχα –ήσυχα
προς την ακτή και ξέπλενε των ποιητών τα κρίματα.
Το θρόισμα ,το τριζόνι , το νεροστάλαγμα της πηγής,
νότες του λόφου που έφταναν με ευωδιά από θυμάρι.
Είμαι ζωντανός φώναζα , σωπάστε τους ψαλμούς.
Εγώ φώναζα, είμαι ακόμα ζωντανός .
Έβλεπα το φεγγάρι που τρύπωνε από το παράθυρο
και έλουζε με ασήμι την εικόνα των τριών ιεραρχών.
Άκουγα τη θάλασσα που βημάτιζε ήσυχα –ήσυχα
προς την ακτή και ξέπλενε των ποιητών τα κρίματα.
Το θρόισμα ,το τριζόνι , το νεροστάλαγμα της πηγής,
νότες του λόφου που έφταναν με ευωδιά από θυμάρι.
Είμαι ζωντανός φώναζα , σωπάστε τους ψαλμούς.
Την άλλη μέρα με κατέβασαν στο μνήμα.
Είμαι ζωντανός φώναζα , δεν ακούτε;
Μου σφαλίσατε τα μάτια , μου κλέψατε τα όνειρα,
ξεριζώσατε τη ψυχή , μα η ελπίδα ακόμα φτερουγεί,
γιατί ο εαρινός πόνος κυοφορεί ζωή.
Στην καρδιά της μνήμης έστησαν αλλόκοτο χορό
οι πυξίδες των ωκεανών με τα ξύλινα τείχη,
οι νικηφόροι παιάνες με των Ηρώων τα αίματα,
οι συλημένοι ναοί με της Θεοτόκου το μαφόριο,
των Θεών τα αγάλματα με των ιδεών τα συνθήματα,
του Ελληνισμού , χαρακιές και αντιφεγγίσματα.
Είμαι ζωντανός φώναζα , δεν ακούτε;
Μου σφαλίσατε τα μάτια , μου κλέψατε τα όνειρα,
ξεριζώσατε τη ψυχή , μα η ελπίδα ακόμα φτερουγεί,
γιατί ο εαρινός πόνος κυοφορεί ζωή.
Στην καρδιά της μνήμης έστησαν αλλόκοτο χορό
οι πυξίδες των ωκεανών με τα ξύλινα τείχη,
οι νικηφόροι παιάνες με των Ηρώων τα αίματα,
οι συλημένοι ναοί με της Θεοτόκου το μαφόριο,
των Θεών τα αγάλματα με των ιδεών τα συνθήματα,
του Ελληνισμού , χαρακιές και αντιφεγγίσματα.
Σιγά- σιγά φωνές και γέλια απομακρύνθηκαν.
Στην άκρη του κοιμητηρίου, λίγες θαμπές μορφές
με τριαντάφυλλα , θαρρείς για το «ύστατο χαίρε».
Πιο κει, τρεις μαυροντυμένες νιες δάκρυα έχυναν.
Η μια φορούσε μαραμένο δάφνινο στεφάνι ,
η άλλη κρατούσε σπασμένη ζυγαριά από σκουριά
και η τρίτη της μετάνοιας μια μισοσβησμένη δάδα.
Αγωνίας κραυγή ,σαν κεραυνός από τον ουρανό
σε θυσίας βωμό, τις καρδιές ριγεί και χαράσσει
στο ξύλινο σταυρό την δέκατη τρίτη εντολή.
« Δεν σας πρέπει υποταγή, ανδρωθείτε , παλέψτε,
οι εξωνημένοι θ’ ανοίγουν τάφους εσαεί ».
Στην άκρη του κοιμητηρίου, λίγες θαμπές μορφές
με τριαντάφυλλα , θαρρείς για το «ύστατο χαίρε».
Πιο κει, τρεις μαυροντυμένες νιες δάκρυα έχυναν.
Η μια φορούσε μαραμένο δάφνινο στεφάνι ,
η άλλη κρατούσε σπασμένη ζυγαριά από σκουριά
και η τρίτη της μετάνοιας μια μισοσβησμένη δάδα.
Αγωνίας κραυγή ,σαν κεραυνός από τον ουρανό
σε θυσίας βωμό, τις καρδιές ριγεί και χαράσσει
στο ξύλινο σταυρό την δέκατη τρίτη εντολή.
« Δεν σας πρέπει υποταγή, ανδρωθείτε , παλέψτε,
οι εξωνημένοι θ’ ανοίγουν τάφους εσαεί ».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου