Ο Οδυσσέας Ρούπας επί τω έργω. Διασκεδάζει το θείο μου Γιάννη Κατσάρα
και Χριστίνα με ένα άγνωστο ζευγάρι στ΄ αριστερά.
Ανηφορίζοντας λοιπόν την Περιάνδρου από το μέσον που είχαμε μείνει, στα αριστερά μας συναντάμε τη ταβέρνα του Κωλέττη με σχετικά ευρύχωρη αυλή εν συγκρίσει με την αμέσως δίπλα ταβέρνα του Λίτση. Εξ΄ ου και το όνομα της Περιάνδρου αλλά και περιοχής «τα Λιτσέικα». Όταν θέλαμε να προσδιορίσουμε κάτι που συνέβαινε ίσως και σε κάποιο άλλο μαγαζί όχι αποκλειστικά στου Λίτση. Λέγαμε έγινε στα Λιτσέικα. Ακριβώς πάνω από του Λίτση ήταν το εστιατόριο ο «Κήπος.» Εκεί πέρναγα τα βράδια το καλοκαίρι.
Στη δεξιά μεριά της Περιάνδρου μετά το τετραώροφο γιαπί ήταν οικόπεδο και μετά αμέσως τα σπίτια του Γιώργου Μπεκιάρη. Μακρόστενα δωμάτια με κεραμίδια που είχαν νοικιάσει σαν μαγαζιά το μεν ένα ο Βάγγος Γουναρόπουλος μανάβικο και το άλλο ο Στούλης που έκανε ηλεκτροκολλήσεις και έφτιαχνε ακόμα και λίμπες για το λάδι. Εκεί τελειώνει το πρώτο τετράγωνο της Περιάνδρου. Αυτός ο δρόμος ποτέ δεν κοιμόταν.
Κατ΄ αρχάς μόλις έφτανες στο μέσον του δρόμου σου ερχόταν η μυρωδιά του κρασιού. Πολλές φορές όταν μάζευαν τα τραπέζια που άδειαζαν και τα ποτήρια είχαν κρασί, το έχυναν κάτω στο έδαφος το οποίο είχε νοτίσει και έδινε αυτή τη χαρακτηριστική μυρωδιά, που μαζί με τη τσίκνα του κοκορετσιού που έφτιαχναν ο Κωλέττης αλλά και ο Λίτσης ήταν το σήμα κατατεθέν της Περιάνδρου. Κάτι σαν τη πολίτικη κουζίνα. Μύριζες και διαισθανόσουν.
Η αλήθεια είναι ότι αν και του Λίτση το μαγαζί ήταν το πιο μικρό σε χώρο ήταν αυτό που γέμιζε πρώτο. Μόλις σουρούπωνε ο δρόμος γέμιζε από φώτα και έδινε έναν τόνο διαφορετικό. Σου έδινε την εντύπωση πως υπάρχει ζωή και να… τώρα σε λίγο θα αρχίσει ο κόσμος να καταφθάνει!
Με τη μάνικα έβρεχε κάθε μαγαζί το δρόμο που του αναλογούσε στη συνέχεια της αυλής του, για να μη σηκώνει σκόνη.
Σ΄ αυτές τις δύο ταβέρνες η πλειονότητα των πελατών ήταν Λουτρακιώτες . Όχι ότι δεν πήγαιναν και ξένοι αλλά γέμιζαν γρήγορα. Οι τουρίστες, Έλληνες και ξένοι επί τω πλείστων έτρωγαν στον Κήπο.
Πολλές φορές θυμάμαι ο Κήπος, που οι χώροι του έχουν παραμείνει ως σήμερα, γέμιζαν τα τραπέζια και έβγαζαν και μια σειρά στο δρόμο. Επίσης στο δρόμο είχαν και μια ψησταριά που έψηνε της ώρας με ψήστη τον Παναγιώτη [Νώντα] Οικονόμου. Η δική μου ενασχόληση ήταν να βάζω δίσκους σε ένα μεγάλο πικ απ που σώζεται μέχρι σήμερα για να ακούει ο κόσμος μουσική. Πολλές φορές βοηθούσα σε άλλες δουλειές και ο κόσμος παραπονιόταν γιατί σταμάτησε η μουσική, οπότε μου είχαν αναθέσει να μην φεύγω από το πικ απ. Αγαπημένο μου τραγούδι ήταν.
«Σε λυπάται ο καθρέφτης!»
Ο μεγάλος συναγωνισμός αυτών των μαγαζιών γινόταν στο πανηγύρι της Παναγίας. Κάθε μαγαζί προσπαθούσε να φέρει τα πιο ηχηρά ονόματα στο κλαρίνο αλλά και στο τραγούδι. Συνήθως το μαγαζί του Κωλέττη καθάριζε τον απέναντι χώρο και εκεί στηνόταν το πανηγύρι.
Έτυχε σε μια σύσκεψη που έκαναν οι θείοι μου και προβληματίζονταν αν έπρεπε να πληρώσουν τόσα πολλά λεφτά για να φέρουν τον Ζάχο. Τους πρότεινα να δώσουν λιγότερα και να πάρουν τον Ρούπα.
Γέλασαν και τελικά τον έφεραν, προς απογοήτευση του πατέρα μου, που τον είχε πρότυπο και εκεί κατάλαβε πως η φωνή του ήταν υπερτιμημένη.
Εκτός από το πανηγύρι μουσική υπήρχε σε καθημερινή βάση.
Ο Οδυσσέας Ρούπας από τη Πετρομαγούλα [Ορχομενός] άγνωστο πως είχε εγκατασταθεί μόνιμα εδώ και έπαιζε κλαρίνο ανάλογα με τους πελάτες. Άλλοτε στου Λίτση και άλλοτε στου Κωλέττη.
Ο Οδυσσέας ήταν η πιο εμβληματική φιγούρα της Περιάνδρου. Ψηλός ξερακιανός με προσεγμένο πάντα ντύσιμο όχι μόνο έπαιζε κλαρίνο αλλά αυτοσχεδίαζε τραγούδια για τους πελάτες. Μια βραδιά στου Κωλέττη που ήμουν με τον πατέρα μου.
-Να πω ένα τραγούδι για σένα! Μου λέει.
Κοκκίνισα, ντράπηκα, καλύτερα να είχε ανοίξει η γη να με καταπιεί.
-Όχι! Του είπα ντροπαλά.
Άκουγα που έβγαζε στιχάκια για τους άλλους και φοβήθηκα μη πει τίποτα κακό για μένα. Συνεχίζεται ….
christospanteleou
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου