Ο Ρούπας λοιπόν ήταν κάτι σαν το αστέρι της Βηθλεέμ. Φώτιζε με το παίξιμο αλλά και την παρουσία του όλη την Περιάνδρου. Ήταν η γραφική φιγούρα του άγνωστου μουσικού που χρωμάτιζε τον τόπο μας. Ήταν φυσικά και άλλες φιγούρες εξ΄ ίσου χαρακτηριστικές που άφησαν το στίγμα τους στη Λουτρακιώτικη ιστορία αλλά δεν είναι επί της παρούσης.
Ο Ρούπας λοιπόν ξεκινούσε από πολύ νωρίς. Ερχόταν απογευματάκι στον Κήπο για να φάει μακαρονάδα. Έπρεπε να είναι χορτάτος για να μπορεί να αντέξει το πολύωρο παίξιμο του κλαρίνου. Φυσικά του έδιναν και οι παρέες ένα μεζέ αλλά καλού κακού είχε φάει πριν τη μακαρονάδα του. Απέφευγε να πίνει γιατί έπρεπε να είναι νηφάλιος. Πολλές φορές ερχόταν τόσο νωρίς που καθυστερούσε πολύ ώσπου να σερβιριστεί, αφού η κουζίνα δεν ήταν έτοιμη.
Δυο ήταν τα πάθη του. Το ντύσιμο και οι πέρδικες.
Πρόσεχε πολύ το ντύσιμο και είχε πολλά κοστούμια αλλά και γραβάτες. Θα είναι σε πολύ κόσμο γνωστό ότι κατάφερε σε μια κυριακάτικη λειτουργία να αλλάξει πάρα πολλά κοστούμια.
Έτυχε να την ακούσω από τον Παναγιώτη Ράτη καντηλανάφτη του Αγίου Ιωάννου την ιστορία.
-Συνήθως οι Αθηναίες κυρίες μου ζητούσαν μια καρέκλα μπροστά που ήταν όλες πιασμένες, έπιανα μία από πίσω και την πήγαινα. Μου έδιναν 1 δρχ άντε το πολύ 2. Έρχεται ο Ρούπας και μου λέει. Θέλω να φέρω κοστούμια και να τα φυλάξεις κάπου. Να πάρε 10 δρχ! Φέρτα, του λέω. Μου τα φέρνει και τα βάζω στην είσοδο του καμπαναριού. Ήρθε ο Ρούπας στη λειτουργία και στάθηκε αριστερά εκεί που ήταν οι γυναίκες. Είχε δει που τα έβαλα και κάθε τόσο έβγαινε έξω, άλλαζε κοστούμι και ερχόταν μέσα. Ο κόσμος τα έχασε. Δεν μπορούσαν να καταλάβουν που έχει τα ρούχα και αλλάζει και έρχεται τόσο γρήγορα πίσω.
Οι καλοί μας γείτονες Παναγιώτης-Μαριγώ Ράτη.
Μιας και το έφερε η κουβέντα αξίζει να αναφέρω και άλλη μία ιστορία του μπάρμπα Παναγιώτη Ράτη, γείτονας και με πολύ χιούμορ.
Ήταν καθημερινός σχεδόν πελάτης του Μενούνου που είχε ταβέρνα κάτω από τον Άγιο Γιάννη. Μια μέρα μετά από ένα μυστήριο είχε εσπερινό. Θεώρησε καλό να περάσει καμιά ώρα στην ταβέρνα παρά να έρθει στο σπίτι του , ώσπου να έρθει η ώρα του εσπερινού. Βρίσκει την παλιοπαρέα του που ήταν πολλές ώρες εκεί και αφού έρχεται η ώρα του εσπερινού, τους λέει.
-Άντε σηκωθείτε!
-Που θα πάμε; Τον ρωτούν.
-Ελάτε! Πάμε να φύγουμε.
Τρεις ήταν και οι τρεις μεθυσμένοι. Τους παίρνει και τους πάει στην εκκλησία. Ανοίγει σκοτάδι και τους βάζει σε μια γωνιά να κάτσουν. Όπως ήταν μεθυσμένοι τους πήρε ο ύπνος. Έρχεται ο παπά Προκόπης ανάψανε τα φώτα, άρχισε η λειτουργία ξύπνησαν αυτοί. Νόμισαν ότι είναι ακόμα στου Μενούνου, άκουγαν τις ψαλμωδίες, τις πέρασαν για τραγούδι και άρχισαν και αυτοί το τραγούδι.
-Παναγιώτη ποιοι είναι αυτοί; Ρωτά ο παπά Προκόπης.
-Δεν ξέρω Παππούλη μου!
-Αυτοί δεν είναι που πίνετε μαζί στου Μενούνου;
-Για να δω! Του λέει ο μπάρμπα Παναγιώτης.
-Ναι αυτοί είναι! Του λέει δήθεν έκπληκτος.
-Και ήρθαν μόνοι τους; Αυτοί δεν έχουν πατήσει ποτέ στην εκκλησία!
-Πες τους! Να τσακιστούν να πάνε σπίτια τους!
Θεός σχωρέστους όλους!
Η άλλη αγάπη του Ρούπα, οι πέρδικες. Συνήθως τις αγόραζε από το θείο μου το Νότη. Τις είχε ονομάσει μάλιστα. Τους έπαιζε και αυτοσχέδια τραγούδια συνοδεία του κλαρίνου. Το μόνο κακό ότι δεν του ζούσαν πολύ. Κάθε τόσο ερχόταν στο σπίτι του παππού μου και εκεί σε μία άκρη είχε φτιάξει ένα μεγάλο κλουβί στο χώμα ο θείος μου ο Νότης και είχε άλλοτε 2, άλλοτε 3 πέρδικες και κοτσύφια. Τα χάζευε και παρακαλούσε τη γιαγιά μου.
-Χρήσταινα! Πες του Νότη να μου δώσει να αυτή την πέρδικα! Θα του δώσω όσα θέλει!
Όταν τις άκουγε να κελαηδούν τρελαινόταν από αγαλλίαση!
Η τελευταία του πέρδικα ήταν η Διαμάντω. Όταν του ψόφησε έπαθε πλάκα. Ερχόταν κάθε μέρα και παρακαλούσε να πάρει άλλη πέρδικα. Δεν ήταν όμως σαν τη Διαμάντω. Με το παράστημα και τη φωνή της. Έλεγε μάλιστα πως αφού πέθανε η Διαμάντω τι τη θέλω τη ζωή. Δεν μπορώ να ζήσω χωρίς αυτήν. Σίγουρα έπαιξε ρόλο και ο χαμός της πέρδικας στο θάνατό του.
Με τη Διαμάντω έγινε ολόκληρη ιστορία.
-Οδυσσέα! Την πέταξες την πέρδικα; Τον ρώτησαν.
-Τη Διαμάντω να πετάξω; Την έθαψα της έβαλα σταυρό και ένα κατοστάρικο μαζί της.
Ξανοιχτήκαμε όλοι. Ψάχναμε για μέρες κοντά στις πικροδάφνες πάνω από το σπίτι του. Σε κάτι λυγαριές πιο δίπλα. Πουθενά σταυρός, ούτε φρεσκοσκαμμένο χώμα. Πάει το κατοστάρικο.
christospanteleou
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου