Εδώ με την τάξη μας στη Ρόδο,δεύτερος από δεξιά.
Τη μεγαλύτερη στεναχώρια την πήρε όταν παίξαμε ποδόσφαιρο με τη Λεόντειο σχολή. Αν δεν ήταν κάποιο συγγενικό του πρόσωπο που ήταν καθηγητής εκεί, σίγουρα κάποιος δικός του ήταν. Έτσι κάθε χρόνο τους προσκαλούσε και δίναμε αγώνες μ΄ αυτή τη σχολή, στο ποδόσφαιρο, στο βόλεϊ και στο μπάσκετ. Στο βόλεϊ και στο μπάσκετ τους κοντράραμε αλλά στο ποδόσφαιρο ήταν επίπεδα ανώτεροι. Αθήνα ήταν, δεν ήταν δύσκολο να βρεθούν μαθητές-ποδοσφαιριστές μεγάλων ομάδων σ΄ αυτή τη σχολή. Αν θυμάμαι είχε δυο μαθητές-παίκτες του Παναθηναϊκού, αναφέρω Παγκάκης, με επιφύλαξη, ο ένας. Το γνώριζε φυσικά ο Μπιμπίρης, γνώριζε επίσης τη νοοτροπία τη δικιά μας, άναρχο ποδόσφαιρο, φωνή και καθένας του κεφαλιού του. Άρχισε να μας προετοιμάζει από πολύ καιρό πριν. Φώναζε τους μαθητές-παίκτες σε διδασκαλία στον πίνακα το σύστημα που θα ακολουθούσε η ομάδα. Η μεγαλύτερη χαρά, να σε φωνάζουν εν ώρα μαθηματικών ότι θα πρέπει να πάμε σε αίθουσα κενή να διδαχθούμε το σύστημα που θα ακολουθούσαμε στον αγώνα με τη Λεόντειο σχολή.
Σαν ήρθε αυτή η μέρα, πέρα από τους μαθητές που είχαν πάει στο γήπεδο ήταν και φίλαθλοι που είχαν μάθει πως η Λεόντειος έχει καλή ομάδα.
Ξεκινά το παιγνίδι, ανύπαρκτο το γυμνάσιο. Αυτοί διαρκώς ήταν εν κινήσει, είχαν δεν είχαν την μπάλα στα πόδια τους.
Γρήγορα μας κάνουν 3-0. Κάπου χαλάρωσαν και σε μια πραγματική υπέροχη ατομική προσπάθεια του Κώστα Παντελέου [Κουτσούκου] κάνει το 3-1. Πανηγυρισμοί, χαρές. Άντε λέμε πήραμε τα πάνω μας. Φευ, όμως γρήγορα μας προσγείωσαν στο 5-1.
Σε μια αναμπουμπούλα πάλι ο Κουτσούκος απρόσμενα, τους κάνει το 5-2.
Τι Νεϊμάρ και κουταμάρες. Ο Κουτσούκος τα είχε κάνει μισό αιώνα πριν. Πέφτει στα γόνατα υψώνοντας τα χέρια, σαν μωαμεθανός και άρχισε να κλαίει και να φιλά το χώμα. Τέτοια χαρμολύπη ούτε σε Μουντιάλ δεν την έβλεπες. Έπεσε όλη η ομάδα πάνω του και τον φιλούσε. Τρομάξαμε να τον συνεφέρουμε από το κλάμα. Δεν σηκωνόταν με τίποτα. Ήταν και το τελικό σκορ.
Βαρύ το κλίμα τη Δευτέρα στο σχολείο. Όλοι αμίλητοι με σκυμμένα τα κεφάλια.
-Καταφέρατε να με ντροπιάσετε! Ήταν τα λόγια του Μπιμπίρη, φανερά σκασμένος από στεναχώρια.
Τι το ΄θελε ο Θάνος Βλαχοδημήτρης πετάγεται και λέει.
-Έφταιγε το σύστημα χωνί που παίξαμε!
-Τι λες βρε ηλίθιε! Αυτό το σύστημα έπαιζε η Βραζιλία στο Μουντιάλ και λες έφταιγε το σύστημα; Τι σου είπα εσένα; Το αριστερό μπακ θα κατεβαίνει μέχρι την αντίπαλη περιοχή! Σου είπα να κάθεσαι εκεί; Ή να γυρνάς πάλι πίσω όταν τελειώνει η φάση! Χανόταν η μπάλα, η ομάδα δεν είχε αριστερό μπακ!
-Εσύ ειδικά δεν θα ξαναπαίξεις μπάλα! Τέρμα.
Έτσι άδοξα τελείωσε η ποδοσφαιρική καριέρα του Θάνου.
Στον επόμενο αγώνα με τη σχολή Δήμου στο στάδιο Κορίνθου έβαλε εμένα αριστερό μπακ. Όχι ότι τα πήγα καλύτερα αλλά δεν το είχαμε στο ποδόσφαιρο σαν ομάδα.
Κάθε χρόνο με πρωτοστάτη τον Δημακόπουλο, λίγες μέρες πριν τις διακοπές των Χριστουγέννων η έκτη γυμνασίου πηγαίναμε εκδρομή στο Καρπενήσι. Μαζεύαμε τρόφιμα και ρούχα από όλο το γυμνάσιο και τα πηγαίναμε σαν βοήθεια στους κατοίκους. Υπήρχε μια σχολή [οικοτροφείο] για τα κορίτσια της περιοχής που μάθαιναν κάποια τέχνη και έμεναν αλλά και έτρωγαν εκεί. Τις μέρες των διακοπών η σχολή ήταν άδεια και φιλοξενούσε εμάς. Ακόμα μοιράζαμε και λάδι από το δήμο μας, που είχαν μαζέψει οι εργάτες του πάρκου από τις ελιές που υπήρχαν εντός του πάρκου.
Αυτή τη χρονιά ήρθε και ο Μπιμπίρης συνοδός.
-Βγείτε έξω στο χιόνι να αναπνεύσετε καθαρό οξυγόνο τρεμουλιάρηδες! Μας παρότρυνε.
Εκεί είδα τον Δημακόπουλο, να γυρνά και να μου λέει.
-Είδες φτώχεια Χρήστο!
Ήταν όντως αξιολύπητοι άνθρωποι που έρχονταν να πάρουν πράγματα.
Το βράδυ στα δωμάτια γινόταν χαμός. Μαξιλαροπόλεμος. Χαλάσαμε αρκετά μαξιλάρια και υπήρχε απαγόρευση να μη ξαναπαίξουμε μαξιλαροπόλεμο.
Κοιμόμουν στο επάνω κρεβάτι, ήταν διώροφα, πίσω από την πόρτα όταν άνοιγε και δεν φαινόμουν όταν ερχόταν κάποιος. Δυστυχώς ο μαξιλαροπόλεμος ξανάρχισε παρά την απαγόρευση. Δεν συμμετείχα αλλά κάποιος πέταξε ένα μαξιλάρι για κάποιον και βρέθηκε στα χέρια μου. Το κράτησα.
Ανοίγει ξαφνικά την πόρτα ο Μπιμπίρης, σκοτάδι εν τω μεταξύ και ψάχνοντας να βρει τον διακόπτη για το φως λέει.
-Τι είπαμε ρε γαϊδούρια! Τώρα θα δείτε!
Όπως είχα το ξένο μαξιλάρι, το σηκώνω και το κατεβάζω με δύναμη στο κεφάλι του Μπιμπίρη.
Έπαθε πλάκα. Ώσπου να βρει τον διακόπτη, όλοι ήταν στα κρεβάτια τους.
-Ποιος με βάρεσε;
Τα χάσανε όλοι. Ποιος μπορεί να τον βάρεσε; Εδώ ερχόταν για να μας τιμωρήσει και θα τον βαράγαμε; Όλοι κοιτούσαν να βρεθούνε στα κρεβάτια τους και όχι να χτυπήσουν τον Καθηγητή τους.
-Μη κουνηθεί κανείς σας! Όποιος δεν έχει μαξιλάρι αυτός με βάρεσε.
Αρχίζει από μένα μιας και ήμουν στην αρχή, βλέπει ότι έχω, άσε που δεν περίμενε να είχα κάνει κάτι τέτοιο. Έλειπε σε κάποιον στο βάθος αλλά το θεώρησε απίθανο από εκεί κάτω να τον βάρεσαν, γιατί δεν του πέταξαν αλλά το κατέβασαν με δύναμη.
Κατάλαβε πως δεν θα έβρισκε τον ένοχο και σταμάτησε να ερευνά.
Πιστεύω και να με ανακάλυπτε δεν θα με τιμωρούσε.
Ένας άλλος μεγάλος καημός του ήταν ότι δεν κατάφερε να πιάσει τον Κουτσούκο να αντιγράφει.
Έχω πει του Κουτσούκου αν μπορώ να αναφέρω τον ασύλληπτο τρόπο αντιγραφής και δεν συναίνεσε.
Όλοι οι καθηγητές που θεωρούσαν τον εαυτόν τους αυθεντία στην ανακάλυψη αντιγραφής είχαν σηκώσει ψηλά τα χέρια στην περίπτωση Κουτσούκου. Εναπόθεσαν τις ελπίδες τους στον Μπιμπίρη.
Φορούσε τεράστια μαύρα γυαλιά και καθόταν ακίνητος σαν τον Βούδα στην έδρα.
-Εγώ τώρα μπορεί και να κοιμάμαι αλλά άμα αντιγράψετε θα το δω!
Δεν έβλεπε κινήσεις από τον Κουτσούκο με πρόθεση να αντιγράψει.
19 – 20 ο Κουτσούκος.
Έσπαγε το κεφάλι του, είναι δυνατόν; Σίγουρα αντιγράφει.
Την άλλη φορά.
-Σήκω! του έλεγε πήγαινε κάτσε σ΄ αυτό το θρανίο!
Κοιτούσε στο θρανίο μήπως είχε γράψει κάτι. Πεντακάθαρο, τίποτα.
-Δώσε μου το χαρτόνι σου!
Κοιτούσε μήπως έχει γράψει κάτι με στυλό που δεν γράφει. Πεντακάθαρο και αυτό.
Πάλι 19 – 20 ο Κουτσούκος.
Έφυγε με αυτόν τον καημό σίγουρα και κρίμα που δεν του το μαρτύρησα, να ησυχάσει.
Δυο Καθηγητές με γοήτευσαν σ΄ όλη μου τη σχολική διάρκεια. Ο ΜΠΙΜΠΗΡΗΣ και ο ΙΩΑΝΝΗΣ ΔΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ. Καθηγητές και μαθητές ταυτόχρονα. Ασύλληπτα πράγματα για την εποχή μας. Παιδευτές πραγματικοί, που χρειαζόμαστε σαν χώρα να πάμε μπροστά.
Αν και δεν ήταν Λουτρακιώτης, αγαπούσε περισσότερο από μας τους δήθεν ντόπιους τον τόπο μας. Είχε μιλήσει για την προστασία του υδροφόρου ορίζοντα και τι έπρεπε να γίνει, σε χρόνους ανύποπτους! Ποιος τον άκουσε; Ουδείς!
Κρίμα γιατί τέτοιοι άνθρωποι που έσωσαν ολόκληρη γενιά νέων και με πενιχρά μέσα τους έκαναν ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ πρώτα και μετά οτιδήποτε άλλο είναι άγνωστοι και λησμονημένοι και έρχεται ένας ασήμαντος γραφικός να πει τι; Τα αυτονόητα.
Είχα σκεφτεί να βάλω εδώ στο σπίτι που μένω οδός Ιωάννη Μπιμπίρη αλλά δεν του αξίζει τόσο μικρός δρόμος, με ένα σπίτι, ενός τόσο μεγάλου ανθρώπου. Όπως έχω πει βάλτε ρε παιδιά οδός Παναγιώτη ΓΕΩΡΓΙΟΥ σε μεγάλο δρόμο χωρίς όνομα, που δυστυχώς είναι ουκ ολίγοι. Αν περιμένετε από τους τοπικούς ανύπαρκτους έτσι θα σας βρίσκουν. Ραντεβού στα τυφλά.
Κύριε Καθηγητά και ένας που βρέθηκε να γράψει αυτά τα ελάχιστα για Σας είναι δείγμα πως οι κόποι Σας και οι αγωνίες Σας για μας, δεν πήγαν χαμένες.
christospanteleou
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου