Γελάω όταν θυμάμαι ένα συμβάν του πατέρα μου όταν ήταν στην Τρίτη δημοτικού. Μου το είχε διηγηθεί και το είχα συγκρατήσει καλά στο μυαλό μου.
Ο γιατρός Γιώργος Γλυκοφρύδης μου το θύμισε πριν χρόνια όταν ερχόταν στο ταχυδρομείο από την πίσω πόρτα για να τον εξυπηρετήσω μιας και η ουρά μέσα, έφτανε πολλές φορές έξω. Μου άρεσε από πολύ παλιά να κάνω αφιερώματα σε σημαντικούς ανθρώπους της τοπικής κοινωνίας που δεν είχαν την ανάλογη αναγνώριση από την τοπική ηγεσία. Μου είχε πει πως πρέπει να ασχοληθώ με το έργο και την άγνωστη προσφορά της Κούλας Μήτρου [Φελούκας] στο Λουτράκι.
Η Φελούκα ήταν γειτόνισσα του Γιατρού και μια μέρα έτυχε να αρρωστήσει. Την ενημέρωσε πως έρχεται από τον πατέρα μου μιας και αυτός έτυχε να ήταν άρρωστος.
-Ρε τον Κώστα; Ήμασταν συμμαθητές ξέρεις τι έκανε; Είπε π@@@@να τη δασκάλα.
-Το ξέρεις ότι ο πατέρας σου είπε π…..να τη δασκάλα μου λέει…
-Είχαμε μιαν άσχημη δασκάλα, μου είχε πει. Ήταν μάλιστα και καμπούρα. Εγώ Τρίτη δημοτικού την βλέπω ραντεβού με έναν Λουτρακιώτη. Με είδε και της έπεσαν τα μούτρα. Φοβόταν μη το πω και στα άλλα παιδιά και δημιουργηθεί θέμα. Έτσι τον είχε με το σεις και το σας. Ούτε ξύλο, ούτε παρατηρήσεις τίποτα. Την έβγαζε καθαρή. Υπήρχε ένας αλληλοσεβασμός που στηριζόταν στην ομερτά. Ήταν στο απυρόβλητο κάτι σαν προστατευόμενος μάρτυρας, που είναι και επίκαιρο. Μια μέρα έσπασε το πρωτόκολλο και τον κοπάνησε. Δεν το περίμενε γι΄ αυτό δεν πρόλαβε να προφυλαχτεί. Αγανακτισμένος αφού τον άφησε από τα χέρια της τρέχει γύρω γύρω από τα θρανία για να μην τον πιάσει και της φωνάζει.
-Τι βαράς μωρή π……άνα! Να κάνεις παιδιά και να βαρέσεις!
Προσπάθησε να τον ξαναπιάσει. Που να τα καταφέρει.
-Τώρα ρε αλήτη πάω να φέρω τον διευθυντή! Του λέει και κλείνει την πόρτα να μη βγει έξω.
Δίνει μια, πηδάει από το παράθυρο και πάει σπίτι.
Την άλλη μέρα δεν πήγε σχολείο. Ανακοίνωσε πως θα πάει στα πεύκα. Δεν ήθελε να ξαναπατήσει στο σχολείο.
Ρε καλέ μου, ρε χρυσέ μου τίποτα. Πήγε στα πεύκα αλλά εκεί ήταν δύσκολα για την ηλικία του. Έτσι με μια εβδομάδα απουσίας ξαναπήγε σχολείο σαν βρεγμένη γάτα. Έτυχε η δασκάλα να ήταν απούσα και μάθημα έκανε ο διευθυντής.
Τότε υπήρχε η νοοτροπία αν ρωτούσε έναν μαθητή ο δάσκαλος και δεν ήξερε να απαντήσει. Έπιανε με τη σειρά από την αρχή και βαρούσε όλα τα παιδιά. Φτάνει και στον πατέρα μου και δεν του προτάσσει το χέρι να τον χτυπήσει με τη βέργα.
-Το χέρι σου, του λέει.
-Γιατί! Του λέει. Είμαστε υποχρεωμένοι εμείς να τρώμε ξύλο επειδή δεν ξέρει να απαντήσει ο άλλος;
Ξαφνιάστηκε ο διευθυντής.
-Πως λέγεσαι; Του λέει.
-Παντελέου! Απαντά.
-Έλα εδώ τομάρι εσύ είσαι που είπες τη δασκάλα σου π….άνα;
Τον έκανε ασήκωτο στο ξύλο. Εκεί σταμάτησε και η μόρφωσή του.
Την άλλη μέρα και κάθε μέρα στα πεύκα.
Κι όμως αυτοί οι άνθρωποι είχαν φοιτήσει στο μεγάλο σχολείο που λέγεται ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ. Και το σχολείο δεν είχε πολλά πράγματα να τους δώσει. Πέρα από τον φόβο και τις διακρίσεις. Αν αυτοί οι άνθρωποι δεν είχαν τόσο ισχυρές οικογένειες θα έτρωγαν τηγανιτούς ανθρώπους, με την αντιμετώπιση που είχαν από τους δασκάλους. Ξύλο, βία εξευτελισμός.
Μη νομίζεται πως και στη εποχή μου ήταν καλύτερα.
Σε κάθε χρονιά τουλάχιστον 30 φορές θα μας είχε ρωτήσει ο εκάστοτε δάσκαλος.
-Τι δουλειά κάνει ο πατέρας μας! Δεν είχαν και θυμητικό π ανάθεμά τους.
Στην έκτη όπως έχω αναφέρει δέχτηκα πολλές φορές λεκτική κακοποίηση. Ο δάσκαλός μας διέκοπτε το μάθημα για ψύλλου πήδημα και ήθελε σώνει και καλά να γελάμε με το δήθεν αστείο που πέταξε μια αυτός, μια κάποιος συμμαθητής. Τα παιδιά άλλο που δεν ήθελαν. Ώσπου να επανέλθουμε στην τάξη πέρναγε η ώρα. Δεν έβρισκα τα αστεία πως άξιζαν τον κόπο να χαλάς την παράδοση κυρίως των μαθημάτων.
-Εσύ ρε μούργο γιατί δεν γελάς; Με ρωτούσε αυστηρά.
-Μα για να γελάσω πρέπει να είναι αστείο, αυτό που λέγεται! Αυτά δεν είναι αστεία! Προσπαθούσα να του δώσω να καταλάβει πως το αστείο δεν είναι κάτι απλό.
Έτσι σε κάθε ξεσηκωμό γέλιου της τάξης ένιωθα τα βλέμματά του πάνω μου και το γνωστό.
-Γέλα ρε μούργο!
Μια φορά δε είπε.
Σωπάστε! Γέλασε και ο μούργος!
Ήταν όντως ένα πετυχημένο αστείο.
Αρέσκετο να πετά αρβανίτικες λέξεις και ρωτούσε να μάθει αν γνωρίζαμε τι σημαίνουν. Είχε θητεία και στην Περαχώρα και το έπαιζε έξυπνος. Ρωτούσε συνήθως λέξεις και που να είχες πλήρη άγνοια καταλάβαινες τι σημαίνουν.
Μια μέρα πετά και την λέξη « δέλπουρα». Κανείς δεν απάντησε. Μετά από μέρες την ξαναλέει κανείς πάλι δεν του είπε τίποτα.
Το θεώρησε πως είχε βρει τη λέξη που θα μας τυραννούσε μέχρι το τέλος της χρονιάς.
Κάποια μέρα μας την ξαναλέει.
-Αλεπού! Λέω βαριεστημένα και αδιάφορα δίνοντάς του να καταλάβει πως δεν αξίζει να ασχολούμαστε με τέτοιες κουταμάρες.
christospanteleou
Του φάνηκε περίεργο που την ήξερα και με ρώτησε αν την ήξερα από πριν.
-Ναι, του λέω και εκεί ίσως κατάλαβε πως η διδασκαλική του ικανότητα είχε λαβωθεί.
Μετά από χρόνια 1982 είχα την καφετέρια Λαΐς στο κεντρικό πάρκο. Εκεί γίνονταν επικές μάχες στο τάβλι. Περνούσε για να πάει στο σπίτι του και μας έβλεπε συγκεντρωμένους και ερχόταν. Κάτι είπε μια μέρα και του λέει αγενέστατα ο Αντώνης Οικονόμου, συμμαθητής και αυτός.
-Εσένα μια μέρα θα σου δώσω τέτοιο ξύλο που θα το θυμάσαι σ΄ όλη τη ζωή σου!
Εκεί έβγαλε ότι είχε εισπράξει από τη διαπαιδαγώγηση του.Τη βία
-Γιατί ρε Οικονόμου;
Δάσκαλος ήσουν εσύ; Πότε βάρεσες ένα πλουσιόπαιδο; Εμάς μας είχες τρελάνει στο ξύλο.
-Κάναμε και λάθη! Ορίστε, βάρα με αν το θέλεις!
-Αυτά τα λάθη σημαδεύουν τα μικρά παιδιά και δεν πρέπει να γίνονται από δασκάλους. Μένουν βιώματα! Του απάντησε.
Απορώ πως μπορέσαμε και σταθήκαμε στην κοινωνία με τέτοιους παιδαγωγούς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου