Δευτέρα 27 Απριλίου 2020

ΑΡΧΑΙΟΤΕΡΗ ΓΛΩΣΣΑ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ Είναι Η Ελληνική


Ἡ Ἑλ­λη­νι­κὴ μὲ τή­ν μα­θη­μα­τι­κὴ δο­μὴ τη­ς εἶναι ἡ γλῶσ­σα τῆς… πλη­ρο­φο­ρι­κῆς καί τῆς νέ­ας γε­νιᾶς τῶν ἐξε­λιγ­μέ­νω­ν ὑ­πο­λο­γι­στῶν, δι­ό­τι μό­νο σὲ αὐ­τή­ν δέν ὑπάρ­χουν ὅ­ρια. (Μπὶλ Γκέ­ϊτς).
Ἡ Ἑλ­λη­νι­κὴ καί ἡ Κι­νέ­ζι­κη… εἶναι οἱ μό­νε­ς γλῶσ­σε­ς μέ συ­νε­χῆ ζῶ­σα πα­ρου­σί­α ἀπό τούς ἴ­διους λα­ού­ς καί στὸν ἴ­διο χῶ­ρο ἐ­δῶ καὶ 4.000 ἔ­τη. Ὅ­λες οἱ γλῶσ­σε­ς θε­ω­ροῦν­ται κρυ­φο­ελ­λη­νι­κές, μὲ πλού­σια δά­νεια ἀ­πὸ τὴν μη­τέ­ρα τῶν γλωσ­σῶν, τὴν Ἑλ­λη­νι­κή. (Francisco Adrados, γλωσ­σο­λό­γος).
Τὸ πρῶ­το με­γά­λο πλῆγ­μα ποὺ δέ­χθη­κε ἡ Ἑλ­λη­νι­κὴ γλῶσ­σα ἦ­ταν ἡ με­ταρ­ρύθ­μι­ση τοῦ 1976 μὲ τὴν κα­τάρ­γη­ση τῶν ἀρ­χαί­ων Ἑλ­λη­νι­κῶν καὶ ἡ διὰ νό­μου κα­θι­έ­ρω­ση τῆς Δη­μο­τι­κῆς καὶ τοῦ μο­νο­το­νι­κοῦ, ποὺ σή­με­ρα κα­τάν­τη­σε ἀ­το­νι­κό.

Ἕ­τε­ρο με­γά­λο πλῆγ­μα εἶ­ναι ὅ­τι ἡ …οἰ­κο­γέ­νεια, ὁ δά­σκα­λος καὶ ὁ ἱ­ε­ρέ­ας ἀν­τι­κα­τα­στά­θη­καν ἀ­πὸ τὴν τη­λε­ό­ρα­ση, ποὺ ἀ­σκεῖ ὀ­λέ­θρια ἐ­πί­δρα­ση ὄ­χι μό­νο στὴν γλῶσ­σα, ἀλ­λὰ καὶ στὸν χα­ρα­κτῆ­ρα καὶ στὸ ἦ­θος.

(Ἀν­τώ­νης Κου­νά­δης, ἀ­κα­δη­μα­ϊ­κὸς).

Τὸ CNN σὲ συ­νερ­γα­σί­α μὲ τὴν ἑ­ται­ρεί­α ὑ­πο­λο­γι­στῶν apple ἑ­τοί­μα­σαν ἕ­να εὔ­κο­λο πρό­γραμ­μα ἐκ­μά­θη­σης ἑλ­λη­νι­κῶν πρὸς τοὺς ἀγ­γλό­φω­νους καὶ ἱ­σπα­νό­φω­νους τῶν ΗΠΑ. Τὸ σκε­πτι­κὸ αὐ­τῆς τῆς πρω­το­βου­λί­ας ἦ­ταν ὅ­τι ἡ ἑλ­λη­νι­κὴ ἐν­τεί­νει τὸ ὀρ­θο­λο­γι­κὸ πνεῦ­μα, ξύ­νει τὸ ἐ­πι­χει­ρη­μα­τι­κὸ πνεῦ­μα καὶ προ­τρέ­πει τοὺς πο­λί­τες πρὸς τὴν δη­μι­ουρ­γι­κό­τη­τα.

Με­τρών­τας τὶς δι­α­φο­ρε­τι­κὲς λέ­ξεις ποὺ ἔ­χει ἡ κά­θε γλῶσ­σα βλέ­που­με ὅ­τι ὅ­λες ἔ­χουν ἀ­πὸ ἀρ­κε­τὲς χι­λιά­δες, ἄ­ρα εἶ­ναι ἀ­δύ­να­το νὰ ὑ­πάρ­ξει γρα­φὴ ποὺ νὰ ἔ­χει τό­σα γράμ­μα­τα ὅ­σες καὶ οἱ λέ­ξεις μί­ας γλώσ­σας, για­τί κα­νέ­νας δὲ θὰ θυ­μό­ταν τό­σα πολ­λὰ σύμ­βο­λα.

Τὸ ἴ­διο ἰ­σχύ­ει καὶ μὲ τὶς δι­α­φο­ρε­τι­κὲς συλ­λα­βὲς τῶν λέ­ξε­ων (π.χ. τίς: α, αβ, βα, βρα, βε, ου) πού ἔ­χει ἡ κά­θε γλῶσ­σα.

Με­τρών­τας ἐ­πί­σης τοὺς δι­α­φο­ρε­τι­κοὺς φθόγ­γους τῶν λέ­ξε­ων (τούς: α, β, γ) πού ἔ­χει ἡ κά­θε γλῶσ­σα βλέ­που­με ὅ­τι αὐ­τοὶ εἶ­ναι σχε­τι­κὰ λί­γοι, εἶ­ναι μό­λις 20, δη­λα­δὴ οἱ ἑ­ξῆς: α, ε, ο, ου, ι, κ, γ, χ, τ, δ, θ, π, β, φ, μ, ν, λ, ρ, σ, ζ, ὅ­μως, ἂν κα­τα­γρά­φου­με τὶς λέ­ξεις μό­νο ὡς ἔ­χουν φθογ­γι­κά, δὲ δι­α­κρί­νον­ται οἱ ὁ­μό­η­χες, π.χ.: «τί­χι» = τεί­χη, τοῖ­χοι, τύ­χη, τύ­χει, «κα­λὶ» = κα­λοὶ & κα­λὴ & κα­λεῖ.

Ἑ­πο­μέ­νως, δὲν εἶ­ναι δυ­να­τὸ νὰ ὑ­πάρ­ξει γρα­φὴ ποὺ νὰ ἔ­χει τό­σα γράμ­μα­τα ὅ­σοι καὶ οἱ δι­α­φο­ρε­τι­κοὶ φθόγ­γοι τῶν λέ­ξε­ων.

Πρὸ αὐ­τοῦ τοῦ προ­βλή­μα­τος οἱ ἄν­θρω­ποι κα­τά­φυ­γαν σὲ δι­ά­φο­ρα τε­χνά­σμα­τα, γιὰ νὰ ἐ­πι­τύ­χουν τὴν κα­τα­γρα­φὴ τοῦ προ­φο­ρι­κοῦ λό­γου, κυ­ρι­ό­τε­ρα τῶν ὁ­ποί­ων εἶ­ναι τὸ αἰ­γυ­πτια­κὸ καὶ τὸ ἑλληνικό.

Τὸ τέ­χνα­σμα ποὺ ἐ­πι­νό­η­σαν οἱ ἀρ­χαῖ­οι Ἕλ­λη­νες προ­κει­μέ­νου νὰ κα­τα­φέ­ρουν νὰ κα­τα­γρά­φουν φω­νη­τι­κὰ τὶς λέ­ξεις, ἦ­ταν ἡ χρη­σι­μο­ποί­η­ση ἀ­πὸ τὴ μί­α τό­σων γραμ­μά­των ὅ­σοι καὶ οἱ φθόγ­γοι τῶν λέ­ξε­ων, φω­νη­έν­των καὶ συμ­φώ­νων, δη­λα­δὴ τῶν γραμ­μά­των: Α(α), Β(β), Γ(γ) καὶ ἀ­πὸ τὴν ἄλ­λη κά­ποι­ων ὁ­μό­φω­νων γραμ­μά­των, δη­λα­δὴ τῶν: Ω(ο) & Ο(ο), Η(η) & Υ(υ) & Ι(ι) μὲ τὰ ὁ­ποῖα, βά­σει κα­νό­νων, ἀ­φε­νὸς ὑ­πο­δεί­χνε­ται ἡ ἐ­τυ­μο­λο­γί­α (= τὸ μέ­ρος λό­γου ἢ ὁ τύ­πος κ.τ.λ.), ἄ­ρα τὸ ἀ­κρι­βὲς νό­η­μα τῶν λέ­ξε­ων καὶ ἀ­φε­τέ­ρου δι­α­κρί­νον­ται οἱ ὁ­μό­η­χες λέ­ξεις, πρβ π.χ.: τύ­χη & τεί­χη & τύ­χει & τοῖ­χοι, λί­πη & λεί­πει & λύ­πη.

Πα­ρά­βα­λε π.χ. ὅ­τι στὴν ἑλ­λη­νι­κὴ γρα­φὴ ἔ­χει κα­νο­νι­στεῖ νὰ γρά­φου­με τὸ τε­λευ­ταῖ­ο φω­νῆ­εν τῶν ρη­μά­των μὲ τὰ γράμ­μα­τα – ω, ει καὶ τῶν πτω­τι­κῶν μὲ τὰ – ο,ι,η, ὥ­στε νὰ δι­α­κρί­νον­ται οἱ ὁ­μό­η­χοι τύ­ποι: κα­λῶ & κα­λό, κα­λεῖ & κα­λή, σῦκο & σή­κω, φι­λὶ & φυ­λή, φι­λῶ & φύ­λο.

Πα­ρά­βα­λε ὁ­μοί­ως ὅ­τι στὴν ἑλ­λη­νι­κὴ γρα­φὴ ἔ­χει κα­νο­νι­στεῖ νὰ γρά­φου­με τὰ κύ­ρια ὀ­νό­μα­τα μὲ κε­φα­λαῖ­ο γράμ­μα καὶ τὰ κοι­νὰ μὲ μι­κρό, γιὰ δι­ά­κρι­ση τῶν ὁ­μό­φω­νων λέ­ξε­ων: νί­κη & Νί­κη, ἀ­γα­θὴ & Ἀ­γα­θή.
ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΣΥΝΕΧΕΙΑ

Τὰ Ἑλ­λη­νι­κὰ εἶ­ναι ἡ μό­νη γλῶσ­σα στὸν κό­σμο ποὺ ὁ­μι­λεῖ­ται καὶ γρά­φε­ται συ­νε­χῶς ἐ­πὶ 4.000 τοὐλά­χι­στον συ­να­πτὰ ἔ­τη, κα­θὼς ὁ Arthur Evans δι­έ­κρι­νε τρεῖς φά­σεις στὴν ἱ­στο­ρί­α τῆς Μι­νω­ϊ­κῆς γρα­φῆς, ἐκ τῶν ὁ­ποί­ων ἡ πρώ­τη ἀ­πὸ τὸ 2.000 π.Χ. ὡς τὸ 1.650 π.Χ.

Μπο­ρεῖ κά­ποι­ος νὰ δι­α­φω­νή­σει καὶ νὰ πεῖ ὅ­τι τὰ Ἀρ­χαῖα καὶ τὰ Νέ­α Ἑλ­λη­νι­κὰ εἶ­ναι δι­α­φο­ρε­τι­κὲς γλῶσ­σες, ἀλ­λὰ κά­τι τέ­τοι­ο φυ­σι­κὰ καὶ εἶ­ναι τε­λεί­ως ἀ­να­λη­θές.

Ὁ ἴ­διος ὁ Ὀ­δυσ­σέ­ας Ἐ­λύ­της εἶ­πε: «Ἐ­γὼ δὲν ξέ­ρω νὰ ὑ­πάρ­χει πα­ρὰ μί­α γλῶσ­σα, ἡ ἑ­νια­ία Ἑλ­λη­νι­κὴ γλῶσ­σα. Τὸ νὰ λέ­ει ὁ Ἕλ­λη­νας ποι­η­τής, ἀ­κό­μα καὶ σή­με­ρα, ὁ οὐ­ρα­νός, ἡ θά­λασ­σα, ὁ ἥ­λιος, ἡ σε­λή­νη, ὁ ἄ­νε­μος, ὅ­πως τὸ ἔ­λε­γαν ἡ Σαπ­φὼ καὶ ὁ Ἀρ­χι­λό­χος, δὲν εἶ­ναι μι­κρὸ πρᾶγ­μα. Εἶ­ναι πο­λὺ σπου­δαῖ­ο. Ἐ­πι­κοι­νω­νοῦ­με κά­θε στιγ­μὴ μι­λών­τας μὲ τὶς ρί­ζες ποὺ βρί­σκον­ται ἐ­κεῖ. Στὰ Ἀρ­χαῖ­α».

Ὁ με­γά­λος δι­δά­σκα­λος τοῦ γέ­νους Ἀ­δα­μάν­τιος Κο­ρα­ὴς εἶ­χε πεῖ: «Ὅ­ποι­ος χω­ρὶς τὴν γνώ­ση τῆς Ἀρ­χαί­ας ἐ­πι­χει­ρεῖ νὰ με­λε­τή­σει καὶ νὰ ἑρ­μη­νεύ­σει τὴν Νέ­αν, ἢ ἀ­πα­τᾶ­ται ἢ ἀ­πα­τᾶ».

Πα­ρ᾿ ὅ­τι πέ­ρα­σαν χι­λιά­δες χρό­νια, ὅ­λες οἱ Ὁ­μη­ρι­κὲς λέ­ξεις ἔ­χουν δι­α­σω­θεῖ μέ­χρι σή­με­ρα. Μπο­ρεῖ νὰ μὴν δι­α­τη­ρή­θη­καν ἀ­τό­φι­ες, ἄλ­λα ἔ­χουν μεί­νει στὴν γλῶσ­σα μας μέ­σῳ τῶν πα­ρα­γώ­γων τους.



Μπο­ρεῖ νὰ λέ­με νε­ρὸ ἀν­τὶ γιὰ ὕ­δωρ, ἀλ­λὰ λέ­με ὑ­δρο­φό­ρα, ὑ­δρα­γω­γεῖ­ο καὶ ἀ­φυ­δά­τω­ση. Μπο­ρεῖ νὰ μὴν χρη­σι­μο­ποι­οῦ­με τὸ ρῆ­μα δέρ­κο­μαι (βλέ­πω), ἀλ­λὰ χρη­σι­μο­ποι­οῦ­με τὴν λέ­ξη ὀ­ξυ­δερ­κής. Μπο­ρεῖ νὰ μὴν χρη­σι­μο­ποι­οῦ­με τὴν λέ­ξη αὐ­δὴ (φω­νὴ), ἀλ­λὰ πα­ρ᾿ ὅ­λα αὐ­τὰ λέ­με ἄ­ναυ­δος καὶ ἀ­πηύ­δη­σα.

Ἐ­πί­σης, σή­με­ρα δὲν λέ­με λω­ποὺς τὰ ροῦ­χα, ἀλ­λὰ λέ­με τὴν λέ­ξη «λω­πο­δύ­της» ποὺ ση­μαί­νει «αὐ­τὸς ποὺ βυ­θί­ζει (δύ­ει) τὸ χέ­ρι του μέ­σα στὸ ροῦ­χο σου (λω­πὴ) γιὰ νὰ σὲ κλέ­ψει».

Ἡ Γραμ­μι­κὴ Β’ εἶ­ναι καὶ αὐ­τὴ κα­θα­ρὰ Ἑλ­λη­νι­κή, γνή­σιος πρό­γο­νος τῆς Ἀρ­χαί­ας Ἑλ­λη­νι­κῆς. Ἄγ­γλος ἀρ­χι­τέ­κτο­νας Μά­ϊ­κλ Βέν­τρις, ἀ­πο­κρυ­πτο­γρά­φη­σε βά­ση κά­ποι­ων εὑρη­μά­των τὴν γρα­φὴ αὐ­τὴ καὶ ἀ­πέ­δει­ξε τὴν Ἑλ­λη­νι­κό­τη­τά της. Μέ­χρι τό­τε φυ­σι­κὰ ὅ­λοι ἀ­γνο­οῦ­σαν πει­σμα­τι­κὰ ἔ­στω καὶ τὸ ἐν­δε­χό­με­νο νὰ ἦ­ταν Ἑλ­λη­νι­κή…

Τὸ γε­γο­νὸς αὐ­τὸ ἔ­χει τε­ρά­στια ση­μα­σί­α κα­θὼς πά­ει τὰ Ἑλ­λη­νι­κὰ ἀρ­κε­τοὺς αἰ­ῶ­νες ἀ­κό­μα πιὸ πί­σω στὰ βά­θη τῆς ἱ­στο­ρί­ας. Αὐ­τὴ ἡ γρα­φὴ σί­γου­ρα ξε­νί­ζει, κα­θὼς τὰ σύμ­βο­λα ποὺ χρη­σι­μο­ποι­εῖ εἶ­ναι πο­λὺ δι­α­φο­ρε­τι­κὰ ἀ­πὸ τὸ ση­με­ρι­νὸ Ἀλ­φά­βη­το.

Πα­ρ᾿ ὅ­λα αὐ­τά, ἡ προ­φο­ρὰ εἶ­ναι πα­ρα­πλή­σια, ἀ­κό­μα καὶ μὲ τὰ Νέ­α Ἑλ­λη­νι­κά. Γιὰ πα­ρά­δειγ­μα ἡ λέ­ξη «TOKOSOTA» ση­μαί­νει «Το­ξό­τα» (κλη­τι­κή). Εἶ­ναι γνω­στὸ ὅ­τι «κ» καὶ «σ» στὰ Ἑλ­λη­νι­κά μᾶς κά­νει «ξ» καὶ μὲ μί­α ἁ­πλὴ ἐ­πι­με­ρι­στι­κὴ ἰ­δι­ό­τη­τα ὅ­πως κά­νου­με καὶ στὰ μα­θη­μα­τι­κὰ βλέ­που­με ὅ­τι ἡ λέ­ξη αὐ­τὴ ἐ­δῶ καὶ τό­σες χι­λι­ε­τί­ες δὲν ἄλ­λα­ξε κα­θό­λου.

Ἀ­κό­μα πιὸ κον­τὰ στὴν Νε­ο­ελ­λη­νι­κή, ὁ «ἄ­νε­μος», ποὺ στὴν Γραμ­μι­κὴ Β’ γρά­φε­ται «ANEMO», κα­θὼς καὶ «ρά­πτης», «ἔ­ρη­μος» καὶ «τέ­με­νος» ποὺ εἶ­ναι ἀν­τί­στοι­χα στὴν Γραμ­μι­κὴ Β’ «RAPTE», «EREMO», «TEMENO», καὶ πολ­λὰ ἄλ­λα πα­ρα­δείγ­μα­τα.

Ὑ­πο­λο­γί­ζον­τας ὅ­μως ἔ­στω καὶ μὲ τὶς συμ­βα­τι­κὲς χρο­νο­λο­γί­ες, οἱ ὁ­ποῖ­ες το­πο­θε­τοῦν τὸν Ὅ­μη­ρο γύ­ρω στὸ 1.000 π.Χ., ἔ­χου­με τὸ δι­καί­ω­μα νὰ ρω­τή­σου­με: Πό­σες χι­λι­ε­τί­ες χρει­ά­στη­κε ἡ γλῶσ­σα μας ἀ­πὸ τὴν ἐ­πο­χὴ πού οἱ ἄν­θρω­ποι τῶν σπη­λαί­ων τοῦ Ἑλ­λη­νι­κοῦ χώ­ρου τὴν πρω­το­άρ­θρω­σαν μὲ μο­νο­σύλ­λα­βους φθόγ­γους μέ­χρι νὰ φτά­σει στὴν ἐκ­πλη­κτι­κὴ τε­λει­ό­τη­τα τῆς Ὁ­μη­ρι­κῆς ἐ­πι­κῆς δι­α­λέ­κτου, μὲ λέ­ξεις ὅ­πως «ρο­δο­δά­κτυ­λος», λευ­κώ­λε­νος», «ὠ­κύ­μο­ρος», κ.τ.λ.;

Ὁ Πλού­ταρ­χος στὸ «Πε­ρὶ Σω­κρά­τους δαι­μο­νί­ου» μᾶς πλη­ρο­φο­ρεῖ ὅ­τι ὁ Ἀ­γη­σί­λα­ος ἀ­να­κά­λυ­ψε στὴν Ἀλί­αρ­το τὸν τά­φο τῆς Ἀλ­κμή­νης, τῆς μη­τέ­ρας τοῦ Ἡ­ρα­κλέ­ους, ὁ ὁ­ποῖ­ος τά­φος εἶ­χε ὡς ἀ­φι­έ­ρω­μα «πί­να­κα χαλ­κοῦν ἔ­χον­τα γράμ­μα­τα πολ­λὰ θαυ­μα­στά, παμ­πά­λαι­α…». Φαν­τα­στεῖ­τε πε­ρὶ πό­σο πα­λαι­ᾶς γρα­φῆς πρό­κει­ται, ἀ­φοῦ οἱ ἴ­διοι οἱ ἀρ­χαῖ­οι Ἕλ­λη­νες τὴν χα­ρα­κτη­ρί­ζουν «ἀρ­χαῖα»…

Φυ­σι­κά, δὲν γί­νε­ται ξαφ­νι­κά, «ἀ­πὸ τὸ που­θε­νὰ» νὰ ἐμ­φα­νι­στεῖ ἕ­νας Ὅ­μη­ρος καὶ νὰ γρά­ψει δύ­ο λο­γο­τε­χνι­κὰ ἀ­ρι­στουρ­γή­μα­τα, εἶ­ναι προ­φα­νὲς ὅ­τι ἀ­πὸ πο­λὺ πιὸ πρὶν πρέ­πει νὰ ὑ­πῆρ­χε γλῶσ­σα (καὶ γρα­φὴ) ὑ­ψη­λοῦ ἐ­πι­πέ­δου. Πράγ­μα­τι, ἀ­πὸ τὴν ἀρ­χαί­α Ἑλ­λη­νι­κὴ Γραμ­μα­τεί­α γνω­ρί­ζου­με ὅ­τι ὁ Ὅ­μη­ρος δὲν ὑ­πῆρ­ξε ὁ πρῶ­τος, ἀλ­λὰ ὁ τε­λευ­ταῖ­ος καὶ δι­α­ση­μό­τε­ρος μί­ας με­γά­λης σει­ρᾶς ἐ­πι­κῶν ποι­η­τῶν, τῶν ὁ­ποί­ων τὰ ὀ­νό­μα­τα ἔ­χουν δι­α­σω­θεῖ (Κρε­ώ­φυ­λος, Προ­δι­κός, Ἀρ­κτίνος, Ἀν­τί­μα­χος, Κι­ναί­θων, Καλ­λί­μα­χος) κα­θὼς καὶ τὰ ὀ­νό­μα­τα τῶν ἔρ­γων τους (Φο­ρω­νίς, Φω­κα­ΐς, Δα­να­ΐς, Αἰ­θι­ο­πίς, Ἐ­πί­γο­νοι, Οἰ­δι­πό­δεια, Θή­βαις…) δὲν ἔ­χουν ὅ­μως δι­α­σω­θεῖ τὰ ἴ­δια τὰ ἔρ­γα τους.



ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΑ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑΣ ΝΕΩΝ ΛΕΞΕΩΝ

Ἡ δύ­να­μη τῆς Ἑλ­λη­νι­κῆς γλώσ­σας βρί­σκε­ται στὴν ἱ­κα­νό­τη­τά της νὰ πλά­θε­ται ὄ­χι μό­νο προ­θε­μα­τι­κὰ ἢ κα­τα­λη­κτι­κά, ἀλ­λὰ δι­α­φο­ρο­ποι­ών­τας σὲ με­ρι­κὲς πε­ρι­πτώ­σεις μέ­χρι καὶ τὴν ρί­ζα τῆς λέ­ξης (π.χ. «τρέ­χω» καὶ «τρο­χὸς» πα­ρ᾿ ὅ­τι εἶ­ναι ἀ­πὸ τὴν ἴ­δια οἰ­κο­γέ­νεια ἀ­πο­κλί­νουν ἐ­λα­φρῶς στὴν ρί­ζα).

Ἡ Ἑλ­λη­νι­κὴ γλῶσ­σα εἶ­ναι εἰ­δι­κὴ στὸ νὰ δη­μι­ουρ­γεῖ σύν­θε­τες λέ­ξεις μὲ ἀ­πί­στευ­των δυ­να­το­τή­των χρή­σεις, πολ­λα­πλα­σι­ά­ζον­τας τὸ λε­ξι­λό­γιο.

Τὸ δι­ε­θνὲς λε­ξι­κὸ Webster’s (Webster’s New International Dictionary) ἀ­να­φέ­ρει: «Ἡ Λα­τι­νι­κὴ καὶ ἡ Ἑλ­λη­νι­κή, ἰ­δί­ως ἡ Ἑλ­λη­νι­κή, ἀ­πο­τε­λοῦν ἀ­νε­ξάν­τλη­τη πη­γὴ ὑ­λι­κῶν γιὰ τὴν δη­μι­ουρ­γί­α ἐ­πι­στη­μο­νι­κῶν ὅ­ρων», ἐ­νῶ οἱ Γάλ­λοι λε­ξι­κο­γρά­φοι Jean Bouffartigue καὶ Anne-Marie Delrieu το­νί­ζουν: «Ἡ ἐ­πι­στή­μη βρί­σκει ἀ­στα­μά­τη­τα νέ­α ἀν­τι­κεί­με­να ἢ ἔν­νοι­ες. Πρέ­πει νὰ τὰ ὀ­νο­μά­σει. Ὁ θη­σαυ­ρὸς τῶν Ἑλ­λη­νι­κῶν ρι­ζῶν βρί­σκε­ται μπρο­στά της, ἀρ­κεῖ νὰ ἀν­τλή­σει ἀ­πὸ ἐ­κεῖ. Θὰ ἦ­ταν πο­λὺ πε­ρί­ερ­γο νὰ μὴν βρεῖ αὐ­τὲς ποὺ χρει­ά­ζε­ται».

Ὁ Γάλ­λος συγ­γρα­φέ­ας Ζὰκ Λα­καρ­ρι­έρ, ἔκ­θαμ­βος μπρο­στὰ στὸ με­γα­λεῖ­ο της Ἑλ­λη­νι­κῆς, εἶ­χε δη­λώ­σει σχε­τι­κῶς: «Ἡ Ἑλ­λη­νι­κὴ γλῶσ­σα ἔ­χει τὸ χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὸ νὰ προ­σφέ­ρε­ται θαυ­μά­σια γιὰ τὴν ἔκ­φρα­ση ὅ­λων τῶν ἱ­ε­ραρ­χι­ῶν μὲ μί­α ἁ­πλὴ ἐ­ναλ­λα­γὴ τοῦ πρώ­του συν­θε­τι­κοῦ. Ἀρ­κεῖ κα­νεὶς νὰ βά­λει ἕ­να πᾶν – πρῶ­το – ἀρ­χὶ – ὑ­πὲρ – ἢ μί­α ὁ­ποι­α­δή­πο­τε ἄλ­λη πρό­θε­ση μπρο­στὰ σὲ ἕ­να θέ­μα. Κι ἂν συν­δυά­σει κα­νεὶς με­τα­ξύ τους αὐ­τὰ τὰ προ­θέ­μα­τα, παίρ­νει μί­α ἀ­τε­λεί­ω­τη ποι­κι­λί­α δι­α­βαθ­μί­σε­ων. Τὰ προ­θέ­μα­τα ἐγ­κλεί­ον­ται τὰ μὲν στὰ δὲ σὰν μί­α ση­μα­σι­ο­λο­γι­κὴ κλί­μα­κα, ἡ ὁ­ποί­α ὀρ­θώ­νε­ται πρὸς τὸν οὐ­ρα­νὸ τῶν λέ­ξε­ων».

Στὴν Ἰ­λιά­δα τοῦ Ὁ­μή­ρου ἡ Θέ­τις θρη­νεῖ γιὰ ὅ­τι θὰ πά­θει ὁ υἱ­ὸς της σκο­τώ­νον­τας τὸν Ἕ­κτω­ρα «διὸ καὶ δυ­σα­ρι­στο­το­κεί­αν αὐ­τὴν ὀ­νο­μά­ζει». Ἡ λέ­ξη αὐ­τὴ ἀ­πὸ μό­νη της εἶ­ναι ἕ­να μοι­ρο­λό­ϊ, δὺς + ἄ­ρι­στος + τί­κτω (=γεν­νῶ) καὶ ση­μαί­νει ὅ­πως ἀ­να­λύ­ει τὸ Ἐ­τυ­μο­λο­γι­κὸν τὸ Μέ­γα «ποὺ γιὰ κα­κὸ γέν­νη­σα τὸν ἄ­ρι­στο».

Πρὸ ὀ­λί­γων ἐ­τῶν κυ­κλο­φό­ρη­σε στὴν Ἑλ­βε­τί­α τὸ λε­ξι­κὸ ἀ­νύ­παρ­κτων λέ­ξε­ων (Dictionnaire Des Mots Inexistants) ὅ­που προ­τεί­νε­ται νὰ ἀν­τι­κα­τα­στα­θοῦν Γαλ­λι­κὲς πε­ρι­φρά­σεις μὲ μο­νο­λε­κτι­κοὺς ὅ­ρους ἀ­πὸ τὰ Ἑλ­λη­νι­κά. Π.χ. androprere, biopaleste, dysparegorete, ecogeniarche, elpidophore, glossoctonie, philomatheem tachymathie, theopempte κ.λπ. πε­ρί­που 2.000 λήμ­μα­τα μὲ προ­ο­πτι­κὴ πε­ραι­τέ­ρω ἐμ­πλου­τι­σμοῦ.



Η ΑΚΡΙΒΟΛΟΓΙΑ

Εἶ­ναι προ­φα­νὲς ὅ­τι τοὐ­λά­χι­στον ὅ­σον ἀ­φο­ρᾶ τὴν ἀ­κρι­βο­λο­γί­α, γλῶσ­σες ὅ­πως τὰ Ἑλ­λη­νι­κὰ ὑ­περ­τε­ροῦν σα­φῶς σὲ σχέ­ση μὲ γλῶσ­σες σὰν τὰ Ἀγ­γλι­κά.
Εἶ­ναι λο­γι­κὸ ἄλ­λω­στε ἂν κά­τσει νὰ τὸ σκε­φτεῖ κα­νείς, ὅ­τι μπο­ρεῖ πο­λὺ πιὸ εὔ­κο­λα νὰ κα­θι­ε­ρω­θεῖ μί­α γλῶσ­σα Δι­ε­θνὴς ὅ­ταν εἶ­ναι πιὸ εὔ­κο­λη στὴν ἐκ­μά­θη­ση, ἀ­πὸ τὴ ἄλ­λη ὅ­μως μί­α τέ­τοι­α γλῶσ­σα ἐκ τῶν πραγ­μά­των δὲν μπο­ρεῖ νὰ εἶ­ναι τό­σο ποι­ο­τι­κή.

Συ­νέ­πεια τῶν πα­ρα­πά­νω εἶ­ναι ὅ­τι ἡ Ἀγ­γλι­κὴ γλῶσ­σα δὲν μπο­ρεῖ νὰ εἶ­ναι λα­κω­νι­κὴ ὅ­πως εἶ­ναι ἡ Ἑλ­λη­νι­κή, κα­θὼς γιὰ νὰ μὴν εἶ­ναι δι­φο­ρού­με­νο τὸ νό­η­μα τῆς ἑ­κά­στο­τε φρά­σης, πρέ­πει νὰ χρη­σι­μο­ποι­η­θοῦν ἐ­πι­πλέ­ον λέ­ξεις. Γιὰ πα­ρά­δειγ­μα ἡ λέ­ξη «drink» ὡς αὐ­το­τε­λὴς φρά­ση δὲν ὑ­φί­στα­ται στὰ Ἀγ­γλι­κά, κα­θὼς μπο­ρεῖ νὰ ση­μαί­νει «πο­τό», «πί­νω», «πι­ὲς» κ.τ.λ. Ἀν­τι­θέ­τως στὰ Ἑλ­λη­νι­κὰ ἡ φρά­ση «πι­ὲς» βγά­ζει νό­η­μα, χω­ρὶς νὰ χρει­ά­ζε­ται νὰ βα­σι­στεῖς στὰ συμ­φρα­ζό­με­να γιὰ νὰ κα­τα­λά­βεις τὸ νό­η­μά της.

Πα­ρέν­θε­ση: Νὰ θυ­μί­σου­με ἐ­δῶ ὅ­τι στὰ Ἀρ­χαῖ­α Ἑλ­λη­νι­κὰ ἐ­κτὸς ἀ­πὸ Ἑ­νι­κὸς καὶ Πλη­θυν­τι­κὸς ἀ­ριθ­μός, ὑ­πῆρ­χε καὶ Δυ­ϊ­κὸς ἀ­ριθ­μός. Ὑ­πάρ­χει στὰ Ἑλ­λη­νι­κὰ καὶ ἡ Δο­τι­κὴ πτώ­ση ἐ­κτὸς ἀ­πὸ τὶς ὑ­πό­λοι­πες 4 πτώ­σεις ὀ­νο­μα­στι­κή, γε­νι­κή, αἰ­τι­α­τι­κὴ καὶ κλι­τι­κή.

Ἡ Δο­τι­κὴ χρη­σι­μο­ποι­εῖ­ται συ­νε­χῶς στὸν κα­θη­με­ρι­νό μας λό­γο (π.χ. Βά­σει τῶν με­τρή­σε­ων, κα­τα­λή­γου­με στὸ συμ­πέ­ρα­σμα ὅ­τι…) καὶ εἶ­ναι πραγ­μα­τι­κὰ ἄ­ξιον λό­γου τὸ για­τί ἐκ­δι­ώ­χθη­κε βί­αι­α ἀ­πὸ τὴν νε­ο­ελ­λη­νι­κὴ γλῶσ­σα.

Ἀ­κό­μα πα­λαι­ό­τε­ρα, ἐ­κτὸς ἀ­πὸ τὴν ἐ­ξο­ρι­σμέ­νη, ἀλ­λὰ ζων­τα­νὴ Δο­τι­κὴ ὑ­πῆρ­χαν καὶ ἄλ­λες τρεῖς ἐ­πι­πλέ­ον πτώ­σεις οἱ ὁ­ποῖ­ες ὅ­μως χά­θη­καν.

Τὸ ἴ­διο πρό­βλη­μα, σὲ πο­λὺ πιὸ ἔν­το­νο φυ­σι­κὰ βαθ­μό, ἔ­χει καὶ ἡ Κι­νε­ζι­κὴ γλῶσ­σα. Ὅ­πως μᾶς λέ­ει καὶ ὁ Κρη­τι­κὸς δη­μο­σι­ο­γρά­φος Α. Κρα­σα­νά­κης: «Ἐ­πει­δὴ οἱ ἁ­πλὲς λέ­ξεις εἶ­ναι λί­γες, ἔ­χουν ἀ­πο­κτή­σει πά­ρα πολ­λὲς ἔν­νοι­ες, γιὰ νὰ κα­λύ­ψουν τὶς ἀ­νάγ­κες τῆς ἔκ­φρα­σης, π.χ.: «σι» = γνω­ρί­ζω, εἶ­μαι, ἰ­σχύς, κό­σμος, ὅρ­κος, ἀ­φή­νω, θέ­τω, ἀ­γα­πῶ, βλέ­πω, φρον­τί­ζω, περ­πα­τῶ, σπί­τι κ.τ.λ., «πα» = μπα­λέ­το, ὀ­κτώ, κλέ­φτης, κλέ­βω… «πά­ϊ» = ἄ­σπρο, ἑ­κα­τό, ἑ­κα­το­στό, χά­νω…».

Ἴ­σως νὰ ὑ­πάρ­χει ἐ­λα­φρὰ δι­α­φο­ρὰ στὸν το­νι­σμό, ἀλ­λὰ ἀ­κό­μα καὶ νὰ ὑ­πάρ­χει, πῶς εἶ­ναι δυ­να­τὸν νὰ κα­τα­στή­σεις ἕ­να ση­μαν­τι­κὸ κεί­με­νο (π.χ. συμ­βό­λαι­ο) ξε­κά­θα­ρο;



Η ΚΥΡΙΟΛΕΞΙΑ

Στὴν Ἑλ­λη­νι­κὴ γλῶσ­σα οὐ­σι­α­στι­κὰ δὲν ὑ­πάρ­χουν συ­νώ­νυ­μα, κα­θὼς ὅ­λες οἱ λέ­ξεις ἔ­χουν λε­πτὲς ἐν­νοι­ο­λο­γι­κὲς δι­α­φο­ρὲς με­τα­ξύ τους.

Γιὰ πα­ρά­δειγ­μα, ἡ λέ­ξη «λω­πο­δύ­της» χρη­σι­μο­ποι­εῖ­ται γι᾿ αὐ­τὸν ποὺ βυ­θί­ζει τὸ χέ­ρι του στὸ ροῦ­χο μας καὶ μᾶς κλέ­βει, κρυ­φὰ δη­λα­δή, ἐ­νῶ ὁ «λη­στὴς» εἶ­ναι αὐ­τὸς ποὺ μᾶς κλέ­βει φα­νε­ρά, μπρο­στὰ στὰ μά­τια μας. Ἐ­πί­σης τὸ «ἄ­γειν» καὶ τὸ «φέ­ρειν» ἔ­χουν τὴν ἴ­δια ἔν­νοι­α. Ὅ­μως τὸ πρῶ­το χρη­σι­μο­ποι­εῖ­ται γιὰ ἔμ­ψυ­χα ὄν­τα, ἐ­νῶ τὸ δεύ­τε­ρο γιὰ τὰ ἄ­ψυ­χα.
Στὰ Ἑλ­λη­νι­κὰ ἔ­χου­με τὶς λέ­ξεις «κε­ράν­νυ­μι», «μί­γνυ­μι» καὶ «φύ­ρω» ποὺ ὅ­λες ἔ­χουν τὸ νό­η­μα τοῦ «ἀ­να­κα­τεύ­ω». Ὅ­ταν ἀ­να­κα­τεύ­ου­με δύ­ο στε­ρε­ὰ ἢ δύ­ο ὑ­γρὰ με­τα­ξύ τους, ἀλ­λὰ χω­ρὶς νὰ συ­νε­πά­γε­ται νέ­α ἕ­νω­ση (π.χ. λά­δι μὲ νε­ρό), τό­τε χρη­σι­μο­ποι­οῦ­με τὴν λέ­ξη «μει­γνύ­ω» ἐ­νῶ ὅ­ταν ἀ­να­κα­τεύ­ου­με ὑ­γρὸ μὲ στε­ρε­ὸ τό­τε λέ­με «φύ­ρω». Ἐξ οὗ καὶ ἡ λέ­ξη «αἱ­μό­φυρ­τος» ποὺ ὅ­λοι γνω­ρί­ζου­με, ἀλ­λὰ δὲν συ­νει­δη­το­ποι­οῦ­με τί ση­μαί­νει.

Ὅ­ταν οἱ Ἀρ­χαῖ­οι Ἕλ­λη­νες πλη­γω­νόν­του­σαν στὴν μά­χη, ἔ­τρε­χε τό­τε τὸ αἷ­μα καὶ ἀ­να­κα­τευ­ό­ταν μὲ τὴν σκό­νη καὶ τὸ χῶ­μα.

Τὸ κε­ράν­νυ­μι ση­μαί­νει ἀ­να­κα­τεύ­ω δύ­ο ὑ­γρὰ καὶ φτειά­χνω ἕ­να νέ­ο, ὅ­πως γιὰ πα­ρά­δειγ­μα ὁ οἶ­νος καὶ τὸ νε­ρό. Ἐ­ξ οὗ καὶ ὁ «ἄ­κρα­τος» (δη­λα­δὴ κα­θα­ρὸς) οἶ­νος ποὺ λέ­γαν οἱ Ἀρ­χαῖ­οι ὅ­ταν δὲν ἦ­ταν ἀ­να­κα­τε­μέ­νος (κε­κραμ­μέ­νος) μὲ νε­ρό.

Τέ­λος ἡ λέ­ξη «παν­τρε­μέ­νος» ἔ­χει δι­α­φο­ρε­τι­κὸ νό­η­μα ἀ­πὸ τὴν λέ­ξη «νυμ­φευ­μέ­νος», δι­α­φο­ρὰ ποὺ πε­ρι­γρά­φουν οἱ ἴ­δι­ες οἱ λέ­ξεις γιὰ ὅ­ποι­ον τοὺς δώ­σει λί­γη ση­μα­σί­α.

Ἡ λέ­ξη παν­τρε­μέ­νος προ­έρ­χε­ται ἀ­πὸ τὸ ρῆ­μα ὑ­παν­δρεύ­ο­μαι καὶ ση­μαί­νει τί­θε­μαι ὑ­πὸ τὴν ἐ­ξου­σί­α τοῦ ἀν­δρὸς ἐ­νῶ ὁ ἄν­δρας νυμ­φεύ­ε­ται, δη­λα­δὴ παίρ­νει νύ­φη.

Γνω­ρί­ζον­τας τέ­τοι­ου εἴ­δους λε­πτὲς ἐν­νοι­ο­λο­γι­κὲς δι­α­φο­ρές, εἶ­ναι πραγ­μα­τι­κὰ πο­λὺ ἀ­στεῖα με­ρι­κὰ ἀ­πὸ τὰ πράγ­μα­τα ποὺ ἀ­κοῦ­με στὴν κα­θη­με­ρι­νὴ – συ­χνὰ λα­θε­μέ­νη – ὁ­μι­λί­α (π.χ. «ὁ Χ παν­τρεύ­τη­κε»).

Ἡ Ἑλ­λη­νι­κὴ γλῶσ­σα ἔ­χει λέ­ξεις γιὰ ἔν­νοι­ες οἱ ὁ­ποῖ­ες πα­ρα­μέ­νουν χω­ρὶς ἀ­πό­δο­ση στὶς ὑ­πό­λοι­πες γλῶσ­σες, ὅ­πως ἅ­μιλ­λα, θαλ­πω­ρὴ καὶ φι­λό­τι­μο. Μό­νον ἡ Ἑλ­λη­νι­κὴ γλῶσ­σα ξε­χω­ρί­ζει τὴ ζω­ὴ ἀ­πὸ τὸν βί­ο, τὴν ἀ­γά­πη ἀ­πὸ τὸν ἔ­ρω­τα. Μό­νον αὐ­τὴ δι­α­χω­ρί­ζει, δι­α­τη­ρών­τας τὸ ἴ­διο ρι­ζι­κὸ θέ­μα, τὸ ἀ­τύ­χη­μα ἀ­πὸ τὸ δυ­στύ­χη­μα, τὸ συμ­φέ­ρον ἀ­πὸ τὸ ἐν­δι­α­φέ­ρον.



ΓΛΩΣΣΑ – ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΣ

Τὸ ἐκ­πλη­κτι­κὸ εἶ­ναι ὅ­τι ἡ ἴ­δια ἡ Ἑλ­λη­νι­κὴ γλῶσ­σα μᾶς δι­δά­σκει συ­νε­χῶς πὼς νὰ γρά­φου­με σω­στά. Μέ­σῳ τῆς ἐ­τυ­μο­λο­γί­ας, μπο­ροῦ­με νὰ κα­τα­λά­βου­με ποι­ὸς εἶ­ναι ὁ σω­στὸς τρό­πος γρα­φῆς ἀ­κό­μα καὶ λέ­ξε­ων ποὺ πο­τὲ δὲν ἔ­χου­με δεῖ ἢ γρά­ψει.

Τὸ «πει­ρού­νι» γιὰ πα­ρά­δειγ­μα, γιὰ κά­ποι­ον ποὺ ἔ­χει βα­σι­κὲς γνώ­σεις Ἀρ­χαί­ων Ἑλ­λη­νι­κῶν, εἶ­ναι προ­φα­νὲς ὅ­τι γρά­φε­ται μὲ «ει» καὶ ὄ­χι μὲ «ι» ὅ­πως πο­λὺ ἄ­στο­χα τὸ γρά­φου­με σή­με­ρα. Ὁ λό­γος εἶ­ναι πο­λὺ ἁ­πλός, τὸ «πει­ρού­νι» προ­έρ­χε­ται ἀ­πὸ τὸ ρῆ­μα «πεί­ρω» ποὺ ση­μαί­νει τρυ­πῶ-δι­α­περ­νῶ, ἀ­κρι­βῶς ἐ­πει­δὴ τρυ­πᾶ­με μὲ αὐ­τὸ τὸ φα­γη­τὸ γιὰ νὰ τὸ πι­ά­σου­με.

Ἐ­πί­σης ἡ λέ­ξη «συγ­κε­κρι­μέ­νος» φυ­σι­κὰ καὶ δὲν μπο­ρεῖ νὰ γρα­φτεῖ «συγ­κε­κρυμ­μέ­νος», κα­θὼς προ­έρ­χε­ται ἀ­πὸ τὸ «κρι­μέ­νος» (αὐ­τὸς ποὺ ἔ­χει δη­λα­δὴ κρι­θεῖ) καὶ ὄ­χι βέ­βαι­α ἀ­πὸ τὸ «κρυμ­μέ­νος» (αὐ­τὸς ποὺ ἔ­χει κρυ­φτεῖ).
Ἄ­ρα τὸ νὰ ὑ­πάρ­χουν πολ­λὰ γράμ­μα­τα γιὰ τὸν ἴ­διο ἦ­χο (π.χ. η, ι, υ, ει, οι κ.τ.λ.) ὄ­χι μό­νο δὲν θὰ ἔ­πρε­πε νὰ μᾶς δυ­σκο­λεύ­ει, ἀλ­λὰ ἀν­τι­θέ­τως νὰ μᾶς βο­η­θά­ει στὸ νὰ γρά­φου­με πιὸ σω­στά, ἐ­φό­σον βέ­βαι­α ἔ­χου­με μί­α βα­σι­κὴ κα­τα­νό­η­ση τῆς γλώσ­σας μας.

Ἐ­πι­πλέ­ον ἡ ὀρ­θο­γρα­φί­α μὲ τὴν σει­ρὰ της μᾶς βο­η­θά­ει ἀν­τί­στρο­φα στὴν ἐ­τυ­μο­λο­γί­α, ἀλ­λὰ καὶ στὴν ἀ­νί­χνευ­ση τῆς ἱ­στο­ρι­κὴ πο­ρεί­ας τῆς κά­θε μί­ας λέ­ξης.

Καὶ αὐ­τὸ ποὺ μπο­ρεῖ νὰ μᾶς βο­η­θή­σει νὰ κα­τα­νο­ή­σου­με τὴν κα­θη­με­ρι­νή μας νε­ο­ελ­λη­νι­κὴ γλῶσ­σα πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­πὸ ὁ­τι­δή­πο­τε ἄλ­λο, εἶ­ναι ἡ γνώ­ση τῶν Ἀρ­χαί­ων Ἑλ­λη­νι­κῶν.

Εἶ­ναι πραγ­μα­τι­κὰ συγ­κλο­νι­στι­κὸ συ­ναί­σθη­μα νὰ μι­λᾶς καὶ ταυ­τό­χρο­να νὰ συ­νει­δη­το­ποι­εῖς τί ἀ­κρι­βῶς λές, ἐ­νῶ μι­λᾶς καὶ ἐκ­στο­μί­ζεις τὴν κά­θε λέ­ξη ταυ­τό­χρο­να νὰ σκέ­φτε­σαι τὴν ση­μα­σί­α της.

Εἶ­ναι πραγ­μα­τι­κὰ με­γά­λο κρί­μα νὰ δι­δά­σκον­ται τὰ Ἀρ­χαῖα μὲ τέ­τοι­ον φρι­κτὸ τρό­πο στὸ σχο­λεῖ­ο ὥ­στε νὰ σὲ κά­νουν νὰ ἀν­τι­πα­θεῖς κά­τι τὸ τό­σο ὄ­μορ­φο καὶ συ­ναρ­πα­στι­κό.



Η ΣΟΦΙΑ

Στὴν γλῶσ­σα ἔ­χου­με τὸ ση­μαῖ­νον (τὴν λέ­ξη) καὶ τὸ ση­μαι­νό­με­νο (τὴν ἔν­νοι­α). Στὴν Ἑλ­λη­νι­κὴ γλῶσ­σα αὐ­τὰ τὰ δύ­ο ἔ­χουν πρω­το­γε­νῆ σχέ­ση, κα­θὼς ἀν­τί­θε­τα μὲ τὶς ἄλ­λες γλῶσ­σες τὸ ση­μαῖ­νον δὲν εἶ­ναι μί­α τυ­χαῖ­α σει­ρὰ ἀ­πὸ γράμ­μα­τα. Σὲ μί­α συ­νη­θι­σμέ­νη γλῶσ­σα ὅ­πως τὰ Ἀγ­γλι­κὰ μπο­ροῦ­με νὰ συμ­φω­νή­σου­με ὅ­λοι νὰ λέ­με τὸ σύν­νε­φο car καὶ τὸ αὐ­το­κί­νη­το cloud, καὶ ἀ­πὸ τὴν στιγ­μὴ ποὺ τὸ συμ­φω­νή­σου­με καὶ ἐμ­πρὸς νὰ εἶ­ναι ἔ­τσι. Στὰ Ἑλ­λη­νι­κὰ κά­τι τέ­τοι­ο εἶ­ναι ἀ­δύ­να­τον. Γι᾿ αὐ­τὸν τὸν λό­γο πολ­λοὶ δι­α­χω­ρί­ζουν τὰ Ἑλ­λη­νι­κὰ σὰν «ἐν­νοι­ο­λο­γι­κὴ» γλῶσ­σα ἀ­πὸ τὶς ὑ­πό­λοι­πες «ση­μει­ο­λο­γι­κὲς» γλῶσ­σες.

Μά­λι­στα ὁ με­γά­λος φι­λό­σο­φος καὶ μα­θη­μα­τι­κὸς Βέ­νερ Χά­ϊζεν­μπεργκ εἶ­χε πα­ρα­τη­ρή­σει αὐ­τὴ τὴν ση­μαν­τι­κὴ ἰ­δι­ό­τη­τα γιὰ τὴν ὁ­ποί­α εἶ­χε πεῖ: «Ἡ θη­τεί­α μου στὴν ἀρ­χαί­α Ἑλ­λη­νι­κὴ γλῶσ­σα ὑ­πῆρ­ξε ἡ σπου­δαι­ό­τε­ρη πνευ­μα­τι­κή μου ἄ­σκη­ση. Στὴν γλῶσ­σα αὐ­τὴ ὑ­πάρ­χει ἡ πλη­ρέ­στε­ρη ἀν­τι­στοι­χία­ ἀ­νά­με­σα στὴν λέ­ξη καὶ στὸ ἐν­νοι­ο­λο­γι­κό της πε­ρι­ε­χό­με­νο».

Ὅ­πως μᾶς ἔ­λε­γε καὶ ὁ Ἀν­τι­σθέ­νης, «Ἀρ­χὴ σο­φί­ας, ἡ τῶν ὀ­νο­μά­των ἐ­πί­σκε­ψις». Γιὰ πα­ρά­δειγ­μα ὁ «ἄρ­χων» εἶ­ναι αὐ­τὸς ποὺ ἔ­χει δι­κή του γῆ (ἄ­ρα=γῆ +ἔ­χων). Καὶ πραγ­μα­τι­κά, ἀ­κό­μα καὶ στὶς μέ­ρες μας εἶ­ναι πο­λὺ ση­μαν­τι­κὸ νὰ ἔ­χει κα­νεὶς δι­κή του γῆ / δι­κό του σπί­τι.

Ὁ «βο­η­θὸς» ση­μαί­νει αὐ­τὸς ποὺ στὸ κά­λε­σμα τρέ­χει. Βο­ὴ=φω­νὴ + θέ­ω=τρέ­χω. Ὁ Ἀ­στὴρ εἶ­ναι τὸ ἀ­στέ­ρι, ἀλ­λὰ ἡ ἴ­δια ἡ λέ­ξη μᾶς λέ­ει ὅ­τι κι­νεῖ­ται, δὲν μέ­νει ἀ­κί­νη­το στὸν οὐ­ρα­νὸ (α + στὴρ ἀ­πὸ τὸ ἵστη­μι ποὺ ση­μαί­νει στέ­κο­μαι).

Αὐ­τὸ ποὺ εἶ­ναι πραγ­μα­τι­κὰ ἐν­δι­α­φέ­ρον, εἶ­ναι ὅ­τι πολ­λὲς φο­ρὲς ἡ λέ­ξη πε­ρι­γρά­φει ἰ­δι­ό­τη­τες τῆς ἔν­νοι­ας τὴν ὁ­ποί­αν ἐκ­φρά­ζει, ἀλ­λὰ μὲ τέ­τοι­ο τρό­πο ποὺ ἐν­τυ­πω­σιά­ζει καὶ δί­νει τρο­φὴ γιὰ τὴν σκέ­ψη.

Γιὰ πα­ρά­δειγ­μα ὁ «φθό­νος» ἐ­τυ­μο­λο­γεῖ­ται ἀ­πὸ τὸ ρῆ­μα «φθί­νω» ποὺ ση­μαί­νει μει­ώ­νο­μαι. Καὶ πραγ­μα­τι­κὰ ὁ φθό­νος σὰν συ­ναί­σθη­μα, σι­γὰ-σι­γὰ μᾶς φθί­νει καὶ μᾶς κα­τα­στρέ­φει. Μᾶς «φθί­νει» – ἐ­λατ­τώ­νει σὰν ἀν­θρώ­πους – καὶ μᾶς φθί­νει μέ­χρι καὶ τὴν ὑ­γεί­α μας.

Καὶ φυ­σι­κὰ ὅ­ταν θέ­λου­με κά­τι πού εἶ­ναι τό­σο πο­λὺ ὥ­στε νὰ μὴν τε­λει­ώ­νει πῶς τὸ λέ­με; Μὰ φυ­σι­κὰ «ἄ­φθο­νο».

Ἔ­χου­με τὴν λέ­ξη «ὡ­ραῖ­ος» ποὺ προ­έρ­χε­ται ἀ­πὸ τὴν «ὥ­ρα». Δι­ό­τι γιὰ νὰ εἶ­ναι κά­τι ὡ­ραῖ­ο, πρέ­πει νὰ ἔρ­θει καὶ στὴν ὥ­ρα του.

Ὡ­ραῖ­ο δὲν εἶ­ναι ἕ­να φροῦ­το οὔ­τε ἄ­γου­ρο οὔ­τε σα­πι­σμέ­νο, καὶ ὡ­ραῖα γυ­ναῖκα δὲν εἶ­ναι κά­ποι­α οὔ­τε στὰ 70 της, ἀλ­λά οὔ­τε φυ­σι­κὰ καὶ στὰ 10 της. Οὔ­τε τὸ κα­λύ­τε­ρο φα­γη­τὸ εἶ­ναι ὡ­ραῖ­ο ὅ­ταν εἴ­μα­στε χορ­τᾶ­τοι, ἐ­πει­δὴ δὲν μπο­ροῦ­με νὰ τὸ ἀ­πο­λαύ­σου­με.

Ἀ­κό­μα ἔ­χου­με τὴν λέ­ξη «ἐ­λευ­θε­ρί­α» γιὰ τὴν ὁ­ποί­α τὸ «Ἐ­τυ­μο­λο­γι­κὸν Μέ­γα» δι­α­τεί­νε­ται «πα­ρὰ τὸ ἐ­λεύ­θειν ὅ­που ἐ­ρᾶ» = τὸ νὰ πη­γαί­νει κα­νεὶς ὅ­που ἀ­γα­πᾶ.

Ἄ­ρα βά­σει τῆς ἴ­διας τῆς λέ­ξης, ἐ­λεύ­θε­ρος εἶ­σαι ὅ­ταν ἔ­χεις τὴν δυ­να­τό­τη­τα νὰ πᾶς ὅ­που ἀ­γα­πᾶς. Πό­σο ἐν­δι­α­φέ­ρου­σα ἑρ­μη­νεί­α…

Τὸ ἄ­γαλ­μα ἐ­τυ­μο­λο­γεῖ­ται ἀ­πὸ τὸ ἀ­γάλ­λο­μαι (εὐ­χα­ρι­στι­έ­μαι) ἐ­πει­δὴ ὅ­ταν βλέ­που­με ἕ­να ὄ­μορ­φο ἀρ­χαι­ο­ελ­λη­νι­κὸ ἄ­γαλ­μα ἡ ψυ­χὴ μας ἀ­γάλ­λε­ται. Καὶ ἀ­πὸ τὸ θέ­α­μα αὐ­τὸ ἐ­πέρ­χε­ται ἡ ἀ­γαλ­λί­α­ση. Ἂν κά­νου­με ὅ­μως τὴν ἀ­νά­λυ­ση τῆς λέ­ξης αὐ­τῆς θὰ δοῦ­με ὅ­τι εἶ­ναι σύν­θε­τη ἀ­πὸ ἀ­γάλ­λο­μαι + ἴα­ση (=για­τρειά).

Ἄ­ρα γιὰ νὰ συ­νο­ψί­σου­με, ὅ­ταν βλέ­που­με ἕ­να ὄ­μορ­φο ἄ­γαλ­μα (ἢ ὁ­τι­δή­πο­τε ὄ­μορ­φο), ἡ ψυ­χὴ μας ἀ­γάλ­λε­ται καὶ ἰ­α­τρευ­ό­μα­στε.

Καὶ πραγ­μα­τι­κά, γνω­ρί­ζου­με ὅ­λοι ὅ­τι ἡ ψυ­χι­κή μας κα­τά­στα­ση συν­δέ­ε­ται ἄ­με­σα μὲ τὴν σω­μα­τι­κή μας ὑ­γεί­α.

Πα­ρέν­θε­ση: καὶ μί­α καὶ τὸ ἔ­φε­ρε ἡ «κου­βέν­τα», ἡ Ἑλ­λη­νι­κὴ γλῶσ­σα μᾶς λέ­ει καὶ τί εἶ­ναι ἄ­σχη­μο. Ἀ­πὸ τὸ στε­ρη­τι­κὸ «α» καὶ τὴν λέ­ξη σχῆ­μα μπο­ροῦ­με εὔ­κο­λα νὰ κα­τα­λά­βου­με τί. Γιὰ σκε­φτεῖ­τε το λί­γο…

Σέ αὐ­τὸ τὸ ση­μεῖ­ο, δὲν μπο­ροῦ­με πα­ρὰ νὰ στα­θοῦ­με στὴν ἀν­τί­στοι­χη Λα­τι­νι­κὴ λέ­ξη γιὰ τὸ ἄ­γαλ­μα (ποὺ ἄλ­λο ἀ­πὸ Λα­τι­νι­κὴ δὲν εἶ­ναι). Οἱ Λα­τῖ­νοι ὀ­νό­μα­σαν τὸ ἄ­γαλ­μα, statua ἀ­πὸ τὸ Ἑλ­λη­νι­κὸ «ἵστη­μι» ποὺ ἤ­δη ἀ­να­φέ­ρα­με σὰν λέ­ξη, καὶ τὸ ὀ­νό­μα­σαν ἔ­τσι ἐ­πει­δὴ στέ­κει ἀ­κί­νη­το.

Προ­σέξ­τε τὴν τε­ρά­στια δι­α­φο­ρὰ σὲ φι­λο­σο­φί­α με­τα­ξὺ τῶν δύ­ο γλωσ­σῶν, αὐ­τὸ ποὺ ση­μαί­νει στὰ Ἑλ­λη­νι­κὰ κά­τι τό­σο βα­θὺ ἐν­νοι­ο­λο­γι­κά, γιὰ τοὺς Λα­τί­νους εἶ­ναι ἁ­πλὰ ἕ­να ἀ­κί­νη­το πρᾶγ­μα.

Εἶ­ναι προ­φα­νὴς ἡ σχέ­ση ποὺ ἔ­χει ἡ γλῶσ­σα μὲ τὴν σκέ­ψη τοῦ ἀν­θρώ­που. Ὅ­πως λέ­ει καὶ ὁ George Orwell στὸ ἀ­θά­να­το ἔρ­γο του «1984», ἁ­πλὴ γλῶσ­σα ση­μαί­νει καὶ ἁ­πλὴ σκέ­ψη. Ἐ­κεῖ τὸ κα­θε­στὼς προ­σπα­θοῦ­σε νὰ πε­ρι­ο­ρί­σει τὴν γλῶσ­σα γιὰ νὰ πε­ρι­ο­ρί­σει τὴν σκέ­ψη τῶν ἀν­θρώ­πων, κα­ταρ­γών­τας συ­νε­χῶς λέ­ξεις.

Ἡ γλῶσ­σα καὶ οἱ κα­νό­νες αὐ­τῆς ἀ­να­πτύσ­σουν τὴν κρί­ση», ἔ­γρα­φε ὁ Μι­χά­ϊ Ἐ­μι­νέ­σκου, ἐ­θνι­κὸς ποι­η­τὴς τῶν Ρου­μά­νων.

Μί­α πο­λύ­πλο­κη γλῶσ­σα ἀ­πο­τε­λεῖ μαρ­τυ­ρί­α ἑ­νὸς προ­ηγ­μέ­νου πνευ­μα­τι­κὰ πο­λι­τι­σμοῦ. Τὸ νὰ μι­λᾶς σω­στὰ ση­μαί­νει νὰ σκέ­φτε­σαι σω­στά, νὰ γεν­νᾶς δια­ρκῶς λό­γο καὶ ὄ­χι νὰ πα­πα­γα­λί­ζεις λέ­ξεις καὶ φρά­σεις.

Η ΜΟΥΣΙΚΟΤΗΤΑ

Ἡ Ἑλ­λη­νι­κὴ φω­νὴ κα­τὰ τὴν ἀρ­χαι­ό­τη­τα ὀ­νο­μα­ζό­ταν «αὐ­δή». Ἡ λέ­ξη αὐ­τὴ δὲν εἶ­ναι τυ­χαῖα, προ­έρ­χε­ται ἀ­πὸ τὸ ρῆ­μα «ἄ­δω» ποὺ ση­μαί­νει τρα­γου­δῶ.

Ὅ­πως γρά­φει καὶ ὁ με­γά­λος ποι­η­τὴς καὶ ἀ­κα­δη­μα­ϊ­κὸς Νι­κη­φό­ρος Βρετ­τά­κος:

«Ὅ­ταν κά­πο­τε φύ­γω ἀ­πὸ τοῦ­το τὸ φῶς θὰ ἐ­λι­χθῶ πρὸς τὰ πά­νω, ὅ­πως ἕ­να πο­τα­μά­κι ποὺ μουρ­μου­ρί­ζει. Κι ἂν τυ­χὸν κά­που ἀ­νά­με­σα στοὺς γα­λά­ζιους δι­α­δρό­μους συ­ναν­τή­σω ἀγ­γέ­λους, θὰ τοὺς μι­λή­σω Ἑλ­λη­νι­κά, ἐ­πει­δὴ δὲν ξέ­ρου­νε γλῶσ­σες. Μι­λᾶ­νε με­τα­ξύ τους μὲ μου­σι­κή».

Ὁ γνω­στὸς Γάλ­λος συγ­γρα­φεὺς Ζὰκ Λα­καρ­ρι­ὲρ ἐ­πί­σης μᾶς πε­ρι­γρά­φει τὴν κά­τω­θι ἐμ­πει­ρί­α ἀ­πὸ τὸ τα­ξί­δι του στὴν Ἑλ­λά­δα: «Ἄ­κου­γα αὐ­τοὺς τοὺς ἀν­θρώ­πους νὰ συ­ζη­τοῦν σὲ μί­α γλῶσ­σα ποὺ ἦ­ταν γιὰ μέ­να ἁρ­μο­νι­κὴ, ἀλ­λὰ καὶ ἀ­κα­τά­λη­πτα μου­σι­κή. Αὐ­τὸ τὸ τα­ξί­δι πρὸς τὴν πα­τρί­δα – μη­τέ­ρα τῶν ἐν­νοι­ῶν μας – μοῦ ἀ­πε­κά­λυ­πτε ἕ­ναν ἄ­γνω­στο πρό­γο­νο, ποὺ μι­λοῦ­σε μί­α γλῶσ­σα τό­σο μα­κρι­νὴ στὸ πα­ρελ­θόν, μὰ οἰ­κεῖα καὶ μό­νο ἀ­πὸ τοὺς ἤ­χους της. Αἰ­σθάν­θη­κα νὰ τὰ ἔ­χω χα­μέ­να, ὅ­πως ἄν μου εἶ­χαν πεῖ ἕ­να βρά­δυ ὅ­τι ὁ ἀ­λη­θι­νός μου πα­τέ­ρας ἢ ἡ ἀ­λη­θι­νή μου μά­ννα δὲν ἦσαν αὐ­τοὶ ποὺ μὲ εἶ­χαν ἀ­να­στή­σει».

Ὁ δι­ά­ση­μος Ἕλ­λη­νας καὶ δι­ε­θνοῦς φή­μης μου­σι­κὸς Ἰ­ά­νης Ξε­νά­κης, εἶ­χε πολ­λὲς φο­ρὲς το­νί­σει ὅ­τι ἡ μου­σι­κό­τη­τα τῆς Ἑλ­λη­νι­κῆς εἶ­ναι ἐ­φά­μιλ­λη τῆς συμ­παν­τι­κῆς.

Ἀλ­λὰ καὶ ὁ Γίβ­βων μί­λη­σε γιὰ μου­σι­κό­τα­τη καὶ γο­νι­μό­τα­τη γλῶσ­σα, ποὺ δί­νει κορ­μὶ στὶς φι­λο­σο­φι­κὲς ἀ­φαι­ρέ­σεις καὶ ψυ­χὴ στὰ ἀν­τι­κεί­με­να τῶν αἰ­σθή­σε­ων. Ἂς μὴν ξε­χνᾶ­με ὅ­τι οἱ Ἀρ­χαῖ­οι Ἕλ­λη­νες δὲν χρη­σι­μο­ποι­οῦ­σαν ξε­χω­ρι­στὰ σύμ­βο­λα γιὰ νό­τες, χρη­σι­μο­ποι­οῦ­σαν τὰ ἴ­δια τὰ γράμ­μα­τα τοῦ ἀλ­φα­βή­του.

«Οἱ τό­νοι τῆς Ἑλ­λη­νι­κῆς γλώσ­σας εἶ­ναι μου­σι­κὰ ση­μεῖ­α ποὺ μα­ζὶ μὲ τοὺς κα­νό­νες προ­φυ­λάτ­τουν ἀ­πὸ τὴν πα­ρα­φω­νί­α μί­α γλῶσ­σα κα­τ᾿ ἐ­ξο­χὴν μου­σι­κή, ὅ­πως κά­νει ἡ ἀν­τί­στι­ξη ποὺ δι­δά­σκε­ται στὰ ὠ­δεῖ­α, ἢ οἱ δι­έ­σεις καὶ ὑ­φέ­σεις ποὺ δι­ορ­θώ­νουν τὶς κα­κό­η­χες συγ­χορ­δί­ες», ὅ­πως ση­μει­ώ­νει ἡ φι­λό­λο­γος καὶ συγ­γρα­φεὺς Α. Τζι­ρο­πού­λου-Εὐ­στα­θί­ου.

Εἶ­ναι γνω­στὸ ἐ­ξάλ­λου πὼς ὅ­ταν οἱ Ρω­μαῖ­οι πο­λίτες πρω­τά­κου­σαν στὴν Ρώ­μη Ἕλ­λη­νες ρή­το­ρες, συ­νέρ­ρε­αν νὰ ἀ­πο­θαυ­μά­σουν, ἀ­κό­μη καὶ ὅ­σοι δὲν γνώ­ρι­ζαν Ἑλ­λη­νι­κά, τοὺς ἀν­θρώ­πους ποὺ «ἐ­λά­λουν ὡς ἀ­η­δό­νες».



Δυ­στυ­χῶς κά­που στὴν πο­ρεί­α τῆς Ἑλ­λη­νι­κῆς φυ­λῆς, ἡ μου­σι­κό­τη­τα αὐ­τὴ (τὴν ὁ­ποί­α οἱ Ἰ­τα­λοὶ κα­τά­φε­ραν καὶ κρά­τη­σαν) χά­θη­κε, προ­φα­νῶς στὰ μαῦ­ρα χρό­νια τῆς Τουρ­κο­κρα­τί­ας.

Νὰ το­νί­σου­με ἐ­δῶ ὅ­τι οἱ ἄν­θρω­ποι τῆς ἐ­παρ­χί­ας τούς ὁ­ποί­ους συ­χνὰ κο­ρο­ϊ­δεύ­ου­με γιὰ τὴν προ­φο­ρά τους, εἶ­ναι πιὸ κον­τὰ στὴν Ἀρ­χαι­ο­ελ­λη­νι­κὴ προ­φο­ρὰ ἀ­πὸ ὅ­τι ἐ­μεῖς οἱ ἄν­θρω­ποι τῆς πό­λε­ως.

Ἡ Ἑλ­λη­νι­κὴ γλῶσ­σα ἐ­πε­βλή­θη ἀ­βί­α­στα (στοὺς Λα­τί­νους) καὶ χά­ρη στὴν μου­σι­κό­τη­τά της.

Ὅ­πως γρά­φει καὶ ὁ Ρω­μαῖ­ος Ὁρά­τιος «Ἡ Ἑλ­λη­νι­κὴ φυ­λὴ γεν­νή­θη­κε εὐ­νο­η­μέ­νη μὲ μί­α γλῶσ­σα εὔ­η­χη, γε­μά­τη μου­σι­κό­τη­τα».



http://www.newsbomb.g

Δεν υπάρχουν σχόλια: