Η Σοφία Βέμπο “Η Τραγουδίστρια Της Νίκης”
Βάζει ο Ντούτσε τη στολή του και τη σκούφια την ψηλή του, μ' όλα τα φτερά, και μια νύχτα με ...
Η περίοδος του Ελληνοϊταλικού πολέμου και της Γερμανικής κατοχής, σημάδεψαν την μοίρα της πατρίδας μας σε… όλα τα επίπεδα και φυσικά των συνανθρώπων μας, τόσο κατά την διάρκειά τους όσο και στα κατοπινά χρόνια. Ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος και η εμπλοκή της Ελλάδας σε αυτόν, με τα θρυλικά αλλά και μαυροντυμένα, σκοτεινά και σε πολλές περιπτώσεις θλιβερά επακόλουθά του έχουν αφήσει έντονα χνάρια στις ζωές μας, ορισμένα εκ των οποίων, θα τολμούσα να πω ότι δεν έχουν σβήσει ολοσδιόλου Μην ξεχνάμε τον Εμφύλιο πόλεμο που θα ξεσπάσει μετά την απελευθέρωση από τον γερμανικό ζυγό και που οι συνέπειες του μάτωσαν τον τόπο και τους ανθρώπους για δεκαετίες μετά τη λήξη του, φτάνοντας μέχρι και τις μέρες μας
Τα γεγονότα αυτά, επηρέασαν όπως είναι φυσικό το τραγούδι και τους δημιουργούς του που αντλούσαν την θεματολογία τους μέσα από την καθημερινότητα και τον μικρόκοσμό τους.
- ΠΑΙΔΙΑ, ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΠΑΙΔΙΑ
Η Σοφία Βέμπο χρίζεται ως “Η Τραγουδίστρια Της Νίκης” εμψυχώνοντας με την βροντερή και ευαίσθητη συνάμα ερμηνεία της έναν ολόκληρο λαό που αγωνίζεται με σθένος και ομοψυχία σε μια άνιση δοκιμασία στην οποία παραδόξως, ως νέος Δαυίδ ενάντια στον Γολιάθ, βγαίνει αρχικά νικητής. Η 28η Οκτωβρίου φέρνει ραγδαίες αλλαγές στο τραγούδι, που στην περίπτωση του “ελαφρού” σχετίζεται άμεσα με την Επιθεώρηση. Η Βέμπο είναι είδη μια βασίλισσα του μουσικού θεάματος και της δισκογραφίας.
Ο Ανδρέας Μαμάης συγγραφέας του βιβλίου “Σοφία Βέμπο – Η Φωνή Της Ελλάδας” (εκδόσεις Κέδρος, 2001) μας μεταφέρει με παραστατικό τρόπο στο πως η Βέμπο, με το αισθητήριο, το ένστικτο, την προσωπικότητα και τις επιλογές της σε συνδυασμό με τις συγκυρίες των καιρών αναδείχθηκε σε πρότυπο κουράγιου και αντίστασης στις ταραγμένες εκείνες στιγμές που βίωνε ο τόπος μας αλλά και όλη η υφήλιος: << Το πρωινό της 28ης Οκτωβρίου, η Σοφία, όπως και όλη οι Αθηναίοι, ξύπνησε από τον θόρυβο των σειρήνων. “Πόλεμος , Σοφία μου!” φώναξε με δέος ο πατέρας της μόλις την αντίκρισε. “Οι Ιταλοί μας κήρυξαν τον πόλεμο!” Αναστατωμένη η Σοφία φόρεσε τη ρόμπα της και βγήκε στο μπαλκόνι. Η πλατεία Εξαρχείων ήταν πλημμυρισμένη από κόσμο που ξεφώνιζε από ενθουσιασμό. Η καρδιά της άρχισε να χτυπάει με γοργούς ρυθμούς. Τα’ χε χαμένα. Δεν ήξερε πως να αντιδράσει.
Τα αδέρφια της απουσίαζαν. Ο μικρός υπηρετούσε τη θητεία του και ο Τζώρτζης βρισκόταν στη Θεσσαλονίκη για δουλειές. Ήταν τρεις γυναίκες ολομόναχες στο σπίτι κι ένας γέρος σακάτης από την ημιπληγία. Το θέατρο Μοντιάλ, καθώς και όλα τα θέατρα της Αθήνας, έκλεισαν την ίδια μέρα.
Στις αρχές Νοεμβρίου κάλεσε ο Μακέδος τη Σοφία και συζήτησε μαζί της την απόφασή του να δημιουργήσει στο Μοντιάλ ένα είδος βαριετέ, με επικεφαλής την ίδια, και το πρόγραμμα της Όασης του Ζαππείου που παρουσίαζε ο Μίμης Τραϊφόρος. Η Σοφία συμφώνησε και σε λίγες μέρες ξεκίνησαν. Ο τίτλος της επιθεώρησης ήταν Πολεμική Αθήνα. Ο θίασος αποτελούνταν από τα πιο λαμπερά ονόματα του μουσικού θεάτρου: Άννα και Μαρία Καλουτά, Μίμη Κοκκίνη, Μάνο Φιλιππίδη, Μαρίκα Νέζερ, Λίτσα λαζαρίδου, Νανά Σκιαδά, Γεωργία βασιλειάδου, Αλίκη Βέμπο, και το βαρύ πυροβολικό Σοφία Βέμπο, που χαλούσε κόσμο με το τραγούδι της “Στη Λαρ’ σα βγαίν’ ο Αυγερινός”. Μαζί τους κια το βαριετέ της Όασης, με τους Μίμη Τραϊφόρο, Μητσάρα, Τρίο Βάμπαρη, Ντούο Σουλς. Χορευτής – χορογράφος ο Άγγελος Γριμάνης. Η επιτυχία ήταν πολύ μεγάλη. Στο θέατρο γινόταν το αδιαχώρητο κάθε βράδυ… Το Μοντιάλ γρήγορα μιμήθηκαν και άλλα θέατρα. Η Μαρίκα Κοτοπούλη στο Ρεξ ανέβασε τα Πολεμικά Παναθήναια. Η Κατερίνα στο Κεντρικόν τις Πολεμικές Καντρίλιες. Ο Κώστας Μουσούρης στο θέατρό του την επιθεώρηση Μπράβο Κολονέλο. Στο Αλάμπρα το Πολεμικό Τσαρούχι. Ο Αργυρόπουλος το Φινίτο Μπενίτο, και στο Βρετάνια το Κορόιδο Μουσολίνι. Ένα βράδυ, η Βέμπο άκουσε τη Βλαχοπούλου να τραγουδάει στη σκηνή μια παρωδία γραμμένη πάνω στη “Διαμάντω” του Βέλλα, το “Πατρίδα, πατρίδα”. Ρώτησε και έμαθε πως την είχε γράψει ο Τραϊφόρος. Τον Τραϊφόρο όμως δεν τον συμπαθούσε και τον απέφευγε συστηματικά. Παρ’ όλα αυτά η επιτακτική ανάγκη να έχει κι αυτή ένα παρόμοιο τραγούδι την έκανε να βάλει στη μπάντα τους εγωισμούς και να τον πλησιάσει. “Κύριε Τραϊφόρε”, του είπε το ίδιο βράδυ, “μ’ αρέσει πολύ η παρωδία σας που τραγουδάει η Βλαχοπούλου.
Θα μπορούσατε να μου γράψετε και μένα μια παρόμοια πάνω στο τραγούδι μου Ζεχρά”. Ο Τραϊφόρος, που τη θαύμαζε από χρόνια αλλά την έβλεπε και σαν φρούριο απόρθητο, πέταξε από τη χαρά του. Το να τραγουδήσει στίχους του η Βέμπο ήταν γι’ αυτόν η ευκαιρία της ζωής του. Χωρίς να χάσει χρόνο, το ίδιο βράδυ στο θέατρο σκάρωσε την παρωδία της “Ζεχράς”. Για το μεγάλο ταλέντο του ήταν κάτι πολύ απλό. Της την έδωσε γραμμένη, κι η Σοφία μόλις την διάβασε, ενθουσιάστηκε τόσο πολύ που αυθόρμητα τού’ δωσε ένα φιλί στο μάγουλο. Το μεγάλο του ταλέντο και η ταχύτητα με την οποία είχε γράψει το τραγούδι την έκαναν να νοιώσει ένα δυνατό σκίρτημα στην καρδιά της. Θαύμαζε τους ανθρώπους που έγραφαν ωραίους στίχους, γιατί έδινε μεγαλύτερη σημασία στο στίχο απ’ ότι στη μουσική ενός τραγουδιού. Διαφώνησε μόνο για την τελευταία στροφή, που έλεγε: “Αν δεν βγείτε νικηταί, να μην έρθετε ποτέ”, κάτι αντίστοιχο του σπαρτιάτικου “Ή ταν ή επί τας” δηλαδή. Ο Τραϊφόρος χωρίς να φέρει αντίρρηση, το πήρε και σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα της το επέστρεψε διορθωμένο: “Με της Νίκης τα κλαδιά, σας προσμένουμε παιδιά”. Το ίδιο βράδυ η Σοφία, στη βραδινή παράσταση, το τραγούδησε από το χαρτί και έγινε αλαλαγμός στην πλατεία από την συγκίνηση.\
Την επόμενη κιόλας μέρα το γραμμοφώνησε μαζί με το “Πατρίδα, πατριδα”. Ο ραδιοφωνικός σταθμός Αθηνών την κάλεσε και της ζήτησε συνεργασία, παραχωρώντας της μια ώρα την ημέρα να τραγουδάει ζωντανά με το συγκρότημά της. Έτσι η Σοφία δημιούργησε μια μικρή ορχήστρα με τον Μουσχούτη στο πιάνο, τον Μένιο M ανωλιτσάκη στο ακορντεόν και τον Αβατάγγελο στο βιολί, και μαζί με τον Τραϊφόρο, σαν κονφερασιέ, και την Αλίκη γυρνούσαν κάθε μέρα από νοσοκομείο σε νοσοκομείο ψυχαγωγώντας τους τραυματίες που επέστρεφαν από το μέτωπο. Ο συγγραφέας και στιχουργός Γιώργος Θίσβιος παρώδησε τη μεγάλη επιτυχία της “Στη Λαρ’ σα βγαίν’ ο Αυγερινός” σε “Στον πόλεμο βγαίν’ ο Ιταλός” και το “Πλέκει η Μάρω το προικιό της” σε “Βάζει ο Ντούτσε τη στολή του”. Ο Γιώργος Οικονομίδης που υπηρετούσε φαντάρος, το ιταλικό “Καμπανιόλα Μπέλα” σε “Κορόιδο Μουσολίνι”.
Της τα πήγαινε και η Σοφία τα λανσάρισε στο ραδιόφωνο καισ τη συνέχεια από τη σκηνή του Μοντιάλ. Τα τραγουδούσε μπροστά σ’ ένα έξαλλο από ενθουσιασμό ακροατήριο. Τραγουδούσε για ώρες κάθε μέρα από το ραδιόφωνο, ενώ ο εκφωνητής ανακοίνωνε τη μια νίκη μετά την άλλη του ελληνικού στρατού, ο οποίος προχωρούσε ακάθεκτος μέσα στο αλβανικό έδαφος και μέχρι το Δεκέμβριο είχε καταλάβει τις πόλεις Αργυρόκαστρο, Δελβίνο, Πόγραδετς, Μοσχούπολη, Πρεμετή, Κορυτσά. Ο ενθουσιασμός στα μετόπισθεν είχε φτάσει στο αποκορύφωμα. Η Βέμπο, με το πάθος που διέκρινε την ερμηνεία της και το σκώμμα που έβγαινε απ’ τη φωνή της μετέτρεπε το δέος για τους γκλοριόζους Μουσολίνι και Κόντε – Τσιάνο, καθώς και για τον “φοβερό” και “τρομερό” Γκράτσι, σε καγχασμό, καζούρα και γελιοποίηση: Πού’ σαι, ωρέ Μπενίτο; Κρυμμένος στη σπηλιά! Ωρέ, κατέβα παρακάτω! Φοβάμαι τον τσολιά!
Σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα ολόκληρη η Ελλάδα τραγουδούσε μαζί της το “Βάζει ο Ντούτσε τη στολή του” και το “Κορόϊδο Μουσολίνι”. Τα τηλέφωνα του σταθμού ανάβουν κατά την διάρκεια των εκπομπών. Της ζητούν να επαναλάβει τα τραγούδια, και η Σοφία, αδιαμαρτύρητα, τραγουδάει με τις ώρες. Το ΓΕΣ στέλνει τους δίσκους της σ’ όλες τις μονάδες, και ο ελληνικός στρατός πολεμάει συντροφιά με τη φωνή της: Παιδιά, της Ελλάδος παιδιά, που σκληρά πολεμάτε πάνω στα βουνά. Όλοι οι τραγουδιστές της εποχής εκείνης τραγούδησαν σατυρικά και πατριωτικά τραγούδια. Τα παθητικά ταγκό και οι ρούμπες είχαν παρωδηθεί με στίχους που γελοιοποιούσαν το Μουσολίνι και τον περιβόητο στρατό του. Η δύναμη της ερμηνείας της Βέμπο, το μεγάλο υποκριτικό της ταλέντο και το σκώμμα που έβγαινε από την ερμηνεία της, μαζί με το γεγονός ότι εκείνη την εποχή ήταν το πρώτο αστέρι του ελληνικού τραγουδιού, την έκαναν να ξεχωρίζει. Το πάθος με το οποίο τραγουδούσε τα ερωτικά ταγκό είχε μετατραπεί σε επική έξαρση, σε δυνατή ειρωνεία και σαρκασμό, που γκρεμίζουν αυτοκρατορίες και γελοιοποιούν στρατούς και έθνη. Τους δίσκους της τους μετέδιδε συνεχώς ο ραδιοφωνικός σταθμός του BBC . Η Σοφία ζούσε τις συγκλονιστικότερες μέρες της ζωής της. Ένας λαός ολόκληρος κρεμόταν από τα χείλη της. Η φωνή της, πότε επική, πότε αιχμηρή σαν ξιφολόγχη, πότε γεμάτη καγχασμό και ειρωνεία, άναβε φλόγες στις καρδιές και τις γέμιζε με ελπίδα για τη νίκη
Πραγματικό όνομα | Έφη Μπέ |
---|---|
Γέννηση | 10 Φεβρουαρίου 1910 Καλλίπολη,Ανατολική Θράκη |
Θάνατος | 11 Μαρτίου 1978 (68 ετών) Αθήνα |
Εθνικότητα | Ελληνική |
Υπηκοότητα | Ελληνική |
Είδος Τέχνης | ερμηνεύτρια και ηθοποιός |
Το όνομα Βέμπο επέλεξε η ίδια να υιοθετήσει κάνοντας και τις απαραίτητες νόμιμες διαδικασίες επειδή έτσι (εσφαλμένα) είχε συνηθίσει να προφέρει το όνομά της το κοινό. Το πραγματικό της όνομα ήταν Σοφία Μπέμπο. Γεννήθηκε στην Καλλίπολη της Ανατολικής Θράκης στις 10 Φεβρουαρίου του 1910 όπου ο πατέρας της Αθανάσιος Μπέμπος, καταγόμενος από την Τσαριτσάνη είχε εγκατασταθεί εκεί δουλεύοντας ως καπνεργάτης. Το 1912 η οικογένειά της μετεγκαταστάθηκε στη Κωνσταντινούπολη, όπου εκεί γεννήθηκε ο αδελφός της Γεώργιος, ο επιλεγόμενος Τζώρτζης, η αδελφή της Αλίκη και ο μικρότερος αδελφός της Ανδρέας. Το 1914 με την υπογραφή της ελληνοτουρκικής συμφωνίας ανταλλαγής πληθυσμών που συνομολόγησε η κυβέρνηση Ε. Βενιζέλου, η οικογένειά της αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την Κωνσταντινούπολη, όπου και επέστρεψε στη Τσαριτσάνη και από εκεί εγκαταστάθηκε μόνιμα στο Βόλο.
Στο Βόλο η Έφη Μπέμπο, όπως αρέσκονταν να λέγεται, μετά τις εγκύκλιες σπουδές της αναγκάστηκε λόγω φτώχειας να δουλεύει για να βοηθήσει την οικογένειά της. Έτσι ξεκίνησε να δουλεύει ταμίας στο κατάστημα "Φλωρία" του Βόλου. Παράλληλα της άρεσε η μουσική και αγοράζοντας μία κιθάρα άρχισε να εξασκείται σ΄ αυτή με τη βοήθεια της φίλης της Μαρίτσας Χασάπη.
Τον Σεπτέμβριο του 1933 αποφάσισε να πάει στη Θεσσαλονίκη να βρει τον αδελφό της Τζώρτζη που σπούδαζε εκεί που είχε καιρό να στείλει γράμμα. Έτσι παίρνοντας την κιθάρα της επιβιβάστηκε στο Α/Π "ΚΕΦΑΛΛΗΝΙΑ" όπου στη διάρκεια του ταξιδιού της άρχισε με την κιθάρα της το τραγούδι. Σε ελάχιστο χρόνο όλοι οι επιβάτες του πλοίου και το πλήρωμα βρίσκονταν γύρω της και την χειροκροτούσαν ενθουσιασμένοι από τη φωνή της. Αυτή θεωρητικά ήταν και η πρώτη δημόσια εμφάνιση της Σοφίας.
Μεταξύ των επιβατών ήταν και ένας καλλιτεχνικός διευθυντής που, ακούγοντάς την, ενθουσιάστηκε τόσο πολύ που στο τέλος την πλησίασε και της συστήθηκε, Κωνσταντίνος Τσίμπας, ήταν ο μεγαλύτερος ιμπρεσάριος της Θεσσαλονίκης, (που αργότερα αποδείχθηκε και πράκτορας των Γερμανών), ο οποίος και πρότεινε στη Μπέμπο με την άφιξή της στη Θεσσαλονίκη να δουλέψει στο μεγάλο κοσμικό κέντρο ΑΣΤΟΡΙΑ. Φθάνοντας η Μπέμπο στη Θεσσαλονίκη όπου την περίμενε ο αδελφός της συζήτησε την πρόταση του Τσίμπα όπου και με τη συγκατάθεση εκείνου η Μπέμπο την επομένη ξεκίνησε τις πρώτες καλλιτεχνικές της εμφανίσεις, όπου οι θαμώνες κάθε βράδυ παρέτειναν το πρόγραμμά της με τα συνεχή χειροκροτήματά τους.
Αρχή καριέρας
Μέσα σε μια μόλις εβδομάδα η φήμη της έχει φθάσει στην Αθήνα όπου και αμέσως της γίνεται πρόταση να εμφανιστεί στο θέατρο του Φώτη Σαμαρτζή. Η Μπέμπο, ενημερώνοντας σχετικά τους γονείς της που δεν έφεραν αντίρρηση, αποδέχθηκε την πρόταση και στις 25 Οκτωβρίου του 1933 βρίσκεται στην αθηναϊκή σκηνή του θεάτρου "Κεντρικόν", του Φώτη Σαμαρτζή, στη πλατεία Κολοκοτρώνη, συμμετέχοντας στην επιθεώρηση "Παπαγάλος 33", με τον θίασο Σαμαρτζή - Μηλιάδη.Στην επιθεώρηση αυτή η Μπέμπο παρουσιαζόταν σαν τσιγγάνα με μια κιθάρα με την οποία και απέδιδε το πρώτο της τραγούδι που ήταν "Μια γυναίκα πέρασε". Η επιτυχία που είχε ήταν εκπληκτική, όταν στο τέλος υποκλίθηκε και περνώντας την κιθάρα της στον ώμο κατευθύνθηκε προς τα παρασκήνια, οι άλλοι ηθοποιοί της φώναζαν
- Που πας, δεν ακούς τον κόσμο που σου φωνάζουν "μπιζ"
- Και τι με νοιάζει εμένα αν φωνάζουν μπιζ; αποκρίθηκε η Μπέμπο, μη γνωρίζοντας τον όρο που σήμαινε επανάληψη.
Τέσσερις φορές χρειάστηκε η Μπέμπο να επαναλάβει αυτό το τραγούδι κατά τη πρεμιέρα προκειμένου να ικανοποιήσει το κοινό που παραληρούσε και χειροκροτούσε όρθιο. Στο τέλος της παράστασης όλοι οι ηθοποιοί την συνεχάρησαν λέγοντας της "μπράβο ήσουν υπέροχη", μεταξύ των οποίων ο Ορέστης Μακρής, η Μαρίκα Νέζερ, ο Φώτης Αργυρόπουλος κ.ά.
Τότε υπέγραψε συμβόλαιο 10.000 δραχμών το μήνα, αστρονομικό για την εποχή εκείνη για έναν τραγουδιστή και για μία θεατρική περίοδο. Σημειώνεται μάλιστα ότι στη παράσταση αυτή ο Πολ Νορ την βάπτισε καλλιτεχνικά Σοφία Βέμπο (αντί Έφη Μπέμπο). Από εκείνη την πρώτη παράσταση η καλλιτεχνική εξέλιξη της Σοφίας Βέμπο πλέον, υπήρξε έντονα αλματώδης.
Προπολεμική καριέρα
Η πρώτη αυτή μεγάλη αναγνώριση της Σοφίας Βέμπο στο "Αθηναϊκό κοινό" προκάλεσε την ανανέωση του συμβολαίου της και την εμφάνισή της σε δύο θέατρα, στο "Κεντρικόν" και το "Μουντιάλ". Η φήμη της όμως έφθασε στην Αίγυπτο όπου η Βέμπο ανταποκρινόμενη στη πρόσκληση εμφανίζεται στο "Γκραν Τριανόν" της Αλεξάνδρειας σημειώνοντας και εκεί τεράστια επιτυχία. Επιστρέφοντας, το 1934 συνεχίζει τις παραστάσεις της στο θερινό θέατρο του Σαμαρτζή επί της οδού Καρόλου με νέα τραγούδια που γράφονται γι΄ αυτήν και που γίνονται αμέσως επιτυχίες όπως τα "Μαύρα μου μάτια", "Μη ζητάς φιλιά", ενώ μαζί της εμφανίζεται και η αδελφή της Αλίκη.Η πρώτη ηχογράφηση τραγουδιών της Βέμπο έγιναν στην εταιρεία Παρλοφόν, μετά την αρχική άρνηση του Α. Βιτάλη, υπεύθυνου της εταιρείας Κολούμπια, με το αιτιολογικό ότι η φωνή της Βέμπο ξέφευγε από το καθιερωμένο τότε στυλ της λετζέρα σοπράνο. Όταν όμως αντελήφθη πόσο λάθος είχε από την μεγάλη επιτυχία που σημείωσε το "Μη ζητάς φιλιά" έσπευσε αμέσως στη Βέμπο και σύναψε συμβόλαιο μεγάλης περιόδου. Έτσι όλα τα επόμενα τραγούδια τα ηχογραφούσε η Κολούμπια σε δίσκους των 78 στροφών με πρώτο το "Σ΄ αγαπώ", (των Κ. Νικολαΐδη και Κ. Γιαννίδη), που είχε ομοίως τεράστια επιτυχία. Το ίδιο έτος (1934) ακολούθησε και το τραγούδι "Για το φιλί σου το στερνό".
Το 1935 η Βέμπο τραγουδά το "Ας πεθάνω" του οποίου οι στίχοι ήταν δικοί της, που υπήρξε νέα μεγάλη επιτυχία. Τότε και επιστρατεύτηκαν όλοι σχεδόν οι στιχουργοί να της γράφουν τραγούδια με πρώτο τον Κώστα Γιαννίδη και συνθέτη τον Σογιούλ. Έτσι αυτό το έτος ακολουθούν τα τραγούδια "Αφήστε με να πιω", (στίχοι και μουσική Κ. Γιαννίδη), "Να γιατί ακόμα σ΄ αγαπώ", (επίσης στίχοι και μουσική Κ. Γιαννίδη), "Δεν έχεις τίποτα, μα έχεις κάτι" (των Ν. Νικολαΐδη και Ν. Ντ-Άντζελι), και το "Κι αν μ΄ αγαπάς μη μου το πεις". Το 1936 νέες επιτυχίες της Βέμπο που τραγουδά όλη η Αθήνα είναι "Συγνώμη σου ζητώ συγχώρεσέ με" και το "Κάτι με τραβά κοντά σου", (των Αιμ. Σαββίδη, Γαϊτάνου και Μ. Σογιούλ).
Το 1937 αποτελεί σταθμό στη καριέρα της Βέμπο. Εκτός της ηχογράφησης των νέων της τραγουδιών "Για μια Γυναίκα" και "Αντίο" το Φθινόπωρο μεταβαίνει μετά από πρόσκληση, για δεύτερη φορά στην Αίγυπτο, προκειμένου να επανεμφανιστεί στο "Γκράν Τριανόν" της Αλεξάνδρειας. Κατά την διάρκεια των εκεί παραστάσεων της η Βέμπο δέχεται την πρόταση του κινηματογραφιστή παραγωγού Τόγκο Μιζράχι, με τον οποίο υπογράφει συμβόλαιο και συμμετέχει στη ταινία «Προσφυγοπούλα». Τον ίδιο ακριβώς χρόνο του συμβολαίου ο Ν. Παπαδόπουλος, των κινηματογραφικών γραφείων Σαντίγκου έλαβε άμεση παραγγελία από Αμερική για επείγουσα πραγματοποίηση στην Αθήνα ενός κινηματογραφικού «σορτς»[1] στο οποίο να τραγουδά απαραίτητα η δημοφιλής[1] ντιζέζ δις Σοφία Βέμπο προκειμένου να συμπεριληφθεί στη νέα σαιζόν των αμερικανικών κινηματογράφων περιοχών που διαμένουν Έλληνες. Η Βέμπο πιστή στα συμβόλαιά της δήλωσε στον Παπαδόπουλο τη δέσμευση του συμβολαίου της οπότε θα έπρεπε να ζητήσει την άδεια από τον Μιζράχι.
Το 1938 χαρακτηρίστηκε χρυσή χρονιά της Σοφίας Βέμπο. Κατά την επιστροφή της από την Αίγυπτο στις 15 Φεβρουαρίου 1938 παραμένει στον Πειραιά για δύο μέρες προκειμένου κατά ευτυχή σύμπτωση να συναντήσει τον χρηματοδότη του Μιζράχι, τον Μπέχα που κατευθυνόταν με πλοίο προς Ιταλία και που θα προσέγγιζε στον Πειραιά. Τελικά η συνάντηση έγινε, παρουσία του Παπαδόπουλου,[1] η άδεια δόθηκε πλην όμως το γύρισμα του σορτς με πλάνα από τον εθνικό κήπο, και από τον λόφο Νυμφών με θέα την Ακρόπολη ξεκίνησε μετά την επιστροφή της Βέμπο από την Κωνσταντινούπολη όπου κατόπιν πρόσκλησης εμφανίσθηκε στο κοσμικό θέατρο Μαξίμ με τεράστια και εκεί επιτυχία.
Παράλληλα, οι δισκογραφικές επιτυχίες της Σ. Βέμπο το έτος αυτό είναι εκπληκτικές[εκκρεμεί παραπομπή]. Η Εταιρεία Κολούμπια στο νέο συμβόλαιο της μεταβιβάζει το 10% των κερδών από την πώληση του κάθε δίσκου της, γεγονός που συμβαίνει για πρώτη φορά, ενώ όλοι οι άλλοι πληρώνονταν κατ΄ αποκοπή (μεροκάματο) για κάθε δισκογραφία. Το Καλοκαίρι του 1938 στο θέατρο Σαμαρτζή που έχει ανεβάσει την επιθεώρηση «Σιρουέτα» η Βέμπο τραγουδά το "Κάποιο μυστικό" και το "Κλαις" σε στίχους Κοφινιώτη και μουσική Λεό Ραπίτη, των οποίων ακολούθησε η σούπερ επιτυχία "Ζεχρά", σε στίχους Αιμ. Σαββίδη και σε μουσική Σογιούλ που κυριολεκτικά χάλασε κόσμο. Ακολούθησαν το «Θα σε περιμένω», το βουκολικό "Διαμαντούλα" του Θ. Σακελλαρίδη και το "Άσε τον παλιόκοσμο να λέει" των Α. Σακελάριου και Μ. Σογιούλ. Το Καλοκαίρι της ίδιας χρονιάς εγκαθίσταται ραδιοφωνική κεραία στο Ζάππειο, στην Αθήνα, όπου τα τραγούδια της Βέμπο αποτελούν την πρώτη πειραματική μετάδοση. Τα Χριστούγεννα του 1938 την παραμονή, η Σοφία Βέμπο τραγουδά στο μεγάλο ρεβεγιόν του «Σαντεκλαίρ» στην Κύπρο. Επίσης συνεργάστηκε με τους μεγάλους Κύπριους μουσικούς Μιχαλάκη και Αντωνάκη Γιασεμίδη.
Το 1939 η Σοφία Βέμπο έχει ήδη καταξιωθεί ως η πρώτη τραγουδίστρια του ελληνικού ελαφρού τραγουδιού. Το κινηματογραφικό «σορτς» που γυρίστηκε το προηγούμενο έτος με τον τίτλο «Η Ελλάς του 1938 ομιλεί», όπου στη κυριολεξία ήταν ένα ζουρνάλ και που συμμετείχε με δύο τραγούδια[2] σπάει κυριολεκτικά τα ταμεία των αμερικανικών κινηματογράφων ενώ ζητούνται κόπιες στη Λατινική Αμερική. Σημειώνεται ότι την φωνοληψία της ταινίας αυτής είχε επιμεληθεί η ελληνική εταιρεία M. NOVAK Co.
Στο μεταξύ οι θεατρικές της παρουσιάσεις με νέες δισκογραφικές επιτυχίες συνεχίζονται, αρχικά στο θέατρο Σαμαρτζή με τα τραγούδια "Πόσο λυπάμαι" (των Β. Σπυρόπουλου και Κ. Γιαννίδη) και "Την αλήθεια να μου πεις", ενώ το Καλοκαίρι συνεχίζοντας στο θέατρο Μουντιάλ τραγουδά τα δύο ταγκό "Στην ακρογιαλιά" και το "Χειμώνας", που και τα δύο έγινα επιτυχίες. Παραμονές των Χριστουγέννων του 1939 η Βέμπο βρίσκεται στο απόγειό της, όταν στην επιθεώρηση «Νάνι – νάνι» τραγουδά το ομώνυμο τραγούδι το ρεφραίν του οποίου άφηνε με τον χρωματισμό της φωνής της υπονοούμενα, σημειώνοντας εξαιρετική επιτυχία. Λίγο πριν το τέλος του έτους η Βέμπο είχε γνωριστεί με τον μεγάλο συνθέτη μουσικής τζαζ, Απόστολο Μοσχούτη του οποίου σύνθεση ήταν το τραγούδι "Δυο λουλούδια σε μιαν άκρη".
Το 1940 ανέτειλε με τα σύννεφα του πολέμου, πολλές χώρες ήδη έχουν καταληφθεί από τις δυνάμεις του άξονα. Στην Ελλάδα σημειώνονται οι πρώτες παραβιάσεις του εθνικού εναέριου χώρου από ιταλικά αεροπλάνα. Τον Ιανουάριο στο θέατρο Μουντιάλ έχει ανέβει η επιθεώρηση «Παύσατε πυρ» όπου η Σ. Βέμπο τραγουδά τη νέα της επιτυχία «Το καινούργιο φεγγάρι» (των Α. Σακελάριου και Γ. Κυπαρίσση) . Στην επιθεώρηση εκείνη η Σ. Βέμπο γνώρισε και τη Γεωργία Βασιλειάδου όπου και της υποσχέθηκε να τη βοηθήσει διαβλέποντας το ταλέντο της. Λίγο αργότερα το τραγούδι «Ψαροπούλα», (των Χ. Γιαννακόπουλου και Χ. Χαιρόπουλου), γίνεται η νέα μεγάλη επιτυχία. Το Καλοκαίρι ανεβαίνει η επιθεώρηση «Βραδινές τρέλες» στην οποία η Βέμπο τραγουδά το υπέροχο βαλς «Το πρωί με ξυπνάς με φιλιά» (των Χ. Γιαννακόπουλου και Γ. Κυπαρίσση). Στο μεταξύ η Σ. Βέμπο αναζητούσε τραγούδι με τοπικό ιδίωμα της ελληνικής υπαίθρου, στο αίτημά της αυτό έσπευσαν κάποιοι με διάφορα δημοτικά της εποχής πλην όμως η ίδια επέλεξε τελικά ένα από την περιοχή της που φέρεται να τραγουδούσε παλαιότερα η μητέρα της συμπληρώνοντας η ίδια κάποιους στίχους με τη βοήθεια του Μοσχούτη. Ήταν το τραγούδι «Στ' Λάρισ' βγαίν' ο αυγερινός». Όταν η Βέμπο το ολοκλήρωσε με ιδιαίτερο ενθουσιασμό, ίσως και από φόρτο αναμνήσεων το έδωσε στον Κ. Γιαννίδη, λίγο για να το παίξει σε πρόβα, εκείνος διαβάζοντάς το αρνήθηκε έντονα λέγοντάς της:
- -Είσαι καλά Σοφία μου που θα παίξω εγώ αυτό το βλαχοτράγουδο; Παραιτούμαι!
- - «Μα δεν είδατε; Μας το τραγούδησε με σκέρτσα που δεν την έφτανε ο χώρος της σκηνής, μας το τραγούδησε ακουμπισμένη στο πιάνο, μας το τραγούδησε ακουμπισμένη πάνω στη κουΐντα, μας το τραγούδησε με την πλάτη στο κοινό, μόνο ανάσκελα που δεν μας το τραγούδησε!
Στις 28 Οκτωβρίου του 1940 στις 10.00 ώρα που θα συνέχιζε το ραδιοφωνικό πρόγραμμα του Ζαππείου με αναμετάδοση τραγουδιών της Σ. Βέμπο, ο εκφωνητής Κώστας Σταυρόπουλος διακόπτει τη ροή του προγράμματος και προβαίνει στην ιστορική εκείνη ανακοίνωση της επίθεσης των ιταλικών δυνάμεων κατά της Ελλάδας και την άμυνα των ημετέρων. Ο Ελληνοϊταλικός πόλεμος είχε αρχίσει.
Η Βέμπο στον πόλεμο
Η έκρηξη στην καριέρα της ήρθε με την κήρυξη του πολέμου στις 28 Οκτωβρίου 1940. Τότε όλες οι επιθεωρήσεις προσαρμόζουν το θέμα τους στην πολεμική επικαιρότητα και τα τραγούδια επανεγγράφονται με πατριωτικούς στίχους. Η Βέμπο τραγουδά σατιρικά και πολεμικά τραγούδια και η φωνή της γίνεται η εθνική φωνή που εμψυχώνει τους Έλληνες στρατιώτες στο μέτωπο και συγκλονίζει το πανελλήνιο. Την ίδια εποχή σε μία συμβολική πράξη προσφέρει στο Ελληνικό Ναυτικό 2000 χρυσές λίρες. Με την είσοδο των ναζιστικών στρατευμάτων στην Αθήνα φυγαδεύεται μεταμφιεσμένη σε καλόγρια στη Μέση Ανατολή[3] όπου συνεχίζει να τραγουδά για τα εκεί ελληνικά και συμμαχικά στρατεύματα.Μεταπολεμικές επιτυχίες
Το 1949 απόκτησε δική της θεατρική στέγη στο Μεταξουργείο, το "Θέατρον Βέμπο". Μετά από μακροχρόνιο δεσμό με το Μίμη Τραϊφόρο παντρεύτηκαν τελικά το 1957, ένας δεσμός πολυκύμαντος που διήρκεσε μέχρι το θάνατό της και υπήρξε καταλυτικός για τη μεγάλη ερμηνεύτρια. Στα μέσα της δεκαετίας του ’60 αραιώνει τις θεατρικές εμφανίσεις της, τις οποίες σταματά οριστικά στις αρχές της επόμενης δεκαετίας. Τη βραδιά του "Πολυτεχνείου" η Βέμπο ανοίγει το σπίτι της και κρύβει φοιτητές τους οποίους αρνείται να παραδώσει όταν η ασφάλεια χτυπά την πόρτα της. Η εμφάνισή της στη εκδήλωση που πραγματοποιήθηκε στο Καλλιμάρμαρο για την επάνοδο της Δημοκρατίας, τραγουδώντας:/ Παιδιά της Ελλάδος παιδιά και τα τανκς γονάτισαν κείνη τη βραδιά..., ήρθε να απαλύνει τις θλιβερές εντυπώσεις από την παρουσία της πάνω στα κακόγουστα άρματα στις φιέστες των συνταγματαρχών λίγα χρόνια πριν στον ίδιο χώρο[4] Πέθανε από εγκεφαλικό επεισόδιο στις 11 Μαρτίου του 1978 και η κηδεία της μετατράπηκε σε ένα πάνδημο συλλαλητήριο. Η Τραγουδίστρια της Νίκης[5] αποθεώνεται εκείνη τη μέρα από τον ελληνικό λαό που τη θεωρούσε ηρωίδα του.Χαρακτηριστικές ερμηνείες
Τραγούδια
Νησιώτικα, παραδοσιακά - "Γελάστε κι απόψε (1960)"
Μισιρλού (1947)
Νίκη (1941)
Ας ήταν για λίγο (1943)
Σε μισώ (1951)
Είσαι ο παράδεισος και η κόλαση μου… (1952)
Ραντεβού στην Αθήνα (1944)
Ντα Βίντσι… (1960)
Λόντρα, Παρίσι, Αθήνα (1944)
Η γαλανή μας χώρα (1943)
Όχι καινούργιο πόλεμο (1972)
Τι κι αν χαθείς (1943)
Θα καθόμουνα πλάι σου (1947)
Τα δικά σου τα μάτια (1939)
Ζεχρά (1938)
Στη Λάρ’ σα βγαίν’ ο Αυγερινός (1940)
Η ταμπακέρα (1950)
Σ’ αγαπώ και μ’ αρέσ’ η ζωή (1955)
Να με παίρνανε τα σύννεφα (1950)
Η κοκαΐνη (1935)
Χειμώνας (1939)
Το τανγκό της Ψαροπούλας (1940)
Κάνε κουράγιο Ελλάδα μου (1947)
Συνέντευξη Σ. Βέμπο
Το τραγούδι της λευτεριάς(1947)
Καλό σου ταξίδι (1947)
Δεν θέλω (1950)
Δεν είναι αυτή ζωή (1953)
Η ζωή μας είναι λίγη (1954)
Η θεια μ’ η Αμιρσούδα (1946)
Μάτια μου μαύρα μου (από ραδιοφωνική επιθεώρηση)
Ποτ πουρί - "Αλήθειες και ψευτιές"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου