«Έχουμε τις εταίρες για την ηδονή, τις παλλακίδες για τις καθημερινές φροντίδες και τις συζύγους για να γεννούν νόμιμα παιδιά και να είναι πιστοί φύλακες της οικιακής εστίας».
Εάν απομονώσουμε αυτή την αποστροφή του Δημοσθένη στην αγόρευσή του «κατά Νεαίρας», λογικά θα οδηγηθούμε στο συμπέρασμα ότι η λαμπρή Αθήνα δεν ήταν πάρα μία σκληρή φαλλοκρατική κοινωνία, στην οποία οι γυναίκες χωρίζονταν σε τρεις κατηγορίες, ανάλογα με τη χρήση τους από τους άνδρες: ήταν πόρνες, υπηρέτριες ή μητέρες των παιδιών τους. Όπως είπαμε όμως και στο πρώτο μέρος του αφιερώματος στην Ερωτική Ζωή των Αρχαίων Ελλήνων, οι μαρτυρίες που έχουμε από εκείνη την εποχή είναι αποσπασματικές και συχνά αντικρουόμενες. Έτσι κοντά στη «φαλλοκρατική διακήρυξη» του Δημοσθένη, έχουμε τα λόγια του Ισοκράτη που παινεύει τον Νικοκλή, όχι μόνο επειδή ήταν δίκαιος κυβερνήτης, αλλά διότι «από τότε που παντρεύτηκε, είχε σεξουαλικές σχέσεις μόνο με τη γυναίκα του», ενώ και ο Αριστοτέλης στα «Πολιτικά» του, θεωρούσε «ατιμωτικές» τις σχέσεις του παντρεμένου άνδρα με άλλη γυναίκα εκτός της συζύγου του. Ποια λοιπόν ήταν η αλήθεια για τη συζυγική πίστη ανδρών και γυναικών στην Αρχαία Ελλάδα;
του Δημήτρη Καλαντζή
Τα Ομηρικά Έπη που κατείχαν τη θέση «ιερών βιβλίων» στην αρχαία ελληνική κοινωνία δεν διευκολύνουν στην εξαγωγή απόλυτων συμπερασμάτων. Έχουμε την Πηνελόπη να παραμένει πιστή στον Οδυσσέα με χίλια τεχνάσματα, αλλά τον Οδυσσέα να υποκύπτει εύκολα στα μάγια της Καλυψούς και να ερωτοτροπεί με τη Ναυσικά. Έχουμε το τέλειο ζευγάρι, Έκτορα και Ανδρομάχη που αγαπούν και ποθούν αποκλειστικά ο ένας την άλλη, αλλά έχουμε και τον Πρίαμο με τα αναρίθμητα παιδιά από διάφορες γυναίκες πλην της Εκάβης, που ζούσαν στο παλάτι του. Έχουμε τον Αχιλλέα να θυμώνει επειδή ο Αγαμέμνονας του πήρε τη γυναίκα – λάφυρο Βρισηίδα, αλλά έχουμε και τον Αχιλλέα να θυμώνει ακόμα περισσότερο, όταν οι Τρώες σκοτώνουν τον φίλο του Πάτροκλο. Και έχουμε και τους θεούς, άνδρες και γυναίκες, να επιδίδονται σε ένα γαϊτανάκι λαγνείας και μοιχείας, που ασφαλώς δεν θα μπορούσε να αφήσει ασυγκίνητους τους θνητούς λάτρεις τους.
Η γενική εικόνα από τις αρχαίες πηγές είναι ότι ο γάμος δεν ήταν ισότιμος για τα δύο φύλλα. Οι άνδρες μπορούσαν να αναζητήσουν τη σεξουαλική ηδονή εκτός συζυγικού πλαισίου, οι γυναίκες όμως όχι. Η αποστολή των γυναικών ήταν να φέρουν στον κόσμο νόμιμους διαδόχους του «οίκου» και ως εκ τούτου καμία παρασπονδία δεν ήταν επιτρεπτή. Η σεξουαλική δραστηριότητα των γυναικών όφειλε να ήταν ενταγμένη στο εσωτερικό της συζυγικής σχέσης και ο σύζυγός τους να είναι ο αποκλειστικός ερωτικός τους σύντροφος. Όπως λέει ο Δημοσθένης, ο νόμος επιδιώκει «οι γυναίκες να αισθάνονται έναν αρκετά δυνατό φόβο για να παραμένουν έντιμες και να μη διαπράττουν κανένα σφάλμα». Η μοιχείας της συζύγου επιφύλασσε βαριές κυρώσεις ιδιωτικού αλλά και δημόσιου χαρακτήρα. Ο σύζυγος είχε το δικαίωμα να σκοτώσει τον εραστή, εάν τον έπιανε πάνω στην πράξη, χωρίς άλλο είδος δίκης. Τις περισσότερες όμως φορές, γινόταν χρηματικός διακανονισμός αποζημίωσης ενώπιον μαρτύρων. Ορισμένοι συγγραφείς υποστηρίζουν ότι ο απατημένος σύζυγος ήταν υποχρεωμένος να διώξει τη γυναίκα του από τον οίκο του με την απειλή στέρησης των πολιτικών του δικαιωμάτων, αν δεν το έκανε. Το σίγουρο είναι ότι η μοιχαλίδα στερούταν για πάντα κάθε συμμετοχή στις τελετές της πόλης.
Ο σύζυγος απέναντι στη σύζυγο δεσμευόταν μόνο σε ένα καθορισμένο αριθμό «συζυγικών καθηκόντων» (ο νόμος του Σόλωνα έλεγε ότι ο σύζυγος έπρεπε να είχε τουλάχιστον τρεις φορές το μήνα σεξουαλική επαφή με τη γυναίκα του, όταν εκείνη ήταν επίκληρος), αλλά τίποτα δεν τον εμπόδιζε να έχει σεξουαλικές σχέσεις εκτός γάμου. Κάθε άνδρας θεωρητικά ήταν ηθικά υποχρεωμένος να σέβεται μία παντρεμένη γυναίκα ή ένα κορίτσι που βρισκόταν υπό την πατρική αρχή αλλά πρακτικά ήταν ευθύνη της γυναίκας να μην υποκύψει στην «παράνομη» πολιορκία. Ο Λυσίας στον λόγο του «Κατά Ερατοσθένους» λέει για τους αποπλανητές ότι «διαφθείρουν τις ψυχές των γυναικών σε τέτοιο σημείο που γίνονται κύριοι των σπιτιών τους (των γυναικών) με αποτέλεσμα να μην ξέρει κανείς ποίου είναι τα παιδιά». Αυτό ήταν και το μεγάλο θέμα για την αθηναϊκή κοινωνία: να εξασφαλίσει στους άρρενες πολίτες της, γνήσιους και νόμιμους απογόνους.
Στην πραγματικότητα, η υποχρέωση που είχε ο παντρεμένος σύζυγος ήταν να μη συνάψει δεύτερο γάμο με άλλη γυναίκα. Μπορούσε να έχει ένα δεσμό, να εγκαταστήσει στο σπίτι παλλακίδα, να συναναστρέφεται εταίρες, να ήταν εραστής αγοριού – χωρίς να υπολογίζουμε τους δούλους, άνδρες ή γυναίκες, που είχε στη διάθεσή του στο σπίτι και δεν είχαν δικαίωμα αντίστασης στις επιθυμίες του. Η μόνη επιλήψιμη μοιχεία από την πλευρά του συζύγου ήταν αυτή που διέπραττε με τη νόμιμη σύζυγο ενός άλλου Αθηναίου, κι ο λόγος ήταν πως με αυτή την πράξη αδικούσε έναν άλλο πολίτη.
Για τους αρχαίους Έλληνες δεν υπήρχε η έννοια της αμοιβαίας πίστης στον έγγαμο βίο. Η γυναίκα ανήκε στον σύζυγο, ο άνδρας όμως ανήκε στον εαυτό του. Η διπλή σεξουαλική πίστη ως καθήκον, δέσμευση και κοινό συναίσθημα ανάμεσα σε ένα ζευγάρι θα εμφανιστεί πολύ αργότερα, με την επικράτηση του Χριστιανισμού.
ΠΑΛΛΑΚΙΔΕΣ, ΕΤΑΙΡΕΣ ΚΑΙ ΠΟΡΝΕΣ
Οι παλλακίδες αποτελούσαν ένα «υποκατάστατο» της νόμιμης συζύγου. Σε αντίθεση όμως με τη σύζυγο, που εισέρχεται σε έναν οίκο μετά από τη συμφωνία δύο οικογενειών, η παλλακή εισέρχεται, αν όχι κρυφά, τουλάχιστον χωρίς καμία θεσμική πράξη που να τη συνδέει με τον άντρα του σπιτιού. Επρόκειτο λοιπόν για μία ένωση που θα μπορούσε ανά πάσα στιγμή να ανακληθεί και αφορούσε σε φτωχές κοπέλες ή δούλες. Οι παλλακίδες ήταν Αθηναίες ή ξένες ελεύθερες. Φτωχοί Αθηναίοι που δεν ήταν σε θέση να προικίσουν τις κόρες τους, επέτρεπαν τέτοιες ενώσεις, ζητώντας μόνο αποζημίωση στην περίπτωση που ο άνδρας αποφάσιζε ότι δεν ήθελε πλέον την παλλακίδα. Μεταγενέστεροι συγγραφείς μας πληροφορούν ότι στην εποχή του Πελοποννησιακού πολέμου, προκειμένου να αντιμετωπιστεί η μείωση του πληθυσμού, υποχρεώθηκε κάθε Αθηναίος να πάρει εκτός από τη νόμιμη γυναίκα του, και μία άλλη, έστω και ξένη και, κατ΄ εξαίρεση, αυτά τα παιδιά νομιμοποιήθηκαν ως γνήσιοι Αθηναίοι. Σε κανονικές συνθήκες τα παιδιά παλλακίδων και εταίρων δεν αναγνωρίζονταν ως παιδιά του οίκου.
Στην Αθήνα πήγαιναν να ζήσουν γυναίκες από άλλες πόλεις, γυναίκες μέτοικοι, που για να εξασφαλίσουν την επιβίωση τους, εμπορεύονταν το μόνο πράγμα που τους ανήκε, το κορμί τους. Οι φτωχότερες γίνονταν πόρνες που δούλευαν στα πανδοχεία της Αθήνας και του Πειραιά. Μερικές είχαν αγορασθεί και έτσι έμπαιναν στην κατάσταση της δουλείας. Άλλες ήταν ελεύθερες από νομική άποψη. Όσο για τα «σπίτια», ανήκαν είτε σε πολίτες (ένας διάδικος του 4ου π.Χ. αιώνα παρουσιάζει δύο από αυτά στην απαρίθμηση της περιουσίας του) είτε σε ξένους. Δίπλα σε αυτές τις πόρνες, υπήρχαν εκείνες που οι αρχαίοι Έλληνες ονόμαζαν εταίρες, γυναίκες που προορίζονταν «για την ηδονή». Στην πραγματικότητα η εταίρες ήταν οι μόνες αληθινά ελεύθερες γυναίκες της κλασικής Αθήνας. Έβγαιναν ελεύθερα, συμμετείχαν στα συμπόσια και κρατούσαν συντροφιά στους άνδρες.
Πιο γνωστή εταίρα ήταν η περίφημη Ασπασία με καταγωγή από τη Μίλητο, μία πλούσια πόλη της Μικράς Ασίας, που είχε στενούς δεσμούς με την Αθήνα. Αγνοούμε τους λόγους για τους οποίους ήρθε να εγκατασταθεί στην Αθήνα. Γνωρίζουμε όμως ότι ο Περικλής την ερωτεύτηκε τόσο πολύ, που χώρισε τη νόμιμη σύζυγό του και μητέρα των δύο παιδιών του, και απέκτησε μαζί της ένα γιο, τον οποίο κατέφερε να εγγράψει στους καταλόγους της πόλης παρά το νόμο, που ο ίδιος είχε εισηγηθεί και αναγνώριζε ως πολίτες μόνο τα παιδιά που γεννήθηκαν από πολίτες της Αθήνας. Οι αρχαίοι επέμεναν στην ομορφιά και στην ευφυία της. Ο Πλούταρχος στον «Βίο του Περικλή» γράφει ότι «μερικοί λένε ότι ο Περικλής προσηλώθηκε σε αυτήν επειδή ήταν πολύ σοφή και επιδέξια στην πολιτική. Μάλιστα και ο Σωκράτης της έκανε πότε πότε επίσκεψη, και οι φίλοι της έφερναν σε αυτήν τις γυναίκες τους για να την ακούσουν… Έτρεφε κοντά της νεαρές κακής διαγωγής…».
Ο ρόλος της εταίρας / μαστρωπού, μαρτυρείται κυρίως από τους Κωμικούς, αντίπαλους της πολιτικής του Περικλή, οι οποίοι έφτασαν στο σημείο να ισχυριστούν ότι η πολιτική του μεγάλου στρατηγού υπαγορευόταν από την ερωμένη του. Μετά τις πρώτες αποτυχίες του Πελοποννησιακού Πολέμου, οι αντίπαλοι του Περικλή επιτέθηκαν ανοιχτά στην Ασπασία. Ο κωμικός ποιητής Έρμιπος την έσυρε στα δικαστήρια με τη διπλή κατηγορία της ασέβειας και ακολασίας. Η Ασπασία απαλλάχθηκε χάρη στη παρέμβαση του Περικλή, που με δάκρυα και ικεσίες προς τους δικαστές, πέτυχε την αθώωσή της. Μετά το θάνατο του Περικλή, η Ασπασία απέκτησε ως εραστή τον έμπορο προβάτων Λυσικλή, ένα χυδαίο άνθρωπο, ο οποίος χάρη σε εκείνη, κατάφερε για ένα διάστημα να παίξει έναν σημαντικό πολιτικό ρόλο στην Αθήνα.
Η Ασπασία όμως δεν ήταν ο κανόνας για τις εταίρες. Η περίφημη Φρύνη υμνήθηκε για την ομορφιά της αλλά ποτέ για την ευφυία της. Ήταν φίλη του Πραξιτέλη, που τη χρησιμοποίησε ως μοντέλο για πολλά αγάλματα της Αφροδίτης. Η εταίρα έκανε τόσο μεγάλη περιουσία, που της επέτρεψε να τοποθετήσει ένα άγαλμά της από χρυσό στο ιερό των Δελφών, ανάμεσα σε αγάλματα στρατηγών και βασιλέων. Ο Πλούταρχος έγραψε πως το άγαλμα της Φρύνης είναι «σαν τρόπαιο που αποκτήθηκε από νίκη επάνω στην αγάπη των Ελλήνων για τις ηδονές».
Κατά κανόνα, δεν ήταν η μόρφωση αλλά οι περιποιήσεις προς τους άνδρες που έκαναν τις εταίρες περιζήτητες. Όπως έγραψε ο κωμικός ποιητής Άμφις: «Μία φιλενάδα δεν είναι πάντα πιο αξιαγάπητη από μία σύζυγο; Και βέβαια είναι και υπάρχει ένας σοβαρός λόγος γι αυτό: όσο κι αν δεν σου αρέσει η γυναίκα σου, ο νόμος σε αναγκάζει να την κρατήσεις κοντά σου. Η φιλενάδα αντίθετα, γνωρίζει πως δεν δένεται μαζί της ένας εραστής παρά μονάχα αν τον φροντίζει. Αλλιώς θα τον κάνει να ψάξει για άλλην…»
Μορφωμένη ή απλά περιποιητική, η εταίρα είναι η γυναίκα του «έξω». Σε αντίθεση με τις συζύγους των Αθηναίων, κυκλοφορεί στους δρόμους, συμμετέχει στα συμπόσια, διαχειρίζεται χρήματα και μιλάει στους άνδρες ως όμοια προς όμοιο. Σε αυτή τη «λέσχη ανδρών», που ήταν η Αθήνα της κλασικής αρχαιότητας, όπου η γυναίκα παρέμενε σε όλη τη ζωή της ανήλικη και υπό κηδεμονία, η εταίρα ενσάρκωσε την ελεύθερη και ανεξάρτητη γυναίκα στα λόγια και στη συμπεριφορά της, έχοντας αποκτήσει όμως αυτή την ελευθερία με τον πλειστηριασμό του κορμιού της.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου