η φορολογική συνέπεια προάγεται ως κάτι το ενάρετο και ηθικό, ως ένα καθήκον προς τους αδυνάτους. το κράτος παρουσιάζεται ως προστάτης των συμφερόντων της κοινωνίας σε τέτοιο βαθμό, όπου έχει αναχθεί και ως προστάτης της κοινωνικής συνοχής.
Του Μιχάλη Γκουντή
Εισαγωγή
Σε προηγούμενο άρθρο εξετάσαμε συνοπτικά τις διαφορές ανάμεσα στα αρνητικά και θετικά δικαιώματα. Είδαμε πως τα θετικά δικαιώματα δημιουργούν αυτο-κυριαρχικές ανισότητες ανάμεσα στα άτομα και διατηρούν την κοινωνία σε μία κατάσταση διαρκούς σύγκρουσης. Αν κάθε άτομο απαιτεί από τον συνάνθρωπό του να απολέσει την αυτοδιάθεσή του, καταλαβαίνουμε πόσο ισχυρός είναι αυτός ο ισχυρισμός. Επίσης, στο ίδιο άρθρο, είδαμε ότι μία από τις θεμελιώδεις πράξεις, η οποία παραβιάζει τα αρνητικά δικαιώματα είναι και η κλοπή. Ποια η σχέση όμως της φορολογίας με το έγκλημα της κλοπής;
Τι είναι κλοπή;
Κλοπή θα μπορούσε να οριστεί ως «η πράξη εκείνη κατά την οποία ο δράστης αποσπά δικαίως αποκτηθείσα περιουσία δια της βίας ή απάτης». Μερικές παρατηρήσεις αρχικά: Δικαίως αποκτηθείσα θεωρείται η περιουσία που αποκτήθηκε με την ανάμιξη της εργασίας με ένα άκτητο αντικείμενο ή γη (σύμφωνα με τη Λοκιανή θεωρία ιδιοκτησίας, χωρίς το proviso). Για παράδειγμα, αν κάποιος έβρισκε ένα κομμάτι γης το οποίο δεν ανήκε σε κανέναν (ένα προηγουμένως άγνωστο νησί για παράδειγμα) και πάνω σε αυτό έχτιζε μία κατοικία ή το περιέφραζε, τότε θα θεωρείτο και ιδιοκτησία του. Περιουσία μπορεί να αποκτήσει κάποιος και με μεταβίβαση ιδιοκτησίας είτε με πώληση-αγορά, συμβόλαιο παραχώρησης, δωρεά (ή δώρο), κληρονομία κ.ο.κ. Όλοι αυτοί οι τρόποι, σύμφωνα με τη λιμπερταριανή θεωρία θεωρούνται αποδεκτοί τρόποι απόκτησης περιουσίας-ιδιοκτησίας.
Kατ’ επέκταση, ιδιοκτησία μπορεί να θεωρηθεί και το εισόδημα ή κέρδος κάποιου, το οποίο εκφράζεται ή μετριέται σε χρηματικές μονάδες, εφόσον αποκτήθηκε με κάποιον εκ των προαναφερθέντων τρόπων. Αυτό, διότι αποκτήθηκε με την εργασία του ατόμου και με την εθελοντική μεταβίβαση των χρημάτων από κάποιον άλλον.
Η κλοπή, ανάλογα με τον τρόπο που πραγματοποιείται, μπορεί να θεωρηθεί άμεση (explicit) και έμμεση (implicit). Η άμεση κλοπή αφορά την αφαίρεση ιδιοκτησίας με τη βία. Για παράδειγμα, μία ληστεία ή διάρρηξη σπιτιού θεωρείται άμεση κλοπή. Έμμεση κλοπή πραγματοποιείται όταν παραβιάζονται όροι ενός συμβολαίου. Έστω ότι έχω πληρώσει το Χ χρηματικό ποσό για μία αγορά ενός κινητού από μαγαζί στο ίντερνετ. Το πακέτο φτάνει σπίτι και ανοίγοντάς το, διαπιστώνω ότι περιέχει πέτρες αντί για το κινητό. Η παραβίαση του συμβολαίου ουσιαστικά (δίνω χρήματα σε αντάλλαγμα ένα προσυμφωνηθέν προϊόν) αποτελεί έμμεση κλοπή, διότι δεν μου ασκήθηκε απευθείας βία για την απόσπαση των χρημάτων μου.
Όπως είναι προφανές, η διαφορά της κλοπής από τη μη-κλοπή, είναι ο εθελοντικός χαρακτήρας της συναλλαγής οποίος απουσιάζει από την πρώτη περίπτωση.
Η φορολογία
Έχοντας δείξει ότι το εισόδημα κάποιου ατόμου, εφόσον έχει αποκτηθεί δικαίως, είναι και ιδιοκτησία του, ας αναλύσουμε το θεσμό της φορολογίας. Η φορολογία αποτελεί πρακτικά την απόσπαση μέρους των κερδών ή εισοδημάτων των ατόμων υπό την απειλή βίας. Ας δούμε τι συμβαίνει, όταν στην πραγματικότητα κάποιος ανακαλυφθεί ότι φοροδιαφεύγει. Σε περίπτωση ανακάλυψης φοροφυγά κινητοποιείται ο κρατικός μηχανισμός καταστολής. Εισβάλει στο σπίτι ή επιχείρηση του κατηγορουμένου, τον συλλαμβάνει και εν τέλει ορίζει το τι ποσοστό της περιουσίας του θα κατασχεθεί ώστε να αποπληρωθεί το χρέος του προς το κράτος.
Οι πολίτες ενός κράτους γνωρίζουν τι προβλέπει ο νόμος, όσον αφορά τη φοροδιαφυγή. Γνωρίζουν επίσης τι θα συμβεί σε περίπτωση όπου ανακαλυφθεί ότι αποκρύπτουν εισοδήματα από το κράτος. Εφόσον λοιπόν κάποιος γνωρίζει ότι αναμένονται δυσάρεστες συνέπειες για την μη-πραγματοποίηση μίας πράξης (πληρωμή φόρων), τότε προκύπτει ότι η φορολογία είναι φύσει μη εθελοντική. Η φορολογία λοιπόν αποτελεί εξαναγκασμός υπό την απειλή βίας.
Συνεπώς, αφού η φορολογία δεν είναι εθελοντική και βασίζεται σε βίαιους (εν τέλει) μηχανισμούς καταστολής, αποτελεί και εξ ορισμού κλοπή.
Η ανατομία του κράτους
Ο μεγάλος Γερμανός κοινωνιολόγος Franz Oppenheimer στο κλασικό του έργο Der Staat (Το κράτος)διακρίνει δύο τρόπους με τους οποίους κάποιος θα μπορούσε να αποκτήσει τα μέσα, ώστε να καλύψει τις ανάγκες του. Ο ένας τρόπος είναι τα «οικονομικά μέσα», δηλαδή οι εθελοντικές συναλλαγές σε ένα σύστημα αγοράς. Ο δεύτερος τρόπος είναι τα «πολιτικά μέσα», δηλαδή η βίαια απόσπαση των καρπών της εργασίας των άλλων. Η φορολογία λοιπόν, κατά τον Oppenheimer θα ανήκε σίγουρα στα «πολιτικά μέσα».
Ένα καίριο ερώτημα, το οποίο προκύπτει εδώ, είναι το εξής. Εφόσον η φορολογία είναι κλοπή, πώς είναι δυνατόν να μην έχει σχηματιστεί μία συνολική κινητοποίηση απέναντί της; Γιατί λοιπόν τη δεχόμαστε;
Στο έργο του «Η Ανατομία του κράτους» ο Murray Rothbard δίνει μία πειστική εξήγηση στο θέμα της πειθήνιας αποδοχής του κρατικού μηχανισμού κλοπής. Αναγνωρίζει σαφώς ότι ο κύριος mondus operandi (τρόπος λειτουργίας) του κράτους είναι η απειλή βίας, εντούτοις θεωρεί, ότι σε βάθος χρόνου, το κράτος χρησιμοποιεί κυρίως ιδεολογικούς μηχανισμούς επιβολής. Ένα κράτος λοιπόν για να διατηρήσει τη συνοχή του και την ύπαρξή του, χρειάζεται την υποστήριξη της πλειοψηφίας των πολιτών του. Όμως, το είδος της υποστήριξης δεν έχει ιδιαίτερη σημασία. Μπορεί να αποτελεί υποστήριξη ένθερμων οπαδών του κράτους (κρατισμός). Θα μπορούσε όμως να αποτελεί και μία παθητική παραίτηση μπρος στην κρατική επιβολή. Μία τέτοια, σχεδόν φαταλιστική θα έλεγε κανείς, στάση προς τη φορολογία υποδηλώνεται από το ρητό: «Δύο πράγματα είναι αναπόφευκτα: Ο θάνατος και οι φόροι».
Κράτος και ιδεολογική επιβολή
Ένας τρόπος που το κράτος διασφαλίζει υποστήριξη είναι μέσω της δημιουργίας διακεκριμένων οικονομικών συμφερόντων. Ο βασιλιάς, η κυβέρνηση, η ολιγαρχία, δεν μπορεί να κυβερνήσει μόνη της. Χρειάζεται να έχει έναν αριθμό ακολούθων σεβαστού μεγέθους, οι οποίοι κατέχουν τις προϋποθέσεις ώστε να διαχειρίζονται εξουσίες. Για παράδειγμα, ένα τέτοιο σώμα αποτελούν οι διορισμένοι κυβερνητικοί υπάλληλοι. Αυτός όμως ο τρόπος εξασφαλίζει μόνο ελάχιστους ενθουσιωδών πιστών. Εδώ είναι όπου χρειάζονται και οι διανοούμενοι.
Είναι σχεδόν αυταπόδεικτος ο λόγος που το κράτος χρειάζεται τους διανοούμενους και διάφορες δημόσιες προσωπικότητες. Το ερώτημα είναι, γιατί αυτές οι προσωπικότητες χρειάζονται το κράτος. Η απάντηση είναι πολύ απλή. Η «ελεύθερη αγορά ιδεών» δεν είναι ποτέ ποτέ αρκετά ασφαλής. Με το ρυθμό τον οποίο καινούριες ιδέες εμφανίζονται ή γίνονται αναμνήσεις του παρελθόντος (βγαίνουν εκτός «μόδας»), ο διανοούμενος πρέπει να βασίζεται στην αποδοχή των μαζών, ώστε να διασφαλίσει κάποιο σταθερό εισόδημα εμπορευόμενος τις απόψεις του. Είναι επίσης χαρακτηριστικό των μαζών ακριβώς να μην ενδιαφέρονται γενικά για τις απόψεις της διανόησης.
Το κράτος, από την άλλη είναι πρόθυμο να δώσει στους διανοούμενος ένα σταθερό βάθρο έκφρασης και μόνιμη κάλυψη στους κόλπους του. Διότι οι διανοούμενοι θα ανταμειφθούν πλουσιοπάροχα ώστε να συνεχίζουν να παράσχουν υποστήριξη στο θεσμό, ο οποίος τους καλύπτει. Διανοούμενοι λοιπόν, όπου στηρίζουν την «κοινωνική δικαιοσύνη», κρατική παρεμβατικότητα και ελέγχους των «κακών» αγορών, βρίσκονται σε μόνιμη προβολή. Εν συντομία, το κράτος έχει κάθε κίνητρο να εξασκεί προστατευτισμό σε άτομα δημοσίου ενδιαφέροντος που τάσσονται υπέρ του.
Παράδοση και «ηθικό πλεονέκτημα»
Μία αρκετά ευφυής μέθοδος υπεράσπισης κρατικών θεσμών όπως της φορολογίας, αποτελεί και η ενστάλαξη φόβου για την εναλλακτική, χωρίς φόρους πραγματικότητα. Ερωτήματα τα οποία διατυπώνουν τις αντιρρήσεις και φόβους των σκεπτικιστών ποικίλουν: «Ποιος θα φτιάξει τους δρόμους;», «Ποιος θα παρέχει πρόνοια;», «Τι θα γίνει με την στρατιωτική άμυνα;», είναι μερικές φαινομενικά αναπάντητες απορίες, οι οποίες χρησιμοποιούνται ως επιχείρημα υπέρ της φορολογίας. Στο παρόν άρθρο, αν και δε θα απαντήσουμε σε αυτές, οφείλουμε να παρατηρήσουμε, ότι τέτοιες ερωτήσεις έχουν απάντηση, απλά αυτή δεν είναι εύκολα προσβάσιμη ή οι εναλλακτικές δεν θεωρούνται επαρκείς. Τούτο διότι, δεν υπάρχει κάποια εναλλακτική σε πρακτική εφαρμογή, ώστε να γίνει μία άμεση εμπειρική και από πρώτο χέρι σύγκριση. Το κράτος έχει σχεδόν μονοπωλήσει την παροχή λύσης για τις παραπάνω ενστάσεις, αφήνοντας τις σκέψεις για εναλλακτικές μόνο σε άτομα που είναι διατεθειμένα να τις μελετήσουν.
Είναι, θα λέγαμε, κατά κάποιον τρόπο μία επίκληση στον παραδοσιακό ρόλο του κράτους. Δύσκολα δέχεται κάποιος αλλαγές σε αυτήν την παράδοση.
Παρ’όλα αυτά, τίποτα δε συγκρίνεται με τη δημιουργία συναισθημάτων «καθήκοντος» και «ενοχής» προς τους επίδοξους φοροφυγάδες. Η φορολογική συνέπεια προάγεται ως κάτι το ενάρετο και ηθικό, ως ένα καθήκον προς τους αδυνάτους. Το κράτος παρουσιάζεται ως προαγωγός των συμφερόντων της κοινωνίας σε τέτοιο βαθμό, όπου έχει αναχθεί και ως προστάτης της κοινωνικής συνοχής. Οποιαδήποτε αύξηση των κερδών του ιδιωτικού τομέα βαφτίζεται «ματεριαλιστική», «ανήθικη» και προϊόν απάτης. Η δαιμονοποίηση του ιδιωτικού κέρδους και της επιχειρηματικότηταςείναι σύνηθες φαινόμενο και για την ελληνική πραγματικότητα ειδικά σε πολιτικό επίπεδο. Η φορολογία θεωρείται απαραίτητη για να μετριαστεί η αισχροκέρδεια του ιδιωτικού τομέα
Αφού αναλύσαμε το πως η φορολογία αποτελεί «νόμιμη» κλοπή και είδαμε που οφείλεται η διατήρηση της αποδοχής της, ας εξετάσουμε μερικά επιχειρήματα υπέρ του θεσμού αυτού.
Ηθικά επιχειρήματα υπέρ της φορολογίας: Το κοινωνικό συμβόλαιο και το πρόβλημα της επίγνωσης
Πρώτο επιχείρημα το οποίο προτείνεται για να υπερασπιστεί τον ισχυρισμό ότι η φορολογία δεν είναι κλοπή, αποτελεί η υποτιθέμενη εθελοντική φύση της βασισμένη στη γνώση του ατόμου, ότι είναι πολίτης ενός κράτους. Διατυπωμένο διαφορετικά, η φορολογία δεν είναι κλοπή διότι γνωρίζει ο φορολογούμενος και ότι υπάρχουν φόροι καθώς και τις συνέπειες της φοροδιαφυγής. Αφού ξέρει λοιπόν και γνωρίζει, τότε αυτό που είναι δεν εθελοντικό είναι η φοροδιαφυγή.
Το επιχείρημα αυτό φαίνεται πειστικό. Είμαστε όλοι πολίτες ενός κράτους, έχουμε συμφωνήσει σε ένα «κοινωνικό συμβόλαιο», αποδεχόμαστε την κρατική επιβολή με τη δική μας βούληση. Διακατατέχεται εντούτοις από δύο λογικές πλάνες. Πρώτον, προϋποθέτει ότι μπορεί να εντοπίσει την «υπογραφή» αυτού του κοινωνικού συμβολαίου. Δεν υπάρχει καμία απόδειξη, ότι η δημιουργία κρατών οφείλεται σε κάποια «συναίνεση των κυβερνουμένων». Ο David Hume προβάλει την ένσταση, ότι το Κοινωνικό συμβόλαιο είναι ένα βολικό αφήγημα. Είναι στην ουσία μία καθαρά φαντασιακή κατασκευή, την οποία κάθε άρχων προσαρμόζει ώστε να δικαιολογήσει ηθικά την κατοχή εξουσίας (Hume, David. Essays, Moral, Political, and Literary, Part II, Essay XII, Of The Original Contract).
Η δεύτερη λογική πλάνη προκύπτει, όταν κάνουμε μία επέκταση της φιλοσοφίας του επιχειρήματος της επίγνωσης των επιπτώσεων της φοροδιαφυγής. Αφού ξέρουμε ότι θα φορολογηθούμε, τότε η φορολογία είναι εθελοντική στη βάση του ότι αποδεχόμαστε την ύπαρξη της πραγματικότητας. Με τη λογική του επιχειρήματος λοιπόν, μία γυναίκα περνάει νύχτα μέσα από ένα κακόφημο στενό. Δεν έχει άλλη επιλογή (πρακτικά δεν έχουμε άλλη επιλογή από το να γεννιόμαστε και να ζούμε σε κράτη), είναι ο συντομότερος δρόμος. Ξέρει ότι οι πιθανότητες να πέσει σε συμφορά είναι μεγάλες. Η γυναίκα πέφτει θύμα ληστείας. Εφαρμόζοντας το συλλογισμό του επιχειρήματος, η γυναίκα, εφόσον ήξερε, ότι μάλλον κάτι κακό θα της συνέβαινε, θα πρέπει να θεωρήσει το έγκλημα «νόμιμο», καθώς γνώριζε τις συνέπειες. Άρα και ότι η ίδια συναίνεσε στη ληστεία της.
Με άλλα λόγια, η λογική του επιχειρήματος δεν υποστηρίζεται καθώς δεν μπορεί να εφαρμοστεί σε όλες τις ανάλογες περιπτώσεις που αφορούν γνώσεις συνεπειών. Θα έπρεπε δηλαδή, κάθε εγκληματική πράξη που γίνεται εν γνώση των πιθανοτήτων από το θύμα, να θεωρείται προϊόν συναίνεσης. Καταλήγουμε δηλαδή σε ένα reductio ad absurdum.
Ηθικών επιχειρημάτων συνέχεια: Ποιος θα φροντίσει τους αναξιοπαθούντες και την άμυνα του κράτους;
Χωρίς την αρπαγή μέρος του εισοδήματος μας, ποιος θα φροντίσει τους αναξιοπαθούντες; Άτομα με αναπηρίες, άνεργοι, ο στρατός, πώς θα συντηρηθούν; Η φορολογία δεν είναι κλοπή διότι αποτελεί δίχτυ προστασίας για τους αδικημένους της ζωής και χρησιμοποιείται για την προστασία της χώρας.
Η συγκεκριμένη ένσταση είναι αυτό που θα λέγαμε «πέταγμα της μπάλας στην εξέδρα». Δηλαδή δεν επιχειρεί να βάλει κατά του ισχυρισμού ότι «η φορολογία είναι κλοπή». Αυτό που προσπαθεί να κάνει είναι να μετατοπίσει τη συζήτηση σε πιο «βολικά» χωράφια χωρίς να αντιμετωπίσει την ουσία κανενός από τα επιχειρήματά μας. Οποιοσδήποτε ισχυρισμός χρησιμοποιηθεί για να υπερασπιστεί αυτή τη θέση δηλαδή, δεν μπορεί να σώσει τη φορολογία από τον χαρακτηρισμό, που της έχουμε δώσει. Αυτό που πραγματικά κάνει είναι να υποστηρίζει ότι η φορολογία είναι με κάποιον τρόπο χρήσιμη. Αν και η χρησιμότητά της σίγουρα μπορεί να αμφισβητηθεί, η κλοπή παραμένει κλοπή ανεξάρτητα από τα κίνητρά της. Θα μπορούσαμε να φέρουμε ως παράδειγμα τον Ρομπέν των Δασών. Το ότι ο πλούτος, τον οποίο αποσπούσε από τους διερχόμενους εμπόρους, αναδιανεμόταν προς τους φτωχούς, δεν μας εμποδίζει να χαρακτηρίσουμε την πράξη του ως κλοπή.
Όπως είπαμε και προηγουμένως, εναλλακτικές λύσεις σε αυτές τις ενστάσεις δε θα δώσουμε εδώ, καθώς το αντικείμενο του άρθρου είναι κυρίως δεοντολογικό. Το πως θα μπορούσε μία κοινωνία να φτιάχνει δρόμους, να παρέχει πρόνοια και άμυνα, χωρίς φορολογία, είναι αντικείμενο για μελλοντικά άρθρα.
Η φορολογία δεν είναι κλοπή…αν είναι μικρή
«Η φορολογία δεν είναι κλοπή αν είναι υποφερτή και η αξία των παροχών αντικατοπτρίζει την αξία των χρημάτων μου». Το πρώτο πρόβλημα με αυτό το επιχείρημα είναι η προϋπόθεση ενός βαθμού «κλοπιμότητας». Δηλαδή, ένα κατώτατο όριο υπάρχει, από το οποίο και μετά κάτι θεωρείται κλοπή. Για παράδειγμα, αν κάποιος αφαιρέσει 10 ευρώ από το πορτοφόλι κάποιου, δεν θεωρείται η πράξη κλοπή. Αν αφαιρούσε 15 ευρώ τότε η πράξη θεωρείται κλοπή…Αν σκεφτούμε ότι κάθε άνθρωπος έχει διαφορετικά κριτήρια του «υποφερτού», θεωρούμε ότι το επιχείρημα δεν στέκεται σε ανάλυση.
Το δεύτερο σκέλος είναι πιο σημαντικό. Εφόσον μέσω της φορολογίας οι παροχές είναι ίσης αξίας, τότε η φορολογία δεν είναι κλοπή. Εδώ μπορούμε πάλι να κάνουμε ένα reductio ad absurdum με ένα απλό παράδειγμα.
Κάποιος πλησιάζει έναν ανυποψίαστο περαστικό και υπό την απειλή όπλου του αφαιρεί ένα Χ χρηματικό ποσό. Μετά, πηγαίνει στον μπακάλη και του αγοράζει προϊόντα αξίας Χ χρηματικών μονάδων, ίσων με αυτές που αφαίρεσε από τον περαστικό. Το επιχείρημα εδώ κάνει το ίδιο σφάλμα του «πετάγματος της μπάλας στην εξέδρα». Πάλι, δεν μας ενδιαφέρουν τα κίνητρα της πράξης. Μας ενδιαφέρει το πλαίσιο στο οποίο αυτή πραγματοποιείται. Η αφαίρεση των χρημάτων με τη βία συνιστά κλοπή με μόνο κριτήριο τον τρόπο αφαίρεσής τους.
Επίσης, η αξία των παροχών, λόγω της φύσης του φορολογικού και αναδιανεμητικού συστήματος, δεν μπορεί να είναι ίση της αξίας των χρημάτων που αποσπώνται. Για παράδειγμα, ένα άτομο το οποίο είναι σε ανώτερη φορολογική κλίμακα και πληρώνει δηλαδή παραπάνω φόρο, λαμβάνει την ίδια υπηρεσία με κάποιον που πληρώνει λιγότερα. Ίδιες δημόσιες υπηρεσίες χρησιμοποιούν, την ίδια αστυνομία, εκπαίδευση κ.ο.κ. Το αναδιανεμητικό σύστημα το οποίο η φορολογία τροφοδοτεί, δεν είναι σχεδιασμένο ώστε να επιστρέφει παροχές ίδιας αξίας. Αυτό που κάνει είναι να μετατοπίζει πλούτο από τον έναν δικαιούχο στον άλλο, από τον πιο εύπορο, προς τον λιγότερο εύπορο. Άρα κάποιοι θα παίρνουν παροχές μεγαλύτερης αξίας των φόρων τους και άλλοι μικρότερης.
Φοροδιαφυγή και ηθική
Αφού λοιπόν η φορολογία είναι κλοπή και κανένα επιχείρημα το οποίο να αντικρούει αυτή τη θέση δεν υπάρχει, μπορούμε να συμπεράνουμε τα εξής. Πρώτον, οποιαδήποτε προσπάθεια του ατόμου να αποφύγει τη φορολόγησή του δικαιολογείται ηθικά. Ο φοροφυγάς θα πρέπει να θεωρηθεί ένας μικρός ήρωας, καθώς τίθεται ενάντια σε ένα πολυεπίπεδο θεσμικό και κοινωνικό κατεστημένο, το οποίο είναι εξ ορισμού άδικο.
Διότι ο φοροφυγάς, αυτός που εργάζεται «μαύρα», τι κάνει στην ουσία; Εθελοντικά κάνει μία συναλλαγή παρέχοντας τις υπηρεσίες του σε κάποιον και αμείβεται γι’ αυτές. Απλά δεν επιθυμεί την κλοπή ενός μέρους του εισοδήματός τους. Δεν υπάρχει κάτι ανήθικο εδώ, όπως και να το εξετάσουμε.
Δεύτερον, οι ενστάσεις των φιλάνθρωπων, οι οποίες θα έκαναν απ’ευθείας επίθεση προς έναν τέτοιον ισχυρισμό, μπορούν να απαντηθούν αρκετά λιτά: «Δεν υφίσταται φιλανθρωπία δια του εξαναγκασμού». Τι είδους φιλανθρωπία είναι αυτή, κατά την οποία μέρος των εισοδημάτων έχει κατασχεθεί και φτάνει εν τέλει σε δικαιούχους, αφού προηγουμένως οι διαχειριστές της έχουν πάρει το μερίδιο τους; Γιατί να μη δίνονται εθελοντικά τα όποια χρήματα σε ανάλογες οργανώσεις;
Τέλος, ανήθικους μπορούμε να χαρακτηρίσουμε εκείνους που απαιτούν πάταξη της φοροδιαφυγής, κατάργηση μετρητών, αύξηση φόρων και εισφορών. Διότι επιθυμούν κλοπή μεγαλύτερης έκτασης και αποτελεσματικότητας.
Επίλογος
To 1927, o Oliver Wendell Holmes o νεότερος, διατύπωσε για πολλούς μία φράση-μνημείο υπέρ της φορολογίας: «Οι φόροι είναι το τίμημα το οποίο πληρώνουμε για μία πολιτισμένη κοινωνία».
Δεδομένης της ανηθικότητας στην οποία η φορολογία βασίζεται, θεωρούμε πρέπον να κλείσουμε με μία παράθεση από τον Mark Skousen ως απάντηση:
«Η φορολογία είναι το τίμημα που πληρώνουμε για την αποτυχία μας να χτίσουμε μία πολιτισμένη κοινωνία. Όσο υψηλότερο το επίπεδο φορολόγησης, τόσο μεγαλύτερη και η αποτυχία. Ένα κεντρικά σχεδιασμένο και ολοκληρωτικό κράτος είναι δείγμα μία πραγματικής ήττας για τον πολιτισμένο κόσμο. Μία ελεύθερη κοινωνία εθελοντικών συναλλαγών επομένως, είναι η επιτομή της απόλυτης επιτυχίας».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου