Αγγούσα, Γούπατο, Λυσιά, Νίλα, Ποριά, Πυροστιά …
Ιδιαίτερη θέση στην πολυμορφία της ελληνικής γλώσσας κατέχει η
ηπειρωτική ντοπιολαλιά. Πολύμορφή και πολυκύμαντη όπως η κοινωνία
που σε κάνει να νιώθεις ένα με τα χώμα, τις μυρωδιές, τις εικόνες, την
ομορφιά του τόπου που σε γέννησε.
Πολλές όμως από τις ιδιωματικές λέξεις του τόπου μας έχουν
Πολλές όμως από τις ιδιωματικές λέξεις του τόπου μας έχουν
τις ρίζες τους από την αρχαία ελληνική διάλεκτο και αποτελούν
ζωντανές αποδείξεις της συνέχειας της γλώσσας μας
Σας παρουσιάζουμε κάποιες από αυτές:...
· Αγγειά = Αγγεία, οικοσκευή. Ομηρική λέξη «άγγος». Ιλιάδα
Σας παρουσιάζουμε κάποιες από αυτές:...
· Αγγειά = Αγγεία, οικοσκευή. Ομηρική λέξη «άγγος». Ιλιάδα
Β, 471και Οδύσσεια 286 α β,
· Αγκίδα = μυτερή σχίζα ξύλου. Από το αρχαίο ελληνικό ουσιαστικό
· Αγκίδα = μυτερή σχίζα ξύλου. Από το αρχαίο ελληνικό ουσιαστικό
:«ακίς – ίδος».
· Αγκούσα (η) = Μεγάλο άγχος που συνοδεύεται με αναστεναγμό
· Αγκούσα (η) = Μεγάλο άγχος που συνοδεύεται με αναστεναγμό
και μερικές φορές με κλάμα, το βάρος στο στήθος. (Κατά τον Γ. Χατζιδάκη
η λέξη είναι αρχαία ελληνική και αποτελεί παραφθορά του τύπου
ογκούσα, μετοχής του ρήματος ογκούμαι (= συσσωρεύομαι,
εξογκώνομαι. Κατά άλλους προέρχεται από το λατινικό angustia
(= τα στενά, η στενοχωρία, οι πύλες ).
· Αγκωνή=η δεξιά και αριστερή πλευρά του τζακιού.
· Αγκωνή=η δεξιά και αριστερή πλευρά του τζακιού.
Μεσαιωνική ελληνική αγκωνή < αγκών + γωνία (συμφυρμός).
· Ακουρμάζομαι και ακουρμαίνομαι= Ακούω με μεγάλη
· Ακουρμάζομαι και ακουρμαίνομαι= Ακούω με μεγάλη
προσοχή, μερικές φορές βάζοντας το χέρι και στο αυτί.
Προέρχεται από το αρχαίο ρήμα ἀκροῶμαι= ακούω με προσοχή κάποιον.
· Απιθώνω=αφήνω κάτω. Από τη μεσαιωνική ελληνική α
· Απιθώνω=αφήνω κάτω. Από τη μεσαιωνική ελληνική α
ποθώνω που προέρχεται από το αρχαίο ελληνικό αποθέτω.
· Αψυχάω=τσιγκουνεύομαι. Από το στερητικό α- και τη
· Αψυχάω=τσιγκουνεύομαι. Από το στερητικό α- και τη
λέξη ψυχή
· Γάστρα = μετάλλινος κινητός καμπύλος φούρνος.
· Γάστρα = μετάλλινος κινητός καμπύλος φούρνος.
Παράγεται από την ομηρική λέξη «γάστρη» =το κοίλον του αγγείου). Οδύσσεια θ 437.
· Γούπατο= γούπατο. Από συμφυρμό των ομηρικών λέξεων «γη» και «πάτος» (Ιλιάδα Ζ, 202, Ι, 1190).
· Δοκήθηκα (το δοκήθηκα)=το αντιλήφθηκα, το κατάλαβα, το ένιωσα. Από το αρχαίο ρήμα δοκέω-ῶ=μου φαίνεται, θεωρώ, πιστεύω, νομίζω.
· Ζεύλα και ζεύγλα= το καμπύλο μέροςτου ζυγού μέσα από το
· Γούπατο= γούπατο. Από συμφυρμό των ομηρικών λέξεων «γη» και «πάτος» (Ιλιάδα Ζ, 202, Ι, 1190).
· Δοκήθηκα (το δοκήθηκα)=το αντιλήφθηκα, το κατάλαβα, το ένιωσα. Από το αρχαίο ρήμα δοκέω-ῶ=μου φαίνεται, θεωρώ, πιστεύω, νομίζω.
· Ζεύλα και ζεύγλα= το καμπύλο μέροςτου ζυγού μέσα από το
οποίο περνά ο λαιμός του ζώου. Προέρχεται από το αρχαίο ρήμα
ζεύγνυμι= βάζω κάτω από το ζυγό.
· Θημωνιά = θημωνιά. Ομηρική λέξη «θημών – ωνος». Οδύσσεια ε, 368
· Κοσσιά= κοσσιά, κλαδευτήρι χόρτων. Από το ρήμα «κόσσω»=κόβω.
· Καλοπίχειρα=εύκολα (επίρρημα). Από το επίθετο καλός και
· Θημωνιά = θημωνιά. Ομηρική λέξη «θημών – ωνος». Οδύσσεια ε, 368
· Κοσσιά= κοσσιά, κλαδευτήρι χόρτων. Από το ρήμα «κόσσω»=κόβω.
· Καλοπίχειρα=εύκολα (επίρρημα). Από το επίθετο καλός και
το ρήμα επιχειρώ.
· Λανάρι=Ξύλινο εργαλείο από μονοκόμματο επίπεδο ξύλο
· Λανάρι=Ξύλινο εργαλείο από μονοκόμματο επίπεδο ξύλο
στη μια άκρη του οποίου είναι προσαρμοσμένα σιδερένια δόντια
για το ξάσιμο το μαλλιού. Από τη Ομηρική λέξη «λήνος»=μαλλί
·Λιμασμένος=κατεχόμενος από άγρια πείνα. Από την αρχαία
·Λιμασμένος=κατεχόμενος από άγρια πείνα. Από την αρχαία
λέξη λιμός=πείνα.
·Λυσιά=ξύλινη, αυτοσχέδια πόρτα. Από το ρήμα λύω=λύνω,
·Λυσιά=ξύλινη, αυτοσχέδια πόρτα. Από το ρήμα λύω=λύνω,
ανοίγω
· Μολόημα=περιστατικό που αξίζει να διηγηθεί. Από το ρήμα
· Μολόημα=περιστατικό που αξίζει να διηγηθεί. Από το ρήμα
ομολογέω-ώ, ομολόγημα, μολόημα.
· Μπούτα = ξύλινο δοχείο για το χτύπημα του γάλακτος.
· Μπούτα = ξύλινο δοχείο για το χτύπημα του γάλακτος.
Από την αρχαία ελληνική λέξη «βύτις» ή «βύττις».
· Μαστάρι=Εξέλιξη της αρχαίας λέξης μαστός.
· Νήλα και νίλα= συμφορά, ταλαιπωρία. Από την ομηρική
· Μαστάρι=Εξέλιξη της αρχαίας λέξης μαστός.
· Νήλα και νίλα= συμφορά, ταλαιπωρία. Από την ομηρική
λέξη «νηλής –ές» (Ιλιάδα, 632, Λ, 484, Π, 233) =ανηλεής, σκληρός.
· Νίβομαι=πλένω το πρόσωπό μου, από το αρχαίο ρήμα νίπτω
· Ξυθάλι = μασιά για τα κάρβουνα, εξάρτημα τζακιού για
· Νίβομαι=πλένω το πρόσωπό μου, από το αρχαίο ρήμα νίπτω
· Ξυθάλι = μασιά για τα κάρβουνα, εξάρτημα τζακιού για
· Ορμηνεύω=συμβουλεύω. Παραφθορά από το ρήμα
ερμηνεύω.
· Παραγκώμι=παρατσούκλι. Από την πρόθεση παρά και
· Παραγκώμι=παρατσούκλι. Από την πρόθεση παρά και
την αρχαία λέξη εγκώμιον.
· Πάφλας= τενεκές. Από το ρήμα «παφλάζω» =κάνω κρότο.
· Πάφλας= τενεκές. Από το ρήμα «παφλάζω» =κάνω κρότο.
(Παφλασμός= ο ήχος από τα κύματα που σκάνε στην ακτή).
Ο τενεκές, όπως είναι γνωστό, παράγει κρότο με την κάθε
μετακίνησή του ή με κάθε χτύπημα.
· Ποδένομαι=φοράω τα παπούτσια μου, από τη λέξη υπόδημα,
· Ποδένομαι=φοράω τα παπούτσια μου, από τη λέξη υπόδημα,
μεταγενέστερο ρήμα υποδένομαι.
· Ποριά= ξύλινη, αυτοσχέδια πόρτα. Από τη λέξη πόρος=πέρασμα,
· Ποριά= ξύλινη, αυτοσχέδια πόρτα. Από τη λέξη πόρος=πέρασμα,
άνοιγμα.
· Πυρομάδα= πυρωμένη στα κάρβουνα ή στο τζάκι φέτα ψωμιού.
· Πυρομάδα= πυρωμένη στα κάρβουνα ή στο τζάκι φέτα ψωμιού.
Από τις ομηρικές λέξεις «πυρ» και «ωμός»= άψητος (Χ, 347 και μ, 396).
· Πυροστιά = πυροστιά, τρίποδο ή τετράποδο σιδερένιο εξάρτημα
· Πυροστιά = πυροστιά, τρίποδο ή τετράποδο σιδερένιο εξάρτημα
-βοήθημα, που μπαίνει στη φωτιά. Από τις ομηρικές λέξεις «πυρ- ός»
αι «ιστίη»=εστία.
· Ρούγα = ρούγα, δρόμος πόλης. Ομηρική λέξη «ρωξ – ρωγός»,
· Ρούγα = ρούγα, δρόμος πόλης. Ομηρική λέξη «ρωξ – ρωγός»,
στενωπός. Οδύσσεια χ, 143.
· Ρούσα= ξανθή. Από τη λέξη «ρύσσιος», «ρούσιος» =κοκκινωπός
· Ρούσα= ξανθή. Από τη λέξη «ρύσσιος», «ρούσιος» =κοκκινωπός
, ξανθοκόκκινος.
· Στέρφο = άγονο(από την ομηρική λέξη «στείρη» από την οποία
· Στέρφο = άγονο(από την ομηρική λέξη «στείρη» από την οποία
παράγεται η λέξη «στέριφος»).
· Στουρνάρι = στουρνάρι, αχμηρό σκληρό πέτρωμα. Παράγεται
· Στουρνάρι = στουρνάρι, αχμηρό σκληρό πέτρωμα. Παράγεται
από το ρήμα «στόρνυμι» ή «στορέννυμι» (μεσαιωνική λέξη «στόρνυμαι»
=εξομαλύνω). Από το ρήμα αυτό παράγεται και το «στορύνη»
(=χειρουργικό εργαλείο με οξεία αιχμή) και η λέξη «στορεύς –έως»
(= παραγωγή πυρός με την τριβή).
· Στρέω=συμφωνώ, αποδέχομαι κάτι που με συμφέρει.(Συνήθης έκφραση:
· Στρέω=συμφωνώ, αποδέχομαι κάτι που με συμφέρει.(Συνήθης έκφραση:
"δε με στρέει"= δε με συμφέρει, δε συμφωνώ) Από το αρχαίο ρήμα στέργω.
· Τάλαρος = μεγάλος ξύλινος κάδος, ξύλινο δοχείο για κρασί. Από την
· Τάλαρος = μεγάλος ξύλινος κάδος, ξύλινο δοχείο για κρασί. Από την
ομηρική λέξη «τάλαρος»: «πλεκτοίς εν ταλάροισι φέρον μελιηδέα
καρπόν =σε πλεκτά καλάθια καρπούς γλυκούς», Ιλιάδα, 568,
«πλεκτοίς εν ταλάροισι αμησάμενοι κατέθηκεν = σε πλεκτά τυροβόλια έβαλε», Οδύσσεια ι, 247.
Με πληροφορίες από piotermilonas.blogspot.gr
Με πληροφορίες από piotermilonas.blogspot.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου