Ο Κορινθιακός κόλπος έχει χαρακτηριστεί
ως η περιοχή με τη μεγαλύτερη
πιθανότητα για την εκδήλωση tsunami σε ολόκληρη τη Μεσόγειο
Ο Κ.Κ. έχει γίνει το μεγαλύτερο εργαστήριο για να δεις τις πιο άστοχες παρεμβάσεις του ανθρώπου στο παράκτιο περιβάλλον. Υπάρχουν εναλλακτικές προτάσεις;
Μεγάλο οικολογικό αλλά και πολιτικό ενδιαφέρον συγκέντρωσε το
επίκαιρο σύνθετο περιβαλλοντικό ζήτημα που φέρνουν για μια ακόμα φορά στην
επικαιρότητα η Ομοσπονδία οικολογικών Οργανώσεων Κορινθιακού Κόλπου «Η Αλκυών»
και ο πολιτιστικός σύλλογος Δ.Ε. Ευρρωστίνης «Ευ ζην», μέσω της διοργάνωσης
σχετικής ημερίδας στις 30 Ιανουαρίου 2016 στο πνευματικό κέντρο Δερβενίου Δήμου
Ξυλοκάστρου –Ευρωστίνης.
Η ημερίδα είχε σκοπό την ενημέρωση των κατοίκων και των πολιτών,
για το θέμα της διάβρωσης που δημιουργήθηκε τα τελευταία χρόνια στο Δερβένι και
σε πολλές περιοχές του Κορινθιακού κόλπου, προειδοποιώντας τις τοπικές αρχές
και την πολιτεία για λήψη μέτρων προστασίας από ορατούς και αόρατους κινδύνους
που προκαλούν οι ανθρώπινες παρεμβάσεις και τα φυσικά φαινόμενα.
Για αναλυτικό ρεπορτάζ επισκεφτείτε εδώ
http://www.styga.gr/?section=5983&language=el_GR&itemid1541=14685&detail1541=1
αναπτύσσεται στον κεντρικό Κορινθιακό κόλπο, ο οποίος αποτελεί μια τεκτονική τάφρο με
ιδιαίτερα υψηλή σεισμικότητα. Λεπτομερείς θαλάσσιες γεωφυσικές μελέτες έχουν δείξει
ότι τα περιθώρια της τάφρου οριοθετούνται από μια σειρά επάλληλων ενεργών ρηγμάτων,
που στο νότιο τμήμα διατέμνονται από ποταμούς και ένα πλήθος χειμάρρων εποχικού
χαρακτήρα, οι οποίοι στις εκβολές τους χτίζουν χαλαρές δελταϊκές αποθέσεις. Η απότομη
παράκτια μορφολογία, η παρουσία χαλαρών αλλουβιακών ιζημάτων κατά μήκος της
υφαλοκρηπίδας και η αυξημένη σεισμικότητα της περιοχής, ευνοούν την ανάπτυξη
υποθαλάσσιων κατολισθήσεων (Ferentinos et al., 1988; Lykousis et al., 2003).
Πολυάριθμες τέτοιες υποθαλάσσιες κατολισθήσεις στον ευρύτερο χώρο έχουν καταγραφεί
στη βιβλιογραφία, ενώ πρόσφατα, πιο λεπτομερείς μελέτες κατέδειξαν πως αυτές μπορούν
να πυροδοτήσουν την εκδήλωση tsunamis (Stefatos et al., 2006).
Σχήμα 1. Πολεοδομικός ιστός της πόλης του Ξυλοκάστρου, όπου φαίνονται τα οικοδομικά
ΓΕΩ-ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟΤΗΤΕΣ ΚΑΙ Η ΕΠΙΔΡΑΣΗ
ΤΟΥΣ ΣΕ
ΠΑΡΑΚΤΙΕΣ ΠΕΡΙΟΧΕΣ. ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ: Η ΠΕΡΙΟΧΗ
ΞΥΛΟΚΑΣΤΡΟΥ ΣΤΟΝ ΚΟΡΙΝΘΙΑΚΟ ΚΟΛΠΟ ΚΑΙ
ΤΑ
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΤΗΣ ΠΡΟΣΒΟΛΗΣ ΑΠΟ
TSUNAMI
Χαραλαμπάκης Μ. (1)
Χασιώτης Θ. (2)
Στεφάτος Α. (3)
(1)Εθνικό
Αστεροσκοπείο Αθηνών, Γεωδυναμικό Ινστιτούτο, Λόφος Νυμφών, 11810,
Θησείο, Αθήνα, e-mail:
cmarinos@gein.noa.gr
(2)Τμήμα
Επιστημών της Θάλασσας, Σχολή Περιβάλλοντος, Πανεπιστήμιο Αιγαίου, Λόφος
Πανεπιστημίου, 81100, Μυτιλήνη, Λέσβος,
e-mail: hasiotis@marine.aegean.gr
(3)Rocksource ASA,
Olav Kyrres gate 22, N-5808 Bergen, Norway
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Στην παρούσα εργασία εξετάζονται οι υποθαλάσσιες
γεω-επικινδυνότητες που
αναπτύσσονται κατά μήκος της παράκτιας ζώνης
του Ξυλοκάστρου στον κεντρικό
Κορινθιακό κόλπο, καθώς και τα καταστροφικά
αποτελέσματα που θα προκληθούν από
την εκδήλωση ενός tsunami λόγω υποθαλάσσιας
κατολίσθησης στην ευρύτερη περιοχή. Τις
σημαντικότερες γεωλογικές επικινδυνότητες
στο συγκεκριμένο χώρο αποτελούν τα πολύ
απότομα πρανή λόγω της παρουσίας ρηγμάτων,
οι βαθιές χαραδρώσεις, οι υποθαλάσσιες
κατολισθήσεις, η σεισμική δραστηριότητα
και οι χαλαρές παράκτιες αποθέσεις. Όλα τα
παραπάνω συντελούν στην υποχώρηση του υποθαλάσσιου
πρανούς, που έξω από την πόλη
του Ξυλοκάστρου βρίσκεται σε απόσταση μικρότερη
από 20 μ., ενώ επίσης μπορούν να
συμβάλλουν στη διάβρωση της παράκτιας ζώνης.
Μία προκαταρκτική προσέγγιση για τον
αναμενόμενο κίνδυνο από ένα πιθανό
tsunami που μπορεί να πλήξει την παράκτια ζώνη
του Ξυλοκάστρου λόγω υποθαλάσσιας κατολίσθησης,
δείχνει ότι εάν το ύψος αναρρίχησης
του κύματος στην ακτή φτάσει τα 4 μ, τότε
μια ζώνη 0,6 χλμ2 αναμένεται
να πλημμυρίσει,
η έκταση της οποίας θα φτάνει τα 230 μ προς
τη στεριά. Αυτό θα έχει σαν αποτέλεσμα
σχεδόν το 1/4 του μόνιμου πληθυσμού, εξαιρουμένων
επισκεπτών και τουριστών, να
προσβληθεί από το κύμα, ενώ περίπου το
1/5 των κτιρίων και το 1/3 του οδικού δικτύου
αναμένεται να υποστούν ζημιές. Τρεις περιοχές
σε κοντινή απόσταση αποδείχθηκε ότι θα
μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν ως σταθμοί
συγκέντρωσης και διαφυγής του πληθυσμού.
Τα στοιχεία αυτά αναδείχθηκαν μέσω της χρήσης
Γ.Σ.Π. όπου συνδυάστηκαν μορφολογικά
δεδομένα από τη στεριά και τη θάλασσα, το
ψηφιακό μοντέλο εδάφους, ο πολεοδομικός
ιστός της πόλης, συγκοινωνιακά δίκτυα, δημογραφικά
στοιχεία και το εκτιμώμενο ύψος
1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Η οικιστική και τουριστική ανάπτυξη των
παράκτιων περιοχών τις τελευταίες
δεκαετίες στην Ελλάδα έχει οδηγήσει σε ένα
μεγάλο αριθμό κατασκευών κατά μήκος της
παράκτιας ζώνης (λιμάνια, μαρίνες, προσαιγιαλώσεις
καλωδίων/αγωγών, αεροδρόμια
κλπ.). Οι σημαντικότερες γεωλογικές επικινδυνότητες
που απειλούν τις παράκτιες
δραστηριότητες είναι η εκδήλωση κατολισθήσεων,
η ανάπτυξη πρανών υψηλής κλίσης
κυρίως λόγω ύπαρξης ρηγμάτων κοντά στην
ακτή, οι αέριοι υδρογονάνθρακες και οι
σχετιζόμενες με αυτούς γεωμορφές και οι
χαραδρώσεις και κάθε άλλου είδους
διαβρωσιγενείς γεωμορφές. Η εκδήλωση κυμάτων
βαρύτητας (tsunamis) λόγω σεισμού ή
κατολίσθησης, αν και δεν είναι τόσο συχνή,
μπορεί επίσης να προκαλέσει σημαντικές
καταστροφές, ακόμα και θύματα
(UNESCO-IOC, 2006). Οι φυσικές αυτές επικινδυνότητες
συναντώνται σε πολλές παράκτιες περιοχές
του Ελληνικού χώρου (Hasiotis et al., 2002;
Papatheodorou & Ferentinos, 1997,
Stefatos et al., 2006) και ιδιαίτερα σε θέσεις που
χαρακτηρίζονται από έντονη σεισμική δραστηριότητα,
η οποία επιπλέον συμβάλλει στην
πυροδότηση παράκτιων κατολισθητικών φαινομένων.
Η προστασία των παράκτιων περιοχών και κατασκευών
από τις γεω-επικινδυνότητες
εξαρτάται (α) από τον φυσικό προσδιορισμό
τους στο χώρο, μέσω της συστηματικής
μελέτης με σύγχρονες μεθόδους θαλάσσιας
γεωφυσικής διασκόπησης και (β) από την
ανάπτυξη σεναρίων για την αντιμετώπιση τους
με ορθολογικό σχεδιασμό και λήψη των
κατάλληλων μέτρων.
Πιο συγκεκριμένα, για την εκτίμηση του κινδύνου
σε μια παράκτια περιοχή από την
εκδήλωση tsunami, η πιο σημαντική παράμετρος
που θα πρέπει να υπολογιστεί είναι η
έκταση της ζώνης πλημύρας, δεδομένου ότι
εντός αυτής αναμένετε η πλειονότητα των
ζημιών. Αν και η εκδήλωση tsunami είναι
δύσκολο να προβλεφθεί, η αναμενόμενη ζώνη
πλημμύρας κατά μήκος της ακτογραμμής μπορεί
να αποτυπωθεί ως το μέγιστο ύψος
αναρρίχησης του κύματος στην ακτή.
Στόχος της εργασίας αυτής είναι η αποτίμηση
των επιπτώσεων ενός πιθανού tsunami,
που μπορεί να εκδηλωθεί στην παράκτια περιοχή
του Ξυλοκάστρου (Κορινθιακός κόλπος)
λόγω κατολίσθησης (Σχ. 1). Για το σκοπό
αυτό χρησιμοποιήθηκαν ήδη δημοσιευμένα
στοιχεία για υποθαλάσσιες κατολισθήσεις
ικανές να πυροδοτήσουν tsunami στην περιοχή
της Περαχώρας, στον ανατολικό u922 Κορινθιακό
κόλπο (Papatheodorou & Ferentinos, 1993;
Stefatos et al., 2006).
2. ΓΕΩΛΟΓΙΚΗ ΑΝΑΔΡΟΜΗ
Ο Κορινθιακός κόλπος έχει χαρακτηριστεί
ως η περιοχή με τη μεγαλύτερη
πιθανότητα για την εκδήλωση tsunami σε ολόκληρη
τη Μεσόγειο (Papadopoulos, 2003).
Αυτό γίνεται φανερό τόσο από τα δημοσιευμένα
ιστορικά αρχεία (Galanopoulos, 1960;
Ambraseys, 1962; Antonopoulos, 1980; Papadopoulos & Chalkis, 1984;
Papazachos et al.,
1986; Soloviev, 1990; Papazachos & Papazachou, 1997; Soloviev et
al., 2000;
Papadopoulos, 2003), όσο και από τα αποτελέσματα
σύγχρονων ερευνών, που δείχνουν ότι
η εκδήλωση καταστρεπτικών tsunami στο άμεσο
μέλλον στην περιοχή του κόλπου είναι
πιθανή και μάλιστα με απρόβλεπτες συνέπειες
για τις τοπικές παράκτιες κοινωνίες
(Stefatos et al., 2005; Stefatos et al., 2006). Η παράκτια περιοχή του Ξυλοκάστρου
αναπτύσσεται στον κεντρικό Κορινθιακό κόλπο, ο οποίος αποτελεί μια τεκτονική τάφρο με
ιδιαίτερα υψηλή σεισμικότητα. Λεπτομερείς θαλάσσιες γεωφυσικές μελέτες έχουν δείξει
ότι τα περιθώρια της τάφρου οριοθετούνται από μια σειρά επάλληλων ενεργών ρηγμάτων,
που στο νότιο τμήμα διατέμνονται από ποταμούς και ένα πλήθος χειμάρρων εποχικού
χαρακτήρα, οι οποίοι στις εκβολές τους χτίζουν χαλαρές δελταϊκές αποθέσεις. Η απότομη
παράκτια μορφολογία, η παρουσία χαλαρών αλλουβιακών ιζημάτων κατά μήκος της
υφαλοκρηπίδας και η αυξημένη σεισμικότητα της περιοχής, ευνοούν την ανάπτυξη
υποθαλάσσιων κατολισθήσεων (Ferentinos et al., 1988; Lykousis et al., 2003).
Πολυάριθμες τέτοιες υποθαλάσσιες κατολισθήσεις στον ευρύτερο χώρο έχουν καταγραφεί
στη βιβλιογραφία, ενώ πρόσφατα, πιο λεπτομερείς μελέτες κατέδειξαν πως αυτές μπορούν
να πυροδοτήσουν την εκδήλωση tsunamis (Stefatos et al., 2006).
τετράγωνα, τα κτίρια και το οδικό και σιδηροδρομικό δίκτυο. Ένθετος χάρτης: Θέση της
πιθανής περιοχής γένεσης tsunami (Περαχώρα) που χρησιμοποιείται σε αυτήν την μελέτη.
Ύψους κύματος tsunami στα βαθειά νερά (υ.κ.).
Figure 1. Xylocastro urban plan, displaying blocks, buildings, road and railroad network.
Inset map: Location of potential tsunami generation area (Perachora) utilized in this study.
Estimated deep water tsunami wave height (w.h.)
Στην περιοχή του Ξυλοκάστρου, σημαντικότερος ποταμός είναι ο Σύθας (Σχ. 2),
γύρω από τις εκβολές του οποίου έχει αναπτυχθεί ο πολεοδομικός ιστός της πόλης. Το
υφαλόριο, αν και στην ευρύτερη περιοχή αναπτύσσεται έως την ισοβαθή των 100 μ σε
απόσταση περίπου 1500 μ από την ακτή, έξω από την πόλη του Ξυλοκάστρου, βρίσκεται
σε απόσταση μικρότερη από 20 μ. Η κατωφέρεια εξελίσσεται αμέσως μετά, με κλίσεις έως
22º που τοπικά ξεπερνούν και τις 30º. Το απότομο ανάγλυφο οφείλεται στην ύπαρξη
ρηγμάτων, στη διαβρωτική δράση των ποταμών και σε μέτωπα λόγω κατολισθήσεων
(Charalampakis et al., 2007).
Σχήμα
Σχήμα 2. Βυθομετρικός χάρτης στην ευρύτερη περιοχή του Ξυλοκάστρου όπου φαίνεται η
κατανομή των κυριότερων μορφολογικών και δομικών στοιχείων που περιγράφονται στο
κείμενο.
Figure 2. Bathymetric map in the wider Xylocastro area showing the spatial distribution of
the major morphological and structural features described in the text.
Στα τμήματα του πρανούς μεταξύ των χαραδρώσεων αναπτύσσονται μικρά κανάλια
και κατολισθητικά φαινόμενα προκαλώντας σημαντική αποικοδόμηση της κατωφέρειας
(Σχ. 2). Αποκολλημένα τεμάχη ιζημάτων παρατηρήθηκαν επίσης στο ανώτερο τμήμα της
πλαγιάς αλλά και στις πλαγιές των χαραδρώσεων και των μικρότερων καναλιών. Η γενική
μορφολογία των παράκτιων κατολισθητικών φαινομένων δηλώνει μια σύγχρονη και
συνεχή δραστηριότητα αλλά και ένα ανάδρομο μηχανισμό κίνησης, που μπορούν να
ενταθούν κατά τη διάρκεια σεισμικής έξαρσης.
Αυτή η συστηματική υποχώρηση του υποθαλάσσιου πρανούς σε τόσο κοντινή
απόσταση από την ακτογραμμή μπορεί να προκαλέσει φαινόμενα διάβρωσης της
παράκτιας ζώνης, αλλά και εκδήλωση tsunamis, λόγω κατολισθήσεων, με αποτέλεσμα
μετρίου ή μεγάλου μεγέθους υλικές καταστροφές με δυσμενείς οικονομικές συνέπειες για
την τοπική κοινωνία.
3. ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ – ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ
Για τη μελέτη της επίδρασης ενός πιθανού tsunami που μπορεί να πλήξει την
παράκτια ζώνη του Ξυλοκάστρου, χρησιμοποιήθηκε ως γενεσιουργός αιτία μια
υποθαλάσσια κατολίσθηση στη θαλάσσια περιοχή του ακρωτηρίου της Περαχώρας στον
ανατολικό Κορινθιακό κόλπο. Η περιοχή γένεσης του κύματος βρίσκεται σε απόσταση 20
χλμ ΑΒΑ-ικά από την πόλη του Ξυλοκάστρου, η οποία αντιπροσωπεύει μια
χαρακτηριστική μέση απόσταση, λαμβανομένου υπόψη του μεγέθους του κόλπου και της
κατανομής των πόλεων γύρω από αυτόν (Σχ. 1). Από δημοσιευμένες έρευνες (Stefatos et
a., 2005; 2006) έχει υπολογιστεί ότι μια υποθαλάσσια κατολίσθηση στην περιοχή θα
μπορούσε να δημιουργήσει tsunami με ύψος κύματος 4,04 μ. και μήκος 6,270 μ. Η
εξομοίωση ενός κύματος με τα παραπάνω χαρακτηριστικά με βάση το μοντέλο TUNAMIN2
(Imamura, 1995), δείχνει ότι κατά τη διάδοση του κύματος κατά μήκος του κόλπου, το
ύψος του, στα βαθειά νερά (800 μ.) στην περιοχή του Ξυλοκάστρου, θα έχει μέγιστη τιμή
0,55 μ. (Stefatos et al., 2005, στο σχήμα 2; Σχ. 1). Το ύψος αναρρίχησης του κύματος στην
ακτή υπολογίστηκε με βάση την εξίσωση των Pelinovsky & Mazova (1992), η οποία ισχύει
τόσο για τη γραμμική, όσο και για τη μη γραμμική θεωρία, δεδομένου ότι δεν προκαλείται
θραύση του κύματος κοντά στην ακτή. Αν και το 75% των tsunami δεν θραύονται,
πραγματοποιήθηκε έλεγχος κατά πόσο παραβιάζεται το κριτήριο της θραύσης (Synolakis,
1991). Σύμφωνα με τα παραπάνω, υπολογίστηκε ότι το μέγιστο αναμενόμενο ύψος
αναρρίχησης φτάνει τα 3,65 μ., τιμή που εμπίπτει στο εύρος τιμών των ιστορικών tsunami
που έχουν καταγραφεί στον Κορινθιακό κόλπο (0.3 - 15m) (Papadopoulos, 2003), συνεπώς
για το προτεινόμενο σενάριο “τρωτότητας” της πόλης του Ξυλοκάστρου χρησιμοποιείται
ένα πιθανό ύψος αναρρίχησης 4 μ.
Στη συνέχεια, για την υλοποίηση της μελέτης, σχεδιάστηκε μια βάση δεδομένων στην
οποία αποθηκεύτηκαν όλες οι διαθέσιμες πληροφορίες. Η ανάλυση και παρουσίαση των
δεδομένων πραγματοποιήθηκε με τη βοήθεια της τεχνολογίας των Γεωγραφικών
Συστημάτων Πληροφοριών (GIS). Στη γεωγραφική βάση δεδομένων που δημιουργήθηκε
συνδυάστηκαν μορφολογικά δεδομένα από τη στεριά και τη θάλασσα, ο πολεοδομικός
ιστός της πόλης (κτίρια, δρόμοι και σιδηροδρομικό δίκτυο), καθώς και το εκτιμώμενο ύψος
αναρρίχησης του κύματος στη στεριά. Στη συνέχεια κατασκευάστηκε για την περιοχή
ψηφιακό μοντέλο εδάφους (DEM), δεδομένου ότι η μορφολογία είναι ο σημαντικότερος
παράγοντας που επηρεάζει την έκταση της περιοχής που θα κατακλειστεί με νερό. Για το
σκοπό αυτό χρησιμοποιήθηκαν για τη μεν στεριά τοπογραφικά διαγράμματα 1:5000 της
Γεωγραφικής Υπηρεσίας Στρατού, για τη δε θάλασσα ήδη δημοσιευμένοι βυθομετρικοί
χάρτες (Charalampakis et al., 2005). Στοιχεία σχετικά με τον πληθυσμό και τον
πολεοδομικό ιστό της πόλης παραχωρήθηκαν από την Εθνική Στατιστική Υπηρεσία
Ελλάδος, βάση της απογραφής του 2000 – 2001), ενώ εμπλουτίστηκαν με επιτόπου
παρατηρήσεις, αλλά και επικαιροποιημένα δεδομένα από το Δήμο Ξυλοκάστρου. Το οδικό
και σιδηροδρομικό δίκτυο ψηφιοποιήθηκε, όπως και οι υψομετρικές καμπύλες, από τα
τοπογραφικά διαγράμματα 1:5000.
Ακολούθως κατασκευάστηκε μια σειρά θεματικών χαρτών (Σχ. 1 και 3). Τα κύρια
χαρακτηριστικά που εμφανίζονται στους χάρτες είναι τα οικοδομικά τετράγωνα, τα κτίρια
σε κάθε οικοδομικό τετράγωνο, καθώς και το οδικό και σιδηροδρομικό δίκτυο. Αυτά τα
χωρικά δεδομένα συνδυάστηκαν με μια σειρά περιγραφικών δεδομένων. Έτσι, τα
οικοδομικά τετράγωνα συνδυάστηκαν με τον πληθυσμό που κατοικεί σε αυτά, ενώ τα
κτίρια συνδυάστηκαν με την ηλικία κατασκευής τους, το κύριο υλικό κατασκευής, τον
αριθμό των ορόφων, τη χρήση κλπ. Ακολούθως, αποτυπώθηκε στους θεματικούς χάρτες
και η ζώνη που θα κατακλειστεί από το κύμα. Η περιοχή δηλαδή που αντιστοιχεί από την
ακτογραμμή ως την ισοϋψή τον 4μ., η οποία ισοδυναμεί με το πιθανό ύψος αναρρίχησης
(Σχ. 3). Τέλος, η εκτίμηση της έκτασης της καταστροφής, καθώς και η ποσοτικοποίηση και
απεικόνιση των συνεπειών από το tsunami, έγινε μέσω ερωτημάτων στη βάση δεδομένων.
Σχήμα 3. Θεματικός χάρτης, στον οποίο απεικονίζεται η έκταση της ζώνης πλημμύρας, η
κατανομή των κτιρίων και των δρόμων που θα επηρεαστούν, καθώς και οι προτεινόμενες
περιοχές εκκένωσης (Α, Β, Γ).
Figure 3. Thematic map illustrating the extent of tsunami flooding, the distribution of the
affected buildings and roads and the suggested evacuation a
4. ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ
Σύμφωνα με την ανάλυση των θεματικών χαρτών, η περιοχή που αναμένεται να
κατακλειστεί από το tsunami καλύπτει μια ζώνη 0,6 χλμ2 και η έκταση της θα φτάνει τα
230 μ. προς τη στεριά (Σχ. 3). Περίπου 1207 ή το 22,4% του μόνιμου πληθυσμού
αναμένεται να παγιδευτεί μέσα σε αυτή τη ζώνη. Αυτός ο αριθμός δεν περιλαμβάνει
επισκέπτες ή τουρίστες, οι οποίοι κατά τους καλοκαιρινούς μήνες αυξάνουν σημαντικά τον
πληθυσμό της πόλης.
Η αστική περιοχή της πόλης καλύπτεται κυρίως από κατοικίες και ένα σημαντικό
αριθμό εστιατορίων και καφέ κατά μήκος της παραλίας. Από τα 4813 συνολικά κτίρια, τα
983 βρίσκονται μέσα στην αναμενόμενη ζώνη πλημύρας, μεταξύ των οποίων 6 ξενοδοχεία,
31 καταστήματα, ένα σχολείο και μια εκκλησία. Μόνα τα μισά από τα προσβεβλημένα
κτίρια (52,3%) είναι κατασκευασμένα από τσιμέντο, ενώ τα υπόλοιπα (47,7%) είναι από
ξύλο, πέτρα ή άλλα υλικά. Σημαντικό είναι επίσης ότι το 77% τον κτιρίων μέσα στη ζώνη
πλημύρας είναι χτισμένα πριν το 1980, με ενδεχομένως όχι τόσο ασφαλείς κανόνες
δόμησης και εξόδους διαφυγής. Ακόμα είναι ενδιαφέρον να σημειωθεί ότι πάνω από το ένα
τρίτο των κτιρίων (38,6%) είναι ισόγεια, γεγονός που αποκλείει τη διαφυγή προς
υψηλότερους ορόφους και οδηγεί στην παγίδευση περισσότερων ατόμων.
Όσον αφορά στο οδικό δίκτυο, συνολικά 7 χλμ (28,2% του συνολικού δικτύου)
αναμένεται να πλημμυρίσουν (Σχ. 3). Το σιδηροδρομικό δίκτυο δεν αναμένεται να
επηρεαστεί, καθώς βρίσκεται σε επαρκές υψόμετρο και απόσταση από την ακτή.
Μια άλλη παράμετρος που εξετάστηκε κατά τη διάρκεια της ανάλυσης των
δεδομένων, ήταν η απόσταση των κτιρίων από το κύριο οδικό δίκτυο. Σχεδόν 300 κτίρια,
δηλ. 31.8% εκείνων που αναμένετε να βρεθούν μέσα στη ζώνη πλημύρας, βρίσκονται σε
απόσταση μεγαλύτερη των 20 μ μακριά από τους κύριους οδικούς άξονες, οι οποίοι θα
μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν ως διαδρομές διαφυγής. Κατά συνέπεια, περισσότερος
χρόνος θα απαιτηθεί για τα παγιδευμένα άτομα να εκκενώσουν αυτές τις περιοχές.
Η μέση απόσταση που χρειάζεται να καλύψει ένα άτομο προκειμένου να βγει από τη
ζώνη πλημύρας κυμαίνεται από 100 ως 200 μ. Επομένως, ο απαραίτητος χρόνος για την
εκκένωση της περιοχής ποικίλλει από 1.5 έως 3 λεπτά, λαμβάνοντας υπόψη ότι η μέση
ταχύτητα περπατήματος είναι περίπου 0.95 m/s, η οποία αντιστοιχεί στην ταχύτητα
περπατήματος ενός ηλικιωμένο ατόμου ή ενός ενήλικα με ένα παιδί (Sugimoto, 2003).
Δεδομένου ότι ο χρόνος που χρειάζεται το tsunami να ταξιδέψει από την περιοχή γένεσης
στην ακτή του Ξυλοκάστρου είναι σχεδόν 4 λεπτά (Stefatos et al, 2005), φαίνεται ότι οι
κάτοικοι έχουν ακριβώς το χρόνο που χρειάζονται για να φθάσουν στις περιοχές
εκκένωσης, αν ειδοποιηθούν εγκαίρως.
Από τα αποτέλεσμα της ανάλυσης προκύπτει ότι μέσα σε μια σύντομη απόσταση,
υπάρχουν τουλάχιστον τρεις θέσεις που είναι κατάλληλες να χρησιμοποιηθούν ως περιοχές
εκκένωσης για τον πληθυσμό (Σχ. 3). Αυτές οι περιοχές έχουν εύκολη πρόσβαση από τους
κύριους δρόμους, είναι επίπεδες, βρίσκονται σε υψόμετρο μεγαλύτερο των 8 μ. πάνω από
τη στάθμη της θάλασσας (δηλ. δύο φορές το ύψος αναρρίχησης) και είναι κοντά στην
εθνική οδό, από όπου αναμένονται να φθάσουν στην πόλη οι ομάδες διάσωσης.
5. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Απότομα πρανή λόγω ρηγμάτων, διαβρωσιγενείς δομές (χαραδρώσεις),
υποθαλάσσιες κατολισθήσεις και έντονη σεισμική δραστηριότητα αποτελούν σημαντικές
γεω-επικινδυνότητες που συμβάλλουν στην οπισθοχώρηση των υποθαλάσσιων πρανών. Η
ανάπτυξη των φυσικών αυτών επικινδυνοτήτων σε μικρή απόσταση από την ακτή, σε
συνδυασμό με την ύπαρξη χαλαρών παράκτιων αποθέσεων μπορεί να προκαλέσουν
φαινόμενα διάβρωσης της παράκτιας ζώνης, καθώς και συνωδά καταστροφικά φαινόμενα
όπως η εκδήλωση tsunami.
Μια περιοχή που συγκεντρώνει τα παραπάνω φυσικά χαρακτηριστικά και αποτελεί
συγχρόνως ένα πολυσύχναστο τουριστικό θέρετρο είναι η παράκτια ζώνη του
Ξυλοκάστρου. Η προκαταρκτική προσέγγιση για τον αναμενόμενο κίνδυνο από ένα πιθανό
tsunami λόγω υποθαλάσσιας κατολίσθησης που μπορεί να πλήξει την παράκτια ζώνη του
Ξυλοκάστρου, δείχνει ότι εάν το ύψος αναρρίχησης του κύματος στην ακτή φτάσει τα 4 μ.,
τότε μια ζώνη 0,6 χλμ2 αναμένεται να πλημμυρίσει, το εύρος της οποίας θα φτάνει τα 230 μ
προς τη στεριά. Αυτό θα έχει σαν αποτέλεσμα σχεδόν το 1/4 του μόνιμου πληθυσμού,
εξαιρουμένων επισκεπτών και τουριστών, να προσβληθεί από το κύμα, ενώ περίπου το 1/5
των κτιρίων και το 1/3 του οδικού δικτύου αναμένεται να υποστούν ζημιές. Ο σχετικά
μεγάλος αριθμός καταστροφών, οφείλεται στο γεγονός ότι το μεγαλύτερο ποσοστό των
κτιρίων εντός της αναμενόμενης ζώνης πλημμύρας εμφανίζουν υψηλό βαθμό τρωτότητας,
είτε λόγω παλαιότητας, είτε λόγω του υλικού κατασκευής. Επιπλέον, το 33% των κτιρίων
εντός ζώνης είναι ισόγεια και αποκλείουν την κατακόρυφη εκκένωση σε υψηλότερους
ορόφους, ενώ περίπου 32% δεν έχουν εύκολη πρόσβαση σε κύριους οδικούς άξονες,
αυξάνοντας έτσι τον απαιτούμενο χρόνο διαφυγής και συνεπώς τις απώλειες σε ανθρώπινες
ζωές.
Τα αποτελέσματα της μελέτης έδειξαν ότι υπάρχουν τρεις περιοχές, σε κοντινή
απόσταση, οι οποίες είναι κατάλληλες να χρησιμοποιηθούν σαν περιοχές συγκέντρωσης
του πληθυσμού. Ο χρόνος που χρειάζεται ένα άτομο να φτάσει σε κάποια από αυτές τις
περιοχές είναι μικρότερος ή ίσος με το χρόνο που χρειάζεται το tsunami να φτάσει στην
ακτή από την περιοχή γένεσης. Αυτό σημαίνει ότι αν και ο χρόνος αντίδρασης μετά την
εκδήλωση ενός tsunami είναι μικρός, θα μπορούσε υπό προϋποθέσεις να είναι οριακά
αρκετός για να πραγματοποιηθεί ασφαλή εκκένωση της πόλης. Καταλυτικός παράγοντας
για αυτό, είναι η σωστή αξιολόγηση του κινδύνου και η εκπόνηση λεπτομερών σχεδίων
διαχείρισης του προβλήματος, προκειμένου να ελαχιστοποιηθούν τα καταστρεπτικά
αποτελέσματα ενός πιθανού tsunami στην περιοχή.
Παρόμοιες μελέτες και με ακόμη μεγαλύτερη λεπτομέρεια, θα πρέπει να γίνουν και
σε άλλες παράκτιες περιοχές με παρόμοια γεωμορφολογικά χαρακτηριστικά όπως αυτά του
Ξυλοκάστρου, με σκοπό την καλύτερη θωράκισή τους από καταστροφικά γεωλογικά
φαινόμενα.
6. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Ambraseys, N.N. (1962). “Data for the investigation of the seismic seawaves in the eastern
Mediterranean”. Bull. Seismol. Soc. Am. 52: 895–913.
Antonopoulos, J. (1980). “Data from investigation on seismic sea-waves events in the
eastern Mediterranean from birth of Christ to 1980 AD”. Annal. Geofis. 33: 141–248.
Charalampakis, M., Stefatos, A., Hasiotis, T. & Ferentinos, G. (2005). “Morphology,
structure and evolution of the Xylocastro basin bounding fault margin, central Gulf of
Corinth” in: Proceedings of the International Symposium on the Geodynamics of Eastern
Mediterranean: Active Tectonics of the Aegean Region, 15–18 June 2005, Istanbul, Turkey.
Charalampakis, M., Stefatos, A., Hasiotis, T. & Ferentinos, G. (2007). “Submarine mass
movements on an active fault system in the central Gulf of Corinth”. In V. Lykousis, D.
Sakellariou and J. Locat (eds.), Submarine Mass Movements and Their Consequences,
Springer, 67–75.
Galanopoulos, A.G. (1960). “Tsunamis observed on the coasts of Greece from antiquity to
present time”. Ann. Geofis. 13: 369–386.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου