Από την Μαρίνα Καρπόζηλου
Το έμμετρο ερωτικό μυθιστόρημα, που αν και παλαιότερα επικρίθηκε ως ένα ευτελές λαϊκό δημιούργημα, αποτέλεσε για αιώνες το δημοφιλέστερο ανάγνωσμα του ελληνισμού και σήμερα βιώνει μία ακόμα νιότη μέσα από τα μάτια σύγχρονων καλλιτεχνών. Προκειμένου να εντοπίσουμε το στοιχείο που κάνει τους νέους δημιουργούς να επιστρέφουν στο κείμενο που επηρέασε όσο κανένα τη νεοελληνική ποίηση, μιλήσαμε με την ομάδα που μετέτρεψε τον Ερωτόκριτο σε κόμικ, αλλά και με τον Δημήτρη Αποστολάκη των Χαΐνηδων.
Το έμμετρο ερωτικό μυθιστόρημα, που αν και παλαιότερα επικρίθηκε ως ένα ευτελές λαϊκό δημιούργημα, αποτέλεσε για αιώνες το δημοφιλέστερο ανάγνωσμα του ελληνισμού και σήμερα βιώνει μία ακόμα νιότη μέσα από τα μάτια σύγχρονων καλλιτεχνών. Προκειμένου να εντοπίσουμε το στοιχείο που κάνει τους νέους δημιουργούς να επιστρέφουν στο κείμενο που επηρέασε όσο κανένα τη νεοελληνική ποίηση, μιλήσαμε με την ομάδα που μετέτρεψε τον Ερωτόκριτο σε κόμικ, αλλά και με τον Δημήτρη Αποστολάκη των Χαΐνηδων.
Το graphic novel που θυμίζει Game of Thrones
Ο Δημοσθένης Παπαμάρκος, βραβευμένος συγγραφέας και ένας εκ των δύο διασκευαστών, μας εξηγεί ότι «Ο
Ερωτόκριτος είναι ένα έργο που δεν ανήκει μόνο στην ελληνική
λογοτεχνική παράδοση, αλλά και σε αυτή της Αναγέννησης. Ως τέτοιο αντλεί
στοιχεία από διάφορες ιστορικές εποχές και πολιτισμικές παραδόσεις
–π.χ. της Κλασσικής Αρχαιότητας, του Βυζαντίου, της Βενετίας και της
δυτικής Αναγέννησης, κλπ.- κι έτσι συνθέτει έναν κόσμο αμάλγαμα όλων
αυτών, τον οποίο ωστόσο μάλλον υπαινίσσεται γλωσσικά, παρά περιγράφει με
ακρίβεια». Ο Γιώργος Γούσης, ο σχεδιαστής κόμικ που ανέλαβε την εικονογράφηση του έργου, προσθέτει ότι «αυτό
το χαρακτηριστικό είναι που κάνει το έργο του Κορνάρου ιδιαίτερα
πρόσφορο για μεταφορά σε κόμικ, αφού επιτρέπει μία ελευθερία όσον αφορά
την ανάπλαση ενός νέου φανταστικού κόσμου με πλήθος στοιχείων από
διάφορους υπαρκτούς πολιτισμούς», ενώ ο δεύτερος διασκευαστής, ο συγγραφέας και δημοσιογράφος Γιάννης Ράγκος, αναφέρεται στην αγάπη της ομάδας για το πρωτότυπο κείμενο: «Κάθε διασκευή έργου δεν μπορεί παρά να έχει ως αφετηρία της αυτή την αγάπη».
Όπως εξηγούν η πρόταση της διασκευής ενός
κλασσικού έργου της νεοελληνικής λογοτεχνίας σε κόμικ ήρθε από τους
ανθρώπους του εκδοτικού οίκου “Polaris”. «Στο τραπέζι έπεσαν
διάφοροι τίτλοι έργων συγγραφέων όπως ο Βιζυηνός, ο Παπαδιαμάντης κ.ά.,
τα οποία ωστόσο απορρίφθηκαν για διάφορους λόγους το καθένα. Κάποια
στιγμή, ο Δημοσθένης πρότεινε τον "Ερωτόκριτο", αλλά επειδή σε ένα κόμικ
ο δημιουργός που επωμίζεται το πιο κοπιώδες μέρος της δουλειάς, και γι’
αυτό πρέπει να μπορεί να οραματιστεί το έργο ως το τέλος, είναι ο
σχεδιαστής, τα μάτια έπεσαν στον Γιώργο. Εκείνος ανταποκρίθηκε αμέσως
και με ενθουσιασμό και στην συζήτηση που ακολούθησε η επιλογή
οριστικοποιήθηκε». Οι βασικές προκλήσεις που αντιμετώπισαν ήταν δύο: Η πρώτη είχε να κάνει με την επιλογή της γλώσσας. Ο Δημοσθένης εξηγεί: «Ο
Ερωτοκριτος όπως όλοι γνωρίζουμε είναι γραμμένος σε λόγο ποιητικό, σε
στίχους. Αποφασίσαμε λοιπόν όσον αφορά τους διαλόγους, τα "μπαλονάκια",
να αποδώσουμε μεν το νόημα του πρωτότυπου κειμένου του Κορνάρου, αλλά σε
έναν πεζό νεοελληνικό λόγο απαλλαγμένο όσο το δυνατόν από νεολογισμούς.
Κάτι τέτοιο, εκτός από συνεπές με την τέχνη των κόμικς, διευκολύνει
κατά πολύ την ανάγνωσή του από τα παιδιά, τα οποία είναι ένα κοινό που
το συγκεκριμένο κόμικ δεν θέλει να αποκλείσει. Όμως, θα ήταν αδιανόητο
για εμάς να υπάρξει αυτό το κόμικ και να λείπει η αυθεντική γλώσσα του
Κορνάρου. Έτσι, στα μέρη του αφηγητή, στις λεζάντες που λέμε,
παρατίθενται αυθεντικά αποσπάσματα από το πρωτότυπο έργο με ελάχιστες
προσαρμογές». Η δεύτερη πρόκληση ήταν ο μεγάλος όγκος της έρευνας
που έπρεπε να γίνει έτσι ώστε να βρεθούν τα «υλικά» με τα οποία θα
χτιζόταν, από την αρχή σχεδόν, οι εικόνες του κόσμου του Ερωτόκριτου.
Όσον αφορά την εικονογράφηση, ο Γιώργος αναφέρει πως «μεγάλη
πρόσκληση συνάντησα στη σκηνοθεσία και τον ρυθμό της αφήγησης της
εικόνας. Και την αντιμετώπισα χρησιμοποιώντας πιο σύνθετα και μοντέρνα
μοτίβα που αντλούν τις επιρροές τους ακόμα και από τα ασιατικά κόμιξ».
Οι κεντρικοί ήρωες
Ο Γιώργος εξηγεί πως προσπάθησαν να μείνουν όσο πιο πιστοί γίνεται στη χαρακτηρολογία που μας δίνει ο Κορνάρος, «όμως
σε ορισμένες περιπτώσεις για λόγους συμπύκνωσης της αφήγησης του κόμικ
ενσωματώσαμε σε κάποιους δευτερεύοντες χαρακτήρες στοιχεία από πρόσωπα
που ο ρόλος τους ήταν διαδικαστικός για την εξέλιξη της πλοκής. Με άλλα
λόγια, αφού αναλύσαμε σε βάθος τους ήρωες του δράματος αναδείξαμε αυτά
τα χαρακτηριστικά τους που κρίναμε ότι βρίσκονται σε συμφωνία με τους
αφηγηματικούς μας στόχους».
Όσον αφορά τους δύο πρωταγωνιστές, τον
Ερωτόκριτο και την Αρετούσα και το πώς προσεγγίζεται η θέση της γυναίκας
στο έργο, ο Γιώργος αναφέρει πως «στέκονται ισότιμα τόσο όσον αφορά
τη μεταξύ τους σχέση, αλλά και στο κομμάτι που αφορά την επιρροή που
έχουν οι πράξεις του καθένα τους στην εξέλιξη της ιστορίας. Και οι δύο
συγκρούονται, με τον δικό τους τρόπο, στο ταξικό εμπόδιο που μπαίνει
στην σχέση τους από τον βασιλιά και πατέρα της Αρετούσας ο οποίος
εκπροσωπεί την εξουσία. Ο Ερωτόκριτος δεν είναι πρίγκιπας, είναι απλά
ευγενής, γιός πιστού συμβούλου του βασιλιά, και γι΄αυτό η πρότασή του
να παντρευτεί την Αρετούσα παίρνει διάσταση προσβολής των θεσμών και
της εξουσίας. Η πρόταση όμως έχει έρθει μετά από πίεση της Αρετούσας
προς τον Ερωτόκριτο. Κι ενώ ο Ερωτοκριτος εξορίζεται, η Αρετούσα επίσης
φυλακίζεται ως αποτέλεσμα της αντίθεσής της στην επιθυμία του βασιλιά
πατέρα της να την παντρέψει παρά τη θέλησή της. Βλέπουμε δηλαδή έναν
αγώνα του ατόμου για προσωπική ελευθερία απέναντι στην καταπιεστική
εξουσία κάθε μορφής, αλλά και της γυναίκας για την κατάκτηση του
ισότιμου λόγου απέναντι στον εξουσιαστικό ανδρικό λόγο που εκπροσωπείται
από την πατριαρχική φιγούρα του βασιλιά». Ο Γιάννης συμπληρώνει:
Aν σκεφτούμε δε ότι το έργο γράφτηκε στις αρχές του 17ου αιώνα, μπορούμε να καταλάβουμε ότι μιλάμε για κάτι το ανατρεπτικό ειδικά όσον αφορά την θέση της γυναίκας στα ιπποτικά μυθιστορήματα της δύσης, όπου η γυναίκα εμφανίζεται συνήθως ως "λάφυρο" ενώ τα νήματα της ιστορίας κινούν κυρίως οι άνδρες. Γι’ αυτό και στο εξώφυλλο η Αρετούσα ακουμπάει μαζί με τον Ερωτόκριτο στο ξίφος προβάλλοντας τον εαυτό ως ισάξια με τον άνδρα όχι μόνο στο παιχνίδι του έρωτα, αλλά και σε αυτό του αγώνα για την κοινωνική χειραφέτηση και την κατάκτηση της εξουσίας
Καθώς στο πρωτότυπο κείμενο ο Κορνάρος δεν
περιγράφει αναλυτικά τις μορφές των πρωταγωνιστών, ο Γιώργος επέλεξε να
καταφύγει στην Αρχαία Ελληνική τέχνη, και συγκεκριμένα στην
αγγειογραφία, για να βρει την τεχνοτροπία που κατά τη γνώμη του
προσφερόταν για την απόδοση των προσώπων. «Αυτό γίνεται περισσότερο
φανερό παραδείγματος χάριν στις νυχτερινές σκηνές, όπου οι ανθρώπινες
φιγούρες μοιάζουν βγαλμένες από μελανόμορφα αρχαιοελληνικά αγγεία. Όσον
αφορά τα χρώματα επιλέξαμε μαζί με τον Παναγιώτη Πανταζή πιο "χτυπητούς"
τόνους, για να τονίσουμε το παραμυθικό στοιχείο της αφήγησης. Στις
ατμόσφαιρες διαλέξαμε σαν "πρωταγωνιστή" το αττικό φως και τις ξάστερες
νύχτες της καλοκαιρινής Ελλάδας. Από εκεί και πέρα, όλη η σκηνογραφία κι
ενδυματολογία είναι μία σύνθεση από αρχιτεκτονικά ρεύματα, ενδύματα,
οπλισμούς, κλπ διάφορων εποχών και πολιτισμών που κρίναμε ότι ο απόηχός
τους καταγράφεται στο έργο του Κορνάρου. Ο Δημοσθένης, χάρη στις
γνώσεις του ως ιστορικός με βοήθησε πολύ σε αυτό το κομμάτι της έρευνας
όπως και στη δύσκολη δουλειά της χορογράφησης των μαχών, τις οποίες
αποφασίσαμε να αναπαραστήσουμε για λόγους ρεαλισμού στηριζόμενοι σε
αναγεννησιακά εγχειρίδια οπλομαχητικής. Την ίδια λογική ακολουθήσαμε και
για τα αρχιτεκτονήματα. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το παλάτι
του βασιλιά το οποίο είναι βασισμένο στα σχέδια του Καρλ Φρίντριχ
Σίνκελ για το παλάτι του Όθωνα στην Ακρόπολη. Ο Γιάννης, με τη γνωστή
του αγάπη για την Αθήνα, τα είχε στη συλλογή του και τα πρόσφερε σαν από
μηχανής θεός όταν χρειάστηκε».
Η μέθοδος και η συνεργασία
Αν και η επιλογή της ομάδας ήταν να μείνουν
όσο το δυνατόν πιο πιστοί στο πνεύμα του έργου του Κορνάρου
διευκρινίζουν πως η διασκευή σε ένα άλλο αφηγηματικό μέσο, εν προκειμένω
το κόμικ, προϋποθέτει την μετάβαση σε έναν διαφορετικό κώδικα με τους
δικούς του κανόνες, τους οποίους επίσης οφείλει κανείς να υπηρετήσει
πιστά. «Άλλωστε, σε μια διασκευή είναι εξίσου αναγκαίο να είσαι
πιστός στο πρωτότυπό σου και ταυτόχρονα "ασεβής" προς αυτό. Διαφορετικά,
αν δεν έχεις κάτι νέο να πεις, η διασκευή είναι κενή νοήματος».
Ανθρώπινες σχέσεις, έρωτας, κοινωνικές ανισότητες και συγκρούσεις: Είναι
τελικά αυτά τα στοιχεία μιας καλής, διαχρονικής ιστορίας;
Ο Δημοσθένης απαντά: «Ο Ερωτόκριτος έχει
καθιερωθεί ως έργο κλασσικό. Το βασικό χαρακτηριστικό ενός κλασσικού
έργου είναι ότι είναι διαχρονικό, άρα και σύγχρονο σε κάθε εποχή. Τα
μοτίβα και τα θέματα που θίγει αλλά και ο τρόπος που χτίζει την πλοκή
του δεν είναι μονάχα εξαιρετικός, αλλά και καινοτόμος σε σύγκριση με τα
δυτικά ιπποτικά μυθιστορήματα, στην παράδοση των οποίων ανήκει.» Ο Γιάννης, αναφερόμενος στη στιχουργική δεινότητα του Κορνάρου συμπληρώνει ότι «Δεν
είναι υπερβολή να μιλήσουμε για ένα αριστούργημα της Ελληνικής γλώσσας.
Βέβαια στο κόμικ υπάρχει ένα μικρό σχετικά δείγμα αυτού, το οποίο
προσπάθησε ο Γιώργος να το αναπληρώσει με την εικόνα και τον ρυθμό της
αφήγησης. Το αν τα κατάφερε θα το κρίνουν οι αναγνώστες, πάντως ο στόχος
ήταν αυτός».
Όσο για το αν θα επιχειρήσουν και άλλες
διασκευές έργων της νεοελληνικής λογοτεχνίας σε κόμικ, απαντούν
καταφατικά, αν και προς το παρόν έχουν όλοι επιστρέψει στα προσωπικά
τους πρότζεκτ, τα οποία είχαν «παγώσει» για όσο καιρό δουλεύανε πάνω
στον Ερωτόκριτο. «Σίγουρα, θα ακολουθήσουν από τις εκδόσεις Polaris
κι άλλες διασκευές στις οποίες θα συμμετέχουν είτε κάποιοι από εμάς είτε
άλλοι δημιουργοί» καταλήγουν.
«Για μένα, το κεντρικό πρόσωπο του έργου δεν είναι ούτε ο Ερωτόκριτος ούτε η Αρετούσα»
Τη δική τους ανάγνωση στο έργο του Κορνάρου,
πλαισιωμένη από ποικίλα μουσικά μοτίβα (μεταξύ αυτών κρητικά,
ηπειρώτικα, ανατολίτικα, τζαζ, αλλά και ροκ) παρουσιάζουν την Πέμπτη 21
Απριλίου στη Θεσσαλονίκη οι Χαΐνηδες, σε συνεργασία με την ομάδα χορού και ακροβασίας «Κι όμως κινείται». Ο Δημήτρης Αποστολάκης των Χαΐνηδων εξηγεί τον βαθύτερο λόγο της επιλογής του Ερωτόκριτου ως εξής: «Nομίζω
ότι ήταν η ανάγκη κατάδυσής μας σε πρώτες αρχές. Η συναισθηματική
φτώχεια και η αρρυθμία της ζωής μας αντανακλάται στη φτώχεια και την
αρρυθμία της πλαστικής, στιλιζαρισμένης, ξύλινης γλώσσας που
χρησιμοποιούμε. Έτσι λοιπόν, σαν έντομα που πηγαίνουν προς το φως,
καταφύγαμε στον Ερωτόκριτο, την απαρχή της ποικιλότητας κι ευρυθμίας της
νεοελληνικής γλώσσας. Επίσης μέσα από το έπος καταδεικνύονται η ανάδυση
του ατομικού φαντασιακού της Αναγέννησης, ο νεοπλατωνισμός, τα
προδαρβινικά σπέρματα, η αντεξουσία της αρχαίας τραγωδίας, η κυκλικότητα
του χρόνου των κατά φύσιν κοινωνιών και η μητρογραμμική απαρχή της
ιστορικότητας. Για μένα, το κεντρικό πρόσωπο του έργου δεν είναι ούτε ο
Ερωτόκριτος ούτε η Αρετούσα. Είναι η παραμάνα της η Νένα». Επισημαίνει ότι ο «Ερωτόκριτος»
είναι το μόνο έπος στην Ευρώπη που ζούσε στην προφορική παράδοση μέχρι
και πριν 20 χρόνια και εξηγεί πως είχε την τύχη να είναι από τους
τελευταίους που τον έμαθαν έτσι.
Τον είδα δηλαδή, να λειτουργεί- όπως τα Ομηρικά έπη στην αρχαιότητα- σαν έργο αναφοράς και σαν αξιακό αρχέτυπο: στα χείλη απλών ανθρώπων, στην παρέα τους, στην εργασία τους, στη μοναξιά τους. Επομένως η τραγουδαφήγηση των "Χαΐνηδων" δεν μπορεί να μοιάζει με αναίμακτες τουριστικές θεατροποιήσεις, με έντεχνες τραγουδιστικές μελούρες ή κραυγές αυτάρεσκης κρητολαγνείας, που μας βομβαρδίζουν κατά κόρον.
Όσο για το κατά πόσο ο κόσμος γνωρίζει ή
πράγματι έχει διαβάσει τον Ερωτόκριτο αναφέρει πως μάλλον η πλειονότητα
του κόσμου γνωρίζει μόνο μια στροφή: «Τ’ άκουσες Αρετούσα μου τα θλιβερά μαντάτα/ο κύρης σου με ξόρισε στης ξενιτιάς τη στράτα». «Δεν
είναι κακό να γνωρίζουμε λίγα. Είναι η αρχή για να μάθουμε
περισσότερα». Ερμηνεύοντας τη διαχρονικότητα του κειμένου ο Δημήτρης
Αποστολάκης μιλάει για την αξία του «αίσιου τέλους»: «Όπως λέει κι ο
Μπόρχες, το ανώτερο είδος λογοτεχνίας είναι η ποίηση και το ανώτερο
είδος ποίησης είναι το έπος. Γιατί μόνο στο έπος δικαιολογείται το αίσιο
τέλος. Σκεφτείτε ότι οποιοδήποτε ποίημα ή στίχος έχει αίσιο τέλος
φαίνεται γελοίο, σε μια εποχή κατατεθλιμμένων ατομικοτήτων,
παρηκμασμένων μύθων, που μαστίζεται από έλλειψη τελετών και οραμάτων.
Γι’αυτό είναι γοητευτικά –και σπάνια- τα έπη. Επειδή μόνο σ’ αυτά
νοιώθει δικαιωμένη η ανθρώπινη ύπαρξη».
Info βιβλίου:
Γιώργος Γούσης, Δημοσθένης Παπαμάρκος, Γιάννης Ράγκος (2016). Ερωτόκριτος του Βιτσέντζου Κορνάρου. Αθήνα: Polaris
Την ομάδα θα τη βρείτε στο Comicdom Con Athens που βρίσκεται αυτές τις μέρες σε εξέλιξη (15, 16 & 17 Απριλίου), αλλά και στο The Comic Con στη Θεσσαλονίκη (6 - 8 Μαΐου).
Info παράστασης:
Ερωτόκριτος του Βιτσέντζου Κορνάρου.
21 Απριλίου, στο Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου