Δεκεμβρίου 07, 2018 ΠΑΝΘΕΟΝ 1
Θα ξεκινήσω με ιστορίες που διαδραματίστηκαν στο ιστορικό καφενείο «Πάνθεον» την εποχή που το είχε ο συχωρεμένος Αποστόλης Γκιώνης. Ότι και να γράψω γι΄ αυτόν τον άνθρωπο θα είναι λίγο. Είχε καρδιά μικρού παιδιού. Πράος. Σπάνια να βρισκόταν σε κατάσταση θυμού. Έπρεπε να τον είχαν φέρει στο αμήν για να αντιδράσει με θυμό.
-Ρε Αποστόλη έχω μισή ώρα που σκουπίζω και δεν έχω τελειώσει! Του έλεγα.
-Αγόρι μου! Εδώ που ήρθες είναι το Μαρακάνα και όχι του Μπάμπη του Κατσή! Έλεγε γελώντας.
Πριν πάω στον Τόλη δούλευα στον Μπάμπη τον Κατσή. Ένα δωματιάκι με κεραμίδια όλο κι όλο και με πολλά τραπεζάκια έξω. Μετά το ξενοδοχείο Petit Palais ήταν. Τώρα έχει κατεδαφιστεί.
Μαρκαδόρους είχε εν αλλάξ τους Κώστα Τζώρτη και Λευτέρης Μήτρου[Τσίπα]. Πολλές φορές τα απογεύματα ήταν ο Τόλης μόνος του στο ταμείο. Εξ΄ άλλου στις 20.000 δρχ είσπραξη που κάναμε καθημερινά σχεδόν οι 10.000 ήταν από τα χαρτιά και τα υπόλοιπα από καφέδες, ρυζόγαλα που έφτιαχνε η κυρά Μαρία Παγώνη, παγωτά και γλυκά κουταλιού. Θέλω να πω πως δεν υπήρχε μεγάλη διακίνηση και τα μαρκαρίσματα δεν ήταν πολλά. Πολλές φορές μάλιστα τα μάρκαρα και μόνος μου. Ήταν τέτοιος άνθρωπος ο Τόλης που δεν έβαζε την πονηριά εύκολα στο μυαλό του. Γι΄ αυτό στο χρηματοκιβώτιο που διατηρούσε είχε ένα τετράδιο με τα δανεικά [και αγύριστα].
-Ρε Τόλη γιατί δεν τους τα ζητάς αφού πήραν καλές παρτίδες, έχουν λεφτά, του έλεγα.
Δεν μου μιλούσε αλλά σήκωνε το κεφάλι και έκανε νόημα, όχι.
Ένα απόγευμα κάπου είχε πάει αλλά δεν μου είπε τίποτα και ούτε που είχα καταλάβει πως έλειπε από το ταμείο. Είχα το νου μου στα τραπέζια με τους χαρτοπαίχτες. Πολλές φορές έφευγαν οι παίκτες, άλλοτε ζαλισμένοι, άλλοτε ταπί, δεν με πλήρωναν. Χρεώναμε 50 δρχ. το άτομο στο κουμ καν και στο 7αράκι [τότε πρωτοήρθε στο Λουτράκι 1978, το έφερε κάποιος Χρυσανθόπουλος] 10% στο συνολικό ποσό της παρτίδας. Ήξερα, αν στο τραπέζι καθόταν ο Δάσκαλος, δεν είχα πρόβλημα. Κρατούσε το μπλοκ με τις παρτίδες και όποιος έπαιρνε την παρτίδα άφηνε τα λεφτά στο Δάσκαλο και στο τέλος τις πλήρωνε όλες αυτός. Σπάνιο πράγμα γιατί συνήθως στις 10 παρτίδες ο Δάσκαλος έπαιρνε τις 9. Θα ασχοληθώ άλλη φορά με τον παίκτη Δάσκαλο. Στα άλλα τραπέζια είχα πρόβλημα. Ήταν μερικοί έπαιρναν το χαρτί και το έσχιζαν. Άντε να βρεις μετά ποιος πήρε την παρτίδα.
Στο μέσον περίπου του μαγαζιού σε ένα τραπέζι καθόταν ο Δάμων και ο Φιντίας. Δυο αυτοκόλλητοι φίλοι. Κάθε μέρα, όλη μέρα μαζί. Ο Γιάννης Κανάκης και ο Γιώργος Μήτρου [Μπατσιλώλος]. Καθημερινοί πελάτες και για ώρες θαμώνες του Πάνθεον. Τους είχα και στον ΑΟΛ. Τον μεν Γιάννη πρόεδρο το δε Γιώργο φανατικό φίλαθλο μέχρι σήμερα τόσο του ΑΟΛ όσο και του τοπικού Ολυμπιακού. Τους είχα πάει τους καφέδες και κάποια στιγμή βγαίνοντας από την κουζίνα, μου φωνάζουν.
-Χρήστο πιάσε δυο κουταλάκια!
Παραξενεύτηκα, κουταλάκια τι να τα θέλουν; Τους πάω δυο κουταλάκια αλλά δεν έδωσα σημασία περεταίρω.
Κάποια στιγμή βλέπω τον Τόλη να μπαίνει στο μαγαζί.
-Ρε Τόλη! Έλειπες; Δεν το πήρα χαμπάρι ότι δεν ήσουν εδώ!
Περνάει από μπροστά τους και του φωνάζουν.
-Τόλη έλα να δοκιμάσεις κερασάκι!
-Χρήστο φέρε ένα κουταλάκι! Λέει ο Τόλης.
Του πάω ένα κουταλάκι και τι βλέπω. Ο Γιάννης κρατούσε ένα βάζο με γλυκό κερασάκι και βούταγαν με το κουτάλι μια ο Γιώργος, μια ο Γιάννης. Δοκιμάζει και ο Τόλης και κάνει.
-Μμμμ πολύ ωραίο ρε πούστηδες που το πήρατε;
-Να πέρασε ένας από δω και πούλαγε γλυκά κουταλιού. Δεν σε βρήκε και αγοράσαμε εμείς ένα βάζο.
-Ρε τι να σας πω; Δεν παίρνατε και ένα για μένα;
-Που να ξέραμε ότι θες και συ ρε Τόλη! Υποθέσαμε πως έχεις.
Έφαγε και ο Τόλης κάνα δυο κουταλιές ακόμα και πήγε στο ταμείο.
Αυτοί τον κοιτούσαν περίεργα. Ξαφνικά σηκώνεται ο Τόλης επάνω και ορμά προς το τραπέζι τους.
-Ρε κωλόπαιδα [αγαπημένη έκφραση του Τόλη] πήρατε το βάζο με το κερασάκι!
Το βάζο ήταν δίπλα από το ταμείο. Κοίταξε ο Τόλης και είδε ότι έλειπε και κατάλαβε ότι ήταν το δικό του κερασάκι.
Σηκώνονται απότομα ρίχνουν τα ποτήρια κάτω και κάνουν μπραφ. Ο ένας προς τη θάλασσα και ο άλλος προς τον κεντρικό δρόμο.
-Μη ξαναπατήσετε στο μαγαζί κωλόπαιδα! Ωρυόταν ο Τόλης.
Σε μένα δεν είπε τίποτα, γιατί σου λέει έφυγα και δεν πήρες χαμπάρι τι έγινε στο μαγαζί; Την άλλη μέρα πάλι στο μαγαζί ο Γιάννης με το Γιώργο σαν να μην είχε συμβεί τίποτα. Αυτός ήταν ο Τόλης.
Θα ξεκινήσω με ιστορίες που διαδραματίστηκαν στο ιστορικό καφενείο «Πάνθεον» την εποχή που το είχε ο συχωρεμένος Αποστόλης Γκιώνης. Ότι και να γράψω γι΄ αυτόν τον άνθρωπο θα είναι λίγο. Είχε καρδιά μικρού παιδιού. Πράος. Σπάνια να βρισκόταν σε κατάσταση θυμού. Έπρεπε να τον είχαν φέρει στο αμήν για να αντιδράσει με θυμό.
-Ρε Αποστόλη έχω μισή ώρα που σκουπίζω και δεν έχω τελειώσει! Του έλεγα.
-Αγόρι μου! Εδώ που ήρθες είναι το Μαρακάνα και όχι του Μπάμπη του Κατσή! Έλεγε γελώντας.
Πριν πάω στον Τόλη δούλευα στον Μπάμπη τον Κατσή. Ένα δωματιάκι με κεραμίδια όλο κι όλο και με πολλά τραπεζάκια έξω. Μετά το ξενοδοχείο Petit Palais ήταν. Τώρα έχει κατεδαφιστεί.
Μαρκαδόρους είχε εν αλλάξ τους Κώστα Τζώρτη και Λευτέρης Μήτρου[Τσίπα]. Πολλές φορές τα απογεύματα ήταν ο Τόλης μόνος του στο ταμείο. Εξ΄ άλλου στις 20.000 δρχ είσπραξη που κάναμε καθημερινά σχεδόν οι 10.000 ήταν από τα χαρτιά και τα υπόλοιπα από καφέδες, ρυζόγαλα που έφτιαχνε η κυρά Μαρία Παγώνη, παγωτά και γλυκά κουταλιού. Θέλω να πω πως δεν υπήρχε μεγάλη διακίνηση και τα μαρκαρίσματα δεν ήταν πολλά. Πολλές φορές μάλιστα τα μάρκαρα και μόνος μου. Ήταν τέτοιος άνθρωπος ο Τόλης που δεν έβαζε την πονηριά εύκολα στο μυαλό του. Γι΄ αυτό στο χρηματοκιβώτιο που διατηρούσε είχε ένα τετράδιο με τα δανεικά [και αγύριστα].
-Ρε Τόλη γιατί δεν τους τα ζητάς αφού πήραν καλές παρτίδες, έχουν λεφτά, του έλεγα.
Δεν μου μιλούσε αλλά σήκωνε το κεφάλι και έκανε νόημα, όχι.
Ένα απόγευμα κάπου είχε πάει αλλά δεν μου είπε τίποτα και ούτε που είχα καταλάβει πως έλειπε από το ταμείο. Είχα το νου μου στα τραπέζια με τους χαρτοπαίχτες. Πολλές φορές έφευγαν οι παίκτες, άλλοτε ζαλισμένοι, άλλοτε ταπί, δεν με πλήρωναν. Χρεώναμε 50 δρχ. το άτομο στο κουμ καν και στο 7αράκι [τότε πρωτοήρθε στο Λουτράκι 1978, το έφερε κάποιος Χρυσανθόπουλος] 10% στο συνολικό ποσό της παρτίδας. Ήξερα, αν στο τραπέζι καθόταν ο Δάσκαλος, δεν είχα πρόβλημα. Κρατούσε το μπλοκ με τις παρτίδες και όποιος έπαιρνε την παρτίδα άφηνε τα λεφτά στο Δάσκαλο και στο τέλος τις πλήρωνε όλες αυτός. Σπάνιο πράγμα γιατί συνήθως στις 10 παρτίδες ο Δάσκαλος έπαιρνε τις 9. Θα ασχοληθώ άλλη φορά με τον παίκτη Δάσκαλο. Στα άλλα τραπέζια είχα πρόβλημα. Ήταν μερικοί έπαιρναν το χαρτί και το έσχιζαν. Άντε να βρεις μετά ποιος πήρε την παρτίδα.
Στο μέσον περίπου του μαγαζιού σε ένα τραπέζι καθόταν ο Δάμων και ο Φιντίας. Δυο αυτοκόλλητοι φίλοι. Κάθε μέρα, όλη μέρα μαζί. Ο Γιάννης Κανάκης και ο Γιώργος Μήτρου [Μπατσιλώλος]. Καθημερινοί πελάτες και για ώρες θαμώνες του Πάνθεον. Τους είχα και στον ΑΟΛ. Τον μεν Γιάννη πρόεδρο το δε Γιώργο φανατικό φίλαθλο μέχρι σήμερα τόσο του ΑΟΛ όσο και του τοπικού Ολυμπιακού. Τους είχα πάει τους καφέδες και κάποια στιγμή βγαίνοντας από την κουζίνα, μου φωνάζουν.
-Χρήστο πιάσε δυο κουταλάκια!
Παραξενεύτηκα, κουταλάκια τι να τα θέλουν; Τους πάω δυο κουταλάκια αλλά δεν έδωσα σημασία περεταίρω.
Κάποια στιγμή βλέπω τον Τόλη να μπαίνει στο μαγαζί.
-Ρε Τόλη! Έλειπες; Δεν το πήρα χαμπάρι ότι δεν ήσουν εδώ!
Περνάει από μπροστά τους και του φωνάζουν.
-Τόλη έλα να δοκιμάσεις κερασάκι!
-Χρήστο φέρε ένα κουταλάκι! Λέει ο Τόλης.
Του πάω ένα κουταλάκι και τι βλέπω. Ο Γιάννης κρατούσε ένα βάζο με γλυκό κερασάκι και βούταγαν με το κουτάλι μια ο Γιώργος, μια ο Γιάννης. Δοκιμάζει και ο Τόλης και κάνει.
-Μμμμ πολύ ωραίο ρε πούστηδες που το πήρατε;
-Να πέρασε ένας από δω και πούλαγε γλυκά κουταλιού. Δεν σε βρήκε και αγοράσαμε εμείς ένα βάζο.
-Ρε τι να σας πω; Δεν παίρνατε και ένα για μένα;
-Που να ξέραμε ότι θες και συ ρε Τόλη! Υποθέσαμε πως έχεις.
Έφαγε και ο Τόλης κάνα δυο κουταλιές ακόμα και πήγε στο ταμείο.
Αυτοί τον κοιτούσαν περίεργα. Ξαφνικά σηκώνεται ο Τόλης επάνω και ορμά προς το τραπέζι τους.
-Ρε κωλόπαιδα [αγαπημένη έκφραση του Τόλη] πήρατε το βάζο με το κερασάκι!
Το βάζο ήταν δίπλα από το ταμείο. Κοίταξε ο Τόλης και είδε ότι έλειπε και κατάλαβε ότι ήταν το δικό του κερασάκι.
Σηκώνονται απότομα ρίχνουν τα ποτήρια κάτω και κάνουν μπραφ. Ο ένας προς τη θάλασσα και ο άλλος προς τον κεντρικό δρόμο.
-Μη ξαναπατήσετε στο μαγαζί κωλόπαιδα! Ωρυόταν ο Τόλης.
Σε μένα δεν είπε τίποτα, γιατί σου λέει έφυγα και δεν πήρες χαμπάρι τι έγινε στο μαγαζί; Την άλλη μέρα πάλι στο μαγαζί ο Γιάννης με το Γιώργο σαν να μην είχε συμβεί τίποτα. Αυτός ήταν ο Τόλης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου