Γιάννης Κανάκης, με γλύτωσε από το χαστούκι
Ένα μεγάλο πρόβλημα με τους χαρτοπαίχτες του Πάνθεον ήταν τα πολλά τηλεφωνήματα από τα σπίτια τους. Ως συνήθως η χαρτοπαιξία θεωρείται πάθος αλλά και χάσιμο χρημάτων οπότε όταν οι άντρες αργούσαν να πάνε στα σπίτια τους το τηλέφωνο έπαιρνε φωτιά. Το χειρότερο όμως ήταν όταν αναγκαζόμασταν να λέμε ψέματα ότι δηλαδή ο συγκεκριμένος άντρας που ζητούν έφυγε ή μόλις έφυγε. Η προσφιλής απάντηση ήταν.
Μόλις βγήκε από το καφενείο έρχεται!
Σχεδόν πάντα έπιανε το ψέμα αλλά μια φορά δεν μας βγήκε σε καλό.
Ένας φανατικός παίκτης, με καθημερινή παρουσία εκείνο το καιρό είχε πρόβλημα υγείας σοβαρό η γυναίκα του με αποτέλεσμα να μη μπορεί να έρχεται τακτικά αλλά όταν έβρισκε ευκαιρία την κοπάναγε και ερχόταν να παίξει μια δυο παρτίδες 7άκι, με το πρόσχημα πως ερχόταν για καφέ. Εν τω μεταξύ ο χρόνος για καφέ δεν επέτρεπε να παίξει πάνω από δυο παρτίδες. Το ότι το χαρτί και ο τζόγος είναι γλυκός είναι γνωστό. Έτσι πολλές φορές τον συνέπαιρνε το πάθος και έμενε περισσότερο του κανονικού. Τότε ξέραμε πως το τηλεφώνημα ήταν για τον Μήτσο. Όποιος σήκωνε το τηλέφωνο, τις περισσότερες φορές ο Τόλης μιας και ήταν δίπλα στο ταμείο, φώναζε.
-Μήτσος Δ !
Ένα χέρι σηκωνόταν από ένα τραπέζι και έκανε νεύμα, όχι.
-Μόλις έφυγε, δεν είναι εδώ! Απαντούσαμε.
Αν τύχαινε και τελείωνε γρήγορα η παρτίδα δεν είχαμε πρόβλημα μιας και έμενε μακριά από το καφενείο. Κάνα δυο φορές όμως άργησε υπερβολικά και κατάλαβαν ότι λέμε ψέματα.
Ένα απογευματάκι ο Μήτσος έπαιζε αμέριμνος αρκετή ώρα, οπότε χτυπά το τηλέφωνο. Με το δίσκο στα χέρια εγώ φτάνω στο ταμείο και λέω του Τόλη να μαρκάρει δυο καφέδες. Με κάτι ασχολιόταν ο Τόλης και μου λέει σήκωσε το τηλέφωνο.
Το σηκώνω και μου ζητούν το Μήτσο.
-Μήτσος …!
Μου σηκώνει το χέρι σε νεύμα όχι.
-Δεν είναι εδώ, λέω και κλείνω το τηλέφωνο.
Οι καφέδες προορίζονταν για το Γιάννη Κανάκη και Γιώργο Μήτρου, στο γνωστό τραπέζι κοντά στο κέντρο του Πάνθεου
-Κάτσε κάτω , μου λέει ο Γιάννης.
Τι μου λέει τώρα λέω, δεν καταλάβαινα αλλά παράλληλα με πιάνει από το χέρι και με καθίζει κάτω.
Είχα την πλάτη προς τον Τόλη αλλά όταν έκατσα γύρισα και βλέπω τη συμμαθήτρια μου κόρη του Μήτσου με μια φούρια να κατευθύνεται στον Τόλη.
-Εσύ ήσουν στο τηλέφωνο; Και προτού πει οτιδήποτε ο Τόλης ανοίγετε και του δίνει ένα δυνατό χαστούκι.
Δεν πρόλαβε να πει το παραμικρό ο Τόλης. Κάτι ήθελε να πει αλλά λίγο η ταραχή, λίγο η ντροπή δεν του έβγαιναν τα λόγια παρά ψίθυροι.
-Για να μάθεις να μη λες ψέματα, του λέει
Κάνει μεταβολή πιάνει τον πατέρα της από το σακάκι και του λέει .
-Η μάνα πεθαίνει και εσύ έρχεσαι και παίζεις χαρτιά; Δεν ντρέπεσαι; Δεν θα ξαναπατήσεις εδώ!
Ο Μήτσος έσκυψε το κεφάλι και αμίλητος άνοιξε την πόρτα να φύγει.
Ο Τόλης είχε συνέλθει από το σοκ και απευθυνόμενος στο Μήτσο λίγο προτού βγει του λέει.
-Μήτσο! Να μην ξανάρθεις και γυρίζοντας προς τους άλλους είπε με παράπονο.
-Ορίστε φάγαμε ξύλο και από γυναίκα! Άλλη φορά δεν θα λέμε ότι δεν είσαστε εδώ. Θα λέμε την αλήθεια.
Τι είχε γίνει. Η Σοφία πέρασε είδε από το τζάμι πως ο πατέρας της είναι μέσα και παίζει. Πήγε απέναντι στο περίπτερο του Τσίθη και πήρε τηλέφωνο. Δεν μπόρεσε όμως να δει ποιος ήταν που είπε το ψέμα στο τηλέφωνο αλλά υπέθεσε πως ο Τόλης θα ήταν γιατί δεν υπήρχε άλλος στο ταμείο, οπότε φτηνά γλίτωσα την οργή της.
christospanteleou
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου