Παρατηρώντας κάποιος τον λεκτικό ταλανισμό των τρισμέγιστων
μικρών δημάρχων του τόπου μας, (σε πολλά κρίσιμα θέματα όπως η κατάσχεση στο
υδροθεραπευτήριο), καταλαβαίνει πως δεν υπάρχει ελπίδα σωτηρίας για αυτό τον
δήμο. Ενώ η απροσμέτρητη ακριτομυθία τους, μας εξηγεί γιατί ο τόπος μας,
βρίσκεται ήδη ριγμένος σε ένα βαθύ και λασπωμένο ρείθρο, για το οποίο δεν
αχνοφαίνεται καμία ελπίδα να ξαναβγεί.
Ο δήμαρχος της εποχής μας, που σημειωτέον επιθυμεί διακαώς
να ζήσει αυτός καλά και εμείς χειρότερα, κατήντησε «ασυμμάζευτα καφενειακός»,
που διοικεί με χαρτοπαικτικούς όρους, ποκεροϊδείς πρακτικές, ενώ τζογάρει
εμφανώς, σε σκοπιμότητες, που «δολοφονούν» τους υγιείς σκοπούς. Απόρροια όλων
των προαναφερομένων είναι, να κυοφορείται η επιτακτική ανάγκη περιστολής και
εξουδετέρωσης της ασύδοτης πολιτικής του πιο επιτακτικά από ποτέ, αφού η
κοινωνία βρίσκεται επί ξυρού ακμής και οι πολίτες δεν πρέπει να δίνουν ίχνος
ανοχής στους δισυπόστατους ταγούς που τον καταδυναστεύουν.
Φυσικά, για τη «δημοσιογραφία» που τους υποστηρίζει, δεν
μπορεί να γίνει κανένας λόγος σοβαρός. Σαχλός ναι. Αποτέλεσμα όλων αυτών είναι,
να χανόμαστε άμπωτες και να ζούμε τα συμπαρομαρτούντα των αλόγιστων πολιτικών
επιλογών τους.
Το σπαραξικάρδιο είναι, πως ενώ για μείζονα προβλήματα του τόπου
θα έπρεπε να κινούνται αμ’ έπος αμ’ έργον, εκείνοι προτιμούν να βυσσοδομούν και
να παίζουν εν ου παικτοίς στα θέματα αυτά. Παρά τη θύελλα αντιδράσεων, δεν
ανακρούουν πρύμναν, ποτέ. Κάποιοι από δαύτους που «σάπισαν» στα έδρανα της
αντιπολίτευσης, δεν υπολογίζουν τα στεντόρεια μηνύματα των πολιτών και
ποντάρουν σε συνεργασίες που βρίσκονται μακριά και πέρα από τους θεσμούς της Δημοκρατίας,
κοντά σε άδηλα κέντρα εξουσίας. Λησμονούν, όμως, ότι ο Θηραμένης είχε φριχτό
τέλος από τον συνέταιρο του, τον Κριτία. Και δεν φτάνει που κατάντησαν
πεπαλαιωμένα πολιτικά υλικά που ταλανίζουν ως μεγάλα πολιτικά βαρίδια την τοπική κοινωνία, θέλουν
να εμφανιστούν και πάλι στο προσκήνιο ως μοντέρνοι, αλλαγμένοι, με ρηξικέλευθες
ιδέες. Όμως, κάθε πολιτική τους έκφανση μαρτυρά πως μέσα από τις επικοινωνιακές
τους φασκιές, είναι οι ίδιοι, που ακόμη κουβαλάνε τις ανίατες πολιτικές
ασθένειες του μαύρου παρελθόντος τους. Το καταγέλαστο είναι, πως ενώ έχουν
πράξει τα αίσχιστα, επιμένουν να εκφράζονται με λόγο αποπροσανατολιστικό, ενώ «επαναστατούν»
(όπως οι ίδιοι χαρακτηριστικά λένε), με τους επικριτές τους αντί να
προβληματιστούν και να κατανοήσουν πως είναι αιχμάλωτοι των κραυγαλέων ψεμάτων
και των αξεπέραστων αντιφάσεων τους.
Εύλογα ο εχέφρων πολίτης αναρωτιέται τι τους κάνει να
ομιλούν με στόμφο κι από καθέδρας; Μήπως τα συμφέροντα (των ολίγων), που
εκπροσωπούν;
Αυτή η διφυής κάστα αρχολίπαρων, που οι υποψιασμένοι
γνωρίζουμε από που κινητροδοτείται, εξακολουθεί να συμπεριφέρεται σαν πέμπτη
φάλαγγα, ενώ είναι ευεπίφορη προς στην διαβρωτική και υπονομευτική δράση και
δεν παραδειγματίζεται από την ικμάδα των ενεργών πολιτών και φορέων της.
Τους προαναφερόμενους, τους θεωρώ συλλήβδην δυστυχισμένους
και σαν ανθρώπους, αφού εμφανώς στη ζωή τους δεν θαύμασαν ποτέ ένα ωραίο
ηλιοβασίλεμα, δεν άκουσαν ποτέ μια γλυκιά μουσική μελωδία, δεν έβγαλαν ποτέ από
το στόμα τους ένα τίμιο λόγο, ούτε διάβασαν ποτέ ένα όμορφο στοίχο. Όπως το
αξεπέραστο και θεσπέσιο διαχρονικό αριστούργημα του Σκιαθίτη συγγραφέα στον «Ξεπεσμένο
Δερβίση».
Στίχοι γραμμένοι σε πεζό λόγο που περιγράφουν τον διωγμένο
δερβίση από το στέκι του, που βρίσκονταν έναντι του σταθμού του Θησείου και
καταφεύγοντας εις στο «σκάμμα» που είχε ανοιχτεί για να συνδέσει σιδηροδρομικώς
την Ομόνοια με το Θησείο. Εκεί μέσα στη παγωνιά του χειμώνα αρχίζει να παίζει
το μουσικό όργανο του, λέγοντας...
«Κάτω εις το βάθος,
εις τον λάκκον, εις το βάραθρον, ως κελάρυσμα ρύακος εις το ρεύμα, φωνή εκ
βαθέων αναβαίνουσα ως μύρον, ως άχνη, ως ατμός, θρήνος - πάθος, μελωδία
ανερχόμενη επί πτίλων αύρας νυχτερινής, αιρομένη μετάρσιος, πραεία, μειλίχια,
άδολος ψίθυρος, λιγεία (=γλυκόφωνη) αναρριχομένη εις τας ριπάς, χαρδίζουσα τους
αέρας, χαιρετίζουσα το αχανές, ικετεύουσα το άπειρον, παιδική, άκακος,
ελισσομένη, φωνή παρθένου μοιρολογούσης, μινύρισμα πτηνού χειμαζομένου, λαχταρόντας
την επάνοδου του εαρος».
Δημήτρης Καραπατάς
Υ.Γ.: Εδώ ίσταμαι, χρέος μου συνειδησιακό να τα
γράφω και ας διαφωνούν όλοι αυτοί που αναζητούν τον «οκρυόεντα επιδήμιου
πολέμου».
* Ο Δημήτρης Καραπατάς,
είναι επιχειρηματίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου