Κυριακή 29 Δεκεμβρίου 2024

Μια μέρα τα Χριστούγεννα (Χριστουγεννιάτικο διήγημα)

 



 Μια μέρα τα Χριστούγεννα

Σε κάποιο μακρινό χωριό  ψηλά στα ορεινά   ζούσε ο μπάρμπα Στέλιος με την οικογένεια του. Τα δύο παιδιά του τελείωσαν το δημοτικό αλλά δεν μπορούσαν να συνεχίσουν τις σπουδές τους γιατί το  γυμνάσιο στο ποιο κοντινό  μεγάλο χωριό  ήταν 45 χιλιόμετρα μακριά  και λεωφορείο δεν υπήρχε και ούτε κάποιο άλλο μέσον  για να συνεχίσουν  τα παιδιά τις σπουδές τους.

Κάποια μέρα  ο αδελφός ο Μένιος που ζούσε στην Αθήνα του είπε:

- Στείλε τα σε μένα και θα τα φροντίσω εγώ , θα με βοηθούν και  στην επιχείρησή μου  . .

 - Μα είναι μικρά ακόμα και δεν έχουν  τελειώσει  τα γράμματα του απάντησε ο μπάρμπα Στέλιος.  Είναι και το σχολείο…

Το αναλαμβάνω εγώ, του είπε ο Μένιος. Μείνε ήσυχος. Στο άλλο τετράγωνο από το σπίτι μου είναι το γυμνάσιο.

 Ήταν  τόσο σίγουρος  που τα έλεγε  λες και τα έβλεπε  τώρα να περνούν μπροστά του σε  γρήγορη κίνηση .

Έτσι κι έγινε. Πέρασαν τα χρόνια, τα παιδιά σπούδασαν , μεγάλωσαν  παντρευτήκαν και ο μπάρμπα  Στέλιος έκανε και εγγόνια.  Και να χαρές και γλέντια όταν κατέβαιναν στο χωριό  τα παιδιά του από την Αθήνα με τα μικρά , τα εγγονάκια του.

Τούτα τα Χριστούγεννα όμως δεν κατέβηκαν τα παιδιά του στο χωριό και παράπονο μεγάλο τον έπιασε το μπάρμπα Στέλιο . Ανήμερα Χριστουγέννων πήγε στο μικρό καφενείο και κάθισε  πίσω στην  άκρη σε ένα τραπεζάκι  ολομόναχος  να πιεί το καθιερωμένο καφεδάκι του . Δεν είχε όρεξη να δει και να ακούσει κανένα.  Είχε χάσει την γυναίκα του πριν μερικούς μήνες και αυτό το γεγονός τον  είχε λυπήσει αφάνταστα. Είχε μείνει μόνος του.  Σιγά σιγά στο καφενείο άρχισε να μαζεύεται κόσμος . Μια παρέα στην αρχή ύστερα μια άλλη και σε λίγη ώρα είχαν μαζευτεί  καμιά  δεκαριά άτομα να συζητούν διάφορα , τα δικά τους. Κάπου κάπου μερικοί γύριζαν  και κοίταγαν  διακριτικά  με περιέργεια τον μπάρμπα Στέλιο όπως τον αποκαλούσαν.

Την ώρα εκείνη δυο μικρά  παιδάκια ένα κοριτσάκι και ένα αγοράκι φάνηκαν  στην πόρτα του καφενείου και άρχισαν να λένε  τα κάλαντα.

 Το αφεντικό του καφενείου τους έδωσε  μερικά ψηλά και τα παιδιά έφυγαν ευχαριστημένα χαμογελώντας. Ύστερα κάποια άλλα παιδιά μπήκαν στο καφενείο και έψαλαν τα κάλαντα. Αυτή τη φορά το αφεντικό τους έδωσε δυο ζαχαρωτά που ήταν σε ένα μικρό βάζο  αλλά τα παιδιά αρνήθηκαν να τα πάρουν κοιτώντας τον ειρωνικά  γυρίζοντας την πλάτη τους.

Σχεδόν αμέσως ο μπάρμπα Στέλιος που καθόταν στο βάθος του καφενείου  σηκώθηκε με αργά βήματα και πλησίασε το αφεντικό που έφτιαχνε τους καφέδες. Έβγαλε από την τσέπη του ένα πουγκί και το άδειασε πάνω στο πάγκο .

Έκπληκτο το αφεντικό του είπε .  Αυτά είναι πάρα πολλά για ένα καφέ που πήρες!

 - Θα τα μοιράσεις  στα παιδιά που θα έρχονται να λένε τα κάλαντα και αν δεν φτάσουν θα σου φέρω κι άλλα, του είπε ο μπάρμπα Στέλιος και  με τα λόγια αυτά άνοιξε την  πόρτα του καφενείου και έφυγε.

  Όλοι στο καφενείο είχαν ακούσει  την συζήτηση. Ούτε  ψίθυρος δεν ακουγόταν. Απόλυτη σιωπή.  

Ύστερα,  δισταχτικά,  ένας  ένας  οι χωρικοί  πήγαιναν στον πάγκο και αφού έψαχναν τις τσέπες τους  άφηναν ότι μπορούσαν .

Μα …..  Προσπάθησε να ψελλίσει το αφεντικό

Ξέρεις εσύ ,  του απαντούσαν εκείνοι χαμογελώντας

 …για τα παιδιά…..  

 Γιάννης Αικατερίνης  26/12 / 2024

 


Δεν υπάρχουν σχόλια: